Έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας συνθέτης και αγωνιστής Μίκης θεοδωράκης, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης σε κάθε σπιθαμή ελληνικής γης, αλλά και σε όλο τον κόσμο, που αναγνώριζε το τεράστιο καλλιτεχνικό του μέγεθος.
Πλήρης ημερών, στα 96 του. Έχοντας ζήσει μια ζωή συγκλονιστική από κάθε άποψη. Έχοντας βρεθεί αρκετές φορές αγκαλιά με τον θάνατο, αλλά και με το μεγαλείο. Έζησε διώξεις, πολιτικοκοινωνικούς αγώνες, καταξίωση, έρωτες, εξορίες, επιτυχία, φιλίες, κι άλλους αγώνες, κι άλλες διακρίσεις, αναγνώριση, αμφισβήτηση. Βασανίστηκε ανηλεώς από Ιταλούς, στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, επί χούντας… Έζησε την λατρεία του κόσμου. Μα πάνω απ’ όλα, εκείνο για το οποίο και δια του οποίου έζησε ήταν η δημιουργία. Η μουσική δημιουργία πρωτίστως, μα όχι μόνο. Το «Είμαστε δυό, είμαστε τρείς/ είμαστε χίλιοι δεκατρείς/ καβάλα πάμε στον καιρό» δικό του είναι. Όπως και τόσοι άλλοι στίχοι εμβληματικών τραγουδιών του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης πέθανε πλήρης ημερών. Και έργων, και λόγων. Έφυγε χορτασμένος, φτασμένος, κι όταν έπρεπε. Μα, έπρεπε; Με έναν περίεργο τρόπο, το ψηλόλιγνο αγόρι που γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στην Χίο, και μεγαλώνοντας έγινε λαοφίλητος μουσικοσυνθέτης, λόγιος και λαϊκός ταυτόχρονα, κι ακόμη περισσότερο έγινε σύμβολο κοινωνικών αγώνων, πολιτικός αγωνιστής, πολιτικός κανονικός, διανοητής της Αριστεράς, αυτός ο άνθρωπος, που κάπως αισθανόσουν ότι θα είναι για πάντα παρών στην δημόσια σφαίρα της χώρας, δεν μπορεί να πέθανε…
Συνήθως, οι σπουδαίοι καλλιτέχνες φεύγοντας αφήνουν παρακαταθήκη το έργο τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης, όμως, αφήνει πίσω πολλά περισσότερα από την πολυσχιδή, μεγαλειώδη και πασίγνωστη μουσική του. Μας αφήνει το παράδειγμα της ζωής του. Πέρα από ιδεολογικές διαφορές και τοποθετήσεις, ο Μίκης μας κληροδοτεί το παράδειγμα της δίψας (του) για την ζωή.
Η ποίηση της μουσικής
Προφανώς, ήταν μέσω της μουσικής του που ο Θεοδωράκης σφράγισε ανεξίτηλα τον κόσμο. Τα χαρακτηριστικά πρώτα μέτρα του μπουζουκιού, ας πούμε, που συνέθεσε για την «σκηνή με το συρτάκι» στον «Ζορμπά» (Zorba the Greek, 1964) του Μιχάλη Κακογιάννη συνιστούν το πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό πασαπόρτι παγκοσμίως (επιβεβαιώθηκε ξανά στην πρόσφατη απονομή του Μίλτου Τεντόγλου στο Τόκιο 2020). Η δε «Τριλογία του Μαουτχάουζεν», που ο Θεοδωράκης δημιούργησε το 1965 μελοποιώντας τα αυτοβιογραφικά ποιήματα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ακούστηκε ζωντανά τον Μάιο του 1995 μέσα στο ίδιο το διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αυστρίας κατά την επίσημη εκδήλωση για τα 50χρονα από την απελευθέρωσή του από τους Ναζί, με τον ίδιο τον Μίκη στο πόντιουμ και την Μαρία Φαραντούρη στην ερμηνεία.
