Πάμε σαν άλλοτε…: Μια βόλτα από το παρόν στο παρελθόν
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”14325″ img_size=”full”][vc_column_text]«Ζούμε τη χειρότερη εποχή» αποφαινόταν σε ομήγυρη νέος, σχετικά, συνομιλητής, προκαλώντας τη σύμφωνη ή διαφορετική γνώμη των υπολοίπων: «Σωστά τα λες…», ο ένας. «Είσαι νέος και δεν ξέρεις. Κρίνεις από τα τελευταία χρόνια της πλαστής ευημερίας, ενώ σου διαφεύγει τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο», ο άλλος.
Κι άρχισε ν’ αραδιάζει σειρά από συμβάντα των τελευταίων μόλις 50-60 ετών, «γιατί τα πιο πίσω ήταν ακόμη χειρότερα», με τα οποία εν πολλοίς συμφωνεί και ο συντάκτης του παρόντος, με την πιθανότητα ν’ ακούσω τακτικό αναγνώστη να παρατηρεί: «Πάλι στα παλιά στάθηκες…» Μα τα παρόντα καλύπτονται αρκούντως από άξιους νεότερους συνάδελφους, ακριβέ μου αναγνώστη. Οπότε πάμε:
1. Ο Εμφύλιος έληξε το 1949, με τη νικήτρια παράταξη να τον κρατάει επί τριάντα και πλέον χρόνια, καθώς βόλευε την κυριαρχία της. Με το κυνήγι των «αντιφρονούντων» (εξορίες, καταδίκες -ακόμα και θανατικές- πιστοποιητικά «κοινωνικών φρονημάτων» για οτιδήποτε), πάντα με το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου. Εκεί άλλωστε εξαντλούσαν τη δραστηριότητά τους και τα Σώματα Ασφαλείας, καθώς δεν είχαν ακόμη προκύψει ληστείες ντάλα μεσημέρι.
2. Η Ελλάδα -κυρίως η επαρχιακή- απορφανιζόταν από το πλέον εύρωστο εργατικό δυναμικό της, που κατέφευγε για επιβίωση στα αγύριστα ξένα (κάτι που πληρώνουμε στις μέρες μας).
3. Τα δικαστήρια είχαν να κάνουν κυρίως με εγκλήματα για «λόγους τιμής». Διέφθειρε κάποιος μια κοπέλα (έκανε δηλαδή έρωτα) κι αν δεν δεχόταν να την «αποκαταστήσει» (δηλαδή να τη στεφανωθεί) πάραυτα, είχε να κάνει με το μαχαίρι ή το κουμπούρι του πατέρα ή του αδελφού. Και υπήρχε περίπτωση το δικαστήριο -κυρίως ενόρκων- να αθωώσει τον φονιά: «Τι να κάνει ο άνθρωπος, δεν είχε μούτρα να βγει στην κοινωνία…»
4. Η ενημέρωση γινόταν από τις εφημερίδες (λίγες τότε που ο κόσμος διάβαζε, πλήθος τώρα που δεν) και το κρατικό ραδιόφωνο, με τοπικά κυρίως νέα. Τι γινόταν στα ξένα μαθεύονταν -και αν- αργότερα. Ο,τι δε ντόπιο το κάλυπταν τα απογευματινά ή βραδινά «έκτακτα παραρτήματα» των εφημερίδων.
5. Απαγορευμένα τα «επιλήψιμα» βιβλία και διωκόμενοι οι συγγραφείς τους (που πάντως για μια μερίδα νέων αποτελούσαν τον «μπούσουλα» για τις επιλογές της), ενώ η κυκλοφορία δίσκου με τραγούδια και ή παραγωγή κινηματογραφικής ταινίας απαιτούσε την άδεια της «Επιτροπής Ελέγχου», που ελλόχευε στο υπουργείο Προεδρίας, με τη θεματογραφία τους να ρίχνει όλα τα δεινά στην παλιοκοινωνία και τη μοίρα –όχι στην εξουσία…
6. Παρά την ένδεια ωστόσο, υπήρχε και η μόδα, που ήθελε καλοντυμένους -ιδιαίτερα Κυριακές και γιορτές- γυναίκες και άντρες. Για τον πολύ κόσμο ωστόσο το καινούργιο ήταν απλησίαστο, οπότε βολεύονταν με τ’ απομεινάρια των μεγαλύτερων αδελφών ή τα παλιατζίδικα. Πού να φαντάζονταν πως θα ’ρχόταν μέρα όπου ό,τι τότε δήλωνε ένδεια ή τιμωρία θα γινόταν μόδα…
Παρ’ όλα αυτά…
1. Γενικώς υπήρχε μια σχετική ανεμελιά, με τον κόσμο να βολεύεται με τα λίγα, να μην κλειδαμπαρώνεται και να κοιμάται τα καλοκαίρια στο μπαλκόνι μ’ ανοιχτά παράθυρα, χωρίς τον φόβο να ορμήσει κάποιος διαρρήκτης –τι να πάρει άλλωστε;
2. Οι γιορταστικές μέρες που διανύουμε δεν παύουν ωστόσο να είναι μέρες χαράς και προσδοκιών. Με τα παιδιά (όλο και λιγότερα, καθώς φυραίνουμε και ως παιδότοπος) να λένε τα κάλαντα συνοδευόμενα από κάποιον μεγάλο, από τον φόβο μήπως ορμήσει κάποιος αχρείος και τους αρπάξει την είσπραξη.
Αντε, και του χρόνου, που λέμε…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]