Πληρώσαμε 1,2 δισ. για τη δημόσια «δωρεάν» παιδεία
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”128919″ img_size=”full”][vc_column_text]Κενή περιεχομένου αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά η επιταγή για δημόσια και δωρεάν παιδεία στη χώρα μας. Οι γονείς δεν εμπιστεύονται το δημόσιο σχολείο, ότι εκεί μπορεί το παιδί τους να αποκτήσει βασικές γνώσεις και δεξιότητες, και κυρίως για την κρίσιμη μάχη του παιδιού στη Γ΄ Λυκείου, όταν διεκδικεί το εισιτήριο για μια καλή θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ετσι, καταφεύγουν στις ιδιωτικές δομές. Κάθε χρόνο δίνεται 1,2 δισ. ευρώ για φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα προετοιμασίας για τα σχολικά μαθήματα και ξένες γλώσσες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για την εκπαίδευση 2019-2020 του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, που παρουσιάστηκε χθες, το 2018 για ιδιαίτερα μαθήματα οι γονείς έδωσαν 178,3 εκατ. ευρώ, 427,5 εκατομμύρια ευρώ επίσης πήγαν για φροντιστήρια προετοιμασίας των σχολικών μαθημάτων και 504,4 εκατομμύρια ευρώ για δίδακτρα ξένων γλωσσών. Παράλληλα, οι γονείς έδωσαν 567 εκατομμύρια ευρώ για τις σπουδές των παιδιών σε ΑΕΙ μακριά από την οικογενειακή έδρα. Από την άλλη, το ετήσιο κονδύλι για τις σπουδές σε ΑΕΙ του εξωτερικού το 2018 ήταν 101,1 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά βεβαίως είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τη δεκαετία του 2000.
Ο υφυπουργός Παιδείας Αγγελος Συρίγος, ο οποίος μετείχε στην ημερίδα παρουσίασης της έρευνας, εστίασε στο γεγονός ότι οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για την εκπαίδευση των παιδιών είναι μεγαλύτερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Μάλιστα, διαχρονικά οι δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση στη χώρα μας υπερέχουν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα, το 2018, με την Ελλάδα να είναι στην 4η θέση μεταξύ των μελών της Ε.Ε.) και κυρίως αφορούν την εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών ή δαπάνες για φοίτηση των παιδιών σε ΑΕΙ μακριά από την έδρα του νοικοκυριού. Ο υφυπουργός ανέφερε ότι το φαινόμενο υποδηλώνει το έλλειμμα εμπιστοσύνης της ελληνικής οικογένειας στο δημόσιο σχολείο και κυρίως στο λύκειο, όπου πέφτει και το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος λόγω της προετοιμασίας των παιδιών για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Βεβαίως, σύμφωνα με τον κ. Συρίγο, αυτό καταδεικνύει τη σημασία που δίνουν οι γονείς στην εκπαίδευση των παιδιών.
Από την άλλη, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, για την περίοδο 2002-2014 καταγράφεται σημαντική γήρανση του διδακτικού προσωπικού, αλλά και του εργαστηριακού και του διοικητικού προσωπικού, και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται στην αδυναμία του κράτους να προσλάβει μόνιμο προσωπικό. Χαρακτηριστικά, η μέση ηλικία των εκπαιδευτικών στο νηπιαγωγείο το 2014 ήταν 41,4 χρόνια, στο δημοτικό ήταν 42,2 χρόνια, στο γυμνάσιο ήταν 46,3 χρόνια, στα επαγγελματικά λύκεια και σχολές 45,7 χρόνια και στα γενικά λύκεια 47,5 χρόνια.
Παράλληλα, σε αρκετούς δείκτες η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε.-28. Ενδεικτικά, το ποσοστό συμμετοχής στην εκπαίδευση των ενηλίκων 25-26 ετών είναι 3,9% (25η θέση) έναντι 11,3% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το ποσοστό των μεταπτυχιακών φοιτητών επί του συνόλου των εκπαιδευομένων στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες είναι 3,1% (25η θέση, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 5%), ο συνολικός βρεφικός – νηπιακός πληθυσμός στην Ελλάδα είναι 9,2% (στην 28η και τελευταία θέση) έναντι 16% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Επίσης, χαμηλά βρίσκεται η χώρα μας σε σχέση με τους αποφοίτους γυμνασίου που επιλέγουν την ανώτερη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση, δηλαδή κατά κύριο λόγο επαγγελματικά λύκεια. Το ποσοστό των νέων που επιλέγουν ΕΠΑΛ είναι 28,8% (23η θέση) έναντι 47,8% στην Ευρώπη. Τέλος, η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση στην Ε.Ε.-28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, στον δείκτη των νέων 15-24 ετών που είναι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης, με ποσοστό 14,1% έναντι 9,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Πηγή: kathimerini.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]