Συγχρόνως, συνθέσεις του με αγγλικό στίχο έχουν τραγουδηθεί από την Σέρλι Μπάσεϊ και την Εντίθ Πιάφ, έως την Τζόαν Μπαέζ και τους Beatles. Χώρια τα μέγιστα τραγούδια του που είναι, λίγο-πολύ, τραγούδια του καθενός μας. Για να μείνουμε στα πιο λαοπρόβλητα και διαχρονικά, «Ένα το χελιδόνι», «Το τρένο φεύγει στις οκτώ», «Στρώσε το στρώμα σου για δυό», «Βράχο-βράχο τον καημό μου», «Άρνηση».
Ο Θεοδωράκης ήταν ο πρώτος που μελοποίησε ποιητές. Ξεκινώντας με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου το 1958-’59 –λέγεται, μάλιστα, πως τις πρώτες νότες για αυτά τα εξαιρετικά τραγούδια-ποιήματα τις έγραψε πρόχειρα μέσα στο αυτοκίνητο περιμένοντας την σύζυγό του, Μυρτώ, να ψωνίσει–, για να προχωρήσει με μελοποιήσεις Σεφέρη («Επιφάνια»), Αναγνωστάκη («Μπαλάντες»), Ελύτη («Μικρές Κυκλάδες», «Άξιον εστί»), Σικελιανού («Πνευματικό εμβατήριο»), Λόρκα, Νερούδα.
Εκκολαπτόμενος συνθέτης –και μαρξιστής
Πριν, όμως, κάνει αυτήν την στροφή προς το λαϊκό τραγούδι (ένα λαϊκό τραγούδι ενισχυμένο με συμφωνικές δυναμικές, όμως), πριν γίνει ο βάρδος του 1-1-4 και της αντιδικτατορικής αντίστασης, ο Μίκης ήταν για μια πενταετία (1954-1959) ένας εντυπωσιακά ανερχόμενος νεαρός συνθέτης συμφωνικής μουσικής, με στιβαρές σπουδές μουσικής θεωρίας στα ωδεία Αθηνών και Παρισιού και λαμπρές ευρωπαϊκές προοπτικές. Στις 19 Οκτωβρίου 1959, ας πούμε, το μπαλέτο «Αντιγόνη» του 34χρονου Μίκη Θεοδωράκη ανέβηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου με πρωτοχορευτές την Μαργκότ Φοντέιν και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ!
Ακόμη νωρίτερα, όμως, είχε έρθει η χρονιά που καθόρισε την ζωή του, τις επιλογές του, την κοσμοθεωρία του. Ήταν το 1942. Η οικογένεια Θεοδωράκη ζει στην Τρίπολη, σε μια από τις πολλές μεταθέσεις του πατέρα, που ήταν ανώτατος δημόσιος υπάλληλος. Ο 17χρονος Μίκης Θεοδωράκης ακούει για πρώτη φορά συμφωνική μουσική. Σε ένα σινεμά όπου προβάλλεται μια γερμανική ταινία ακούει την χορωδιακή «Ωδή στην χαρά» από την «9η » του Μπετόβεν. Ενθουσιάστηκε τόσο που σήκωσε πυρετό. Και είπε στον πατέρα του πως αυτό θέλει να κάνει, να συνθέτει μουσική σαν τον Μπετόβεν. Και ξεκίνησε ωδείο στην Αθήνα.
Τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς, ο Μίκης παίρνει μέρος σε διαδήλωση του Ε.Α.Μ. στην Τρίπολη. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, βασανίζεται ανάλγητα –δεν δίνει ούτε μισό όνομα. Κι εκεί, στο κρατητήριο με άλλους συναγωνιστές, ο πάντα ανήσυχος σπουδαστής μουσικής θεωρίας έρχεται σε επαφή με τον Μαρξισμό. Και τους κομμουνιστές. «Το 1942 υπήρξε για μένα σταθμός,» γράφει ο ίδιος ο Θεοδωράκης σε κείμενό του, τον Σεπτέμβρη του 2018, ενόψει μιας συναυλίας του έργου του «Αποκάλυψη» στο Μέγαρο (ολόκληρο το κείμενο εδώ https://www.mikistheodorakis.gr/el/writings/articles/?nid=5398) «Πρώτον, άκουσα για πρώτη φορά συμφωνική μουσική (την 9η του Μπετόβεν). Δεύτερον, ανέπτυξα την θεωρία μου “Για τη Συμπαντική Αρμονία”, που έμελλε να γίνει ο οδηγός σε όλη μου τη ζωή (Σκέψη και Δράση). Και τρίτον, άρχισα τη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού-συμφωνικού μου έργου με […] τίτλο […] “Αποκάλυψη”.»
Homo politicus
Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με την πολιτική υπήρξε σχέση ζωής. Και παθών. Ως τέτοια, πέρασε από χοντρούς κλυδωνισμούς, αφήνοντας συχνά παλιούς ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του απορημένους ή πικραμένους. Ακροθιγώς σε τούτο δω το κείμενο, ο Μίκης Θεοδωράκης διετέλεσε πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη (1963-1967), βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (1964-1967), συνιδρυτής του Πανελλήνιου Αντιδικτατορικού Μετώπου (1967), στέλεχος του ΚΚΕ Εσωτερικού (1970-1972), υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων (1978). και βουλευτής του ΚΚΕ (1981-1986). Σε μια από τις πολλές αμφιλεγόμενες ενέργειές του, ο Θεοδωράκης ολοκλήρωσε την κομματική καριέρα του ως βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και υπουργός Επικρατείας άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993).
Συγχρόνως, ο Mikis Theodorakis έχει αναδειχθεί σε προσωπικότητα με εκτόπισμα στην διεθνή διαπραγματευτική σκακιέρα. Πρωτοστατεί, ας πούμε, στην προσέγγιση της ισραηλινής κυβέρνησης με τον Γιασέρ Αραφάτ το 1972 (παρεμπιπτόντως, η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Αραφάτ και Σιμόν Πέρες το 1994 στο Όσλο έγινε υπό την ζωντανή εκτέλεση του «Μαουτχάουζεν»). Ή συνεισφέρει ενεργά στην ελληνοτουρκική πολιτιστική γέφυρα φιλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Δίνει διεθνώς συναυλίες κατά της ατομικής ενέργειας, υπέρ της Διεθνούς Αμνηστίας, κατά του πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Συγχρόνως, συνθέτει πάντα – το 2002 παρουσιάζει την πασιφιστική όπερά του «Λυσιστράτη», λόγου χάρη.
Από τον κοινοβουλευτικό στίβο μπορεί να αποχώρησε, αλλά ο Μίκης ποτέ δεν έπαψε να παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα. Η σκληρή πολιτική, η ιδεολογική πολιτική, κοινωνικά ζητήματα, εθνικά ζητήματα, αθλητικά ζητήματα, ζητήματα «μικρά» πάντα ερέθιζαν την σκέψη του· κι ακολουθούσε ο εξπρεσιονιστικός λόγος του. Καμιά φορά, είχες την εντύπωση ότι πρώτα έτρεχε ο λόγος κι ακολουθούσε η σκέψη του. Όπως τότε, το 1999, στην διαβόητη on air υπενθύμιση του Μίκη προς τους συντρόφους του Οτζαλάν πως είναι «φιλοξενούμενοι» στην χώρα μας.
Προσωπικότητα που συνόψιζε ιδανικά την αγγλότροπη φράση «μεγαλύτερος από την ζωή» (larger than life), ο Μίκης κατάφερνε τακτικά να μπερδέψει ή να θυμώσει το κοινό του, αλλά και τον κόσμο όλο, με δηλώσεις ή πράξεις του. Κάποιοι, φερ’ ειπείν, διαφώνησαν έντονα όταν το 2015 ο Μίκης δεν… διαφώνησε με την επιλογή του Σάκη Ρουβά ως κεντρικού ερμηνευτή του «Άξιον εστί» σε τιμητική συναυλία του Δήμου Νέας Σμύρνης. Βγήκε ο ίδιος ο συνθέτης και τους απάντησε καταλλήλως. Πιο πρόσφατο, ίσως, παράδειγμα τέτοιας αμφιλεγόμενης φάσης ήταν η ολοκληρωτική μεταστροφή του σχετικά με το ζήτημα του ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας (τότε ΠΓΔΜ). Από την δήλωσή του «το θέμα της ονομασίας θα ξεπεραστεί, όταν οι σχέσεις των δυο λαών φθάσουν σε τέτοιο σημείο, που το όνομα δεν θα έχει καμιά σημασία» την άνοιξη του 1997, ο Μίκης έφτασε να είναι ο κεντρικός ομιλητής στο Παμμακεδονικό Συλλαλητήριο της Αθήνας (κατά της χρήσης του ονόματος «Μακεδονία») στις 4 Φεβρουαρίου του 2018.
Αντί επιλόγου
Δεν είναι, όμως, ώρα για τέτοια. Θα ακολουθήσουν, άλλωστε, διάφορες αναλύσεις, ανασκοπήσεις, αναδρομές στα πεπραγμένα του Θεοδωράκη. Όμως όποιον κι αν θύμωσε ή ξάφνιασε με τις κατά καιρούς τοποθετήσεις του, ο Μίκης τον έχει ήδη «ξεπληρώσει» προ πολλού με την τέχνη του. Έτσι είναι… Είναι, περιέργως πως, ταμάμ όπως το λέει η δήλωση που αποδίδεται στην υπεύθυνη Τύπου του συλλαλητηρίου, δικηγόρο Γεωργία Μπιτάκου: ο Μίκης είναι «προσωπικότητα που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με κόμματα, που είναι εθνικό κεφάλαιο για τη χώρα, και την αγαπάνε και υποκλίνονται όλοι σύσσωμοι οι Έλληνες». Κάπως έτσι, δηλαδή…
Υπήρξε όντως μέγιστο εθνικό κεφάλαιο ο Μίκης για την χώρα. Θα λείψει. Το γέλιο του, η βαθιά φωνή του, οι απίθανες χειρονομίες του πάνω και κάτω από το πόντιουμ. Ο λόγος του, η σπίθα στο βλέμμα σαν 10χρονου αγοριού, οι καλές προθέσεις του, ο ουμανισμός που ανιχνευόταν ακόμη και στις πιο παρεξηγήσιμες δηλώσεις του. Θα λείψει. Θα μείνει η μουσική του. Τα γραπτά του.
Ας κλείσουμε με ένα από αυτά. Πιθανότατα ένα από τα τελευταία του –άρθρο γνώμης που αναρτήθηκε στο in.gr στις 11 Ιανουαρίου 2021. Το κείμενο του Θεοδωράκη πραγματεύεται την πορεία της πολιτιστικής ζωής της χώρας, ξεκινώντας από τον Περικλή και καταλήγοντας στο δυσοίωνο κορονο-σήμερα της καλλιτεχνικής απραξίας, της ανεργίας, και των ευθυνών της πολιτείας. Στην κατακλείδα του, το άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη αναφέρει ξεκάθαρα τι θεωρούσε ο ίδιος εθνικό κεφάλαιο για την χώρα. Κι αυτό που θεωρούσε προσπάθησε ακούραστα να το κάμει πράξη με την ζωή του.
«Σήμερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το πλοίο ΕΛΛΑΣ έχουν να κάνουν με το Μηχανοστάσιο και με τον τυφώνα Τουρκία. Το λιμάνι, όμως, στο οποίο θα πρέπει να κατευθύνεται είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός. Και ποιος φροντίζει γι’ αυτή την πορεία, αφού κυβέρνηση και αντιπολίτευση απασχολούνται μονάχα με το Μηχανοστάσιο και τον θυελλώδη καιρό που μας θαλασσοδέρνει χωρίς να υπάρχει πολιτιστικό όραμα;
Κάποτε το Μηχανοστάσιο θα διορθωθεί και θα έρθει μπουνάτσα.
Τότε και μόνο τότε, η πολιτική ηγεσία θα ανακαλύψει ότι το λιμάνι στο οποίο θα έχουμε φτάσει, θα είναι μια αδιέξοδη λιμνοθάλασσα με μοναδικό πολιτιστικό ήχο τον κοασμό των βατράχων…»