Όνομα και επώνυμο στο ελληνικό ελαιόλαδο για να κερδηθεί το στοίχημα των εξαγωγών
Γιώργος Οικονόμου εκτελεστικός διευθυντής και μέλος του ΔΣ της Λέσχης Φίλων Ελαιόλαδου & Ελιάς «ΦΙΛΑΙΟΣ:
-Ήχησε το καμπανάκι στην στο πλαίσιο ημερίδας για το ελαιόλαδο, που διοργάνωσε η «ΦΙΛΑΙΟΣ» στη φετινή διεθνή έκθεση τροφίμων και ποτών «Detrop & Oenos»
Το ελληνικό ελαιόλαδο για να μη χάσει το τρένο της παγκόσμιας αγοράς του κλάδου, που πλέον έχει ωριμάσει, είναι πολύ ανταγωνιστική κι έχει τα φόντα να αναπτυχθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα, εκτός από ποιότητα χρειάζεται να έχει και ονοματεπώνυμο.
Την άποψη αυτή εξέφρασε ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλος του ΔΣ της Λέσχης Φίλων Ελαιόλαδου & Ελιάς «ΦΙΛΑΙΟΣ», Γιώργος Οικονόμου, σημειώνοντας πως ίσως ο μεγαλύτερος αντίπαλος που έχει να παλέψει στις διεθνείς αγορές το ελληνικό ελαιόλαδο, είναι η φήμη που έχουν τα ελληνικά προϊόντα εν γένει στο εξωτερικό.
«Το πρώτο εμπόδιο που πρέπει να υπερκεράσει ένα ποιοτικό ελληνικό προϊόν για να μπορέσει να καθιερωθεί και κατ’ επέκταση να κατακτήσει την υπεραξία που συνεπάγεται ένα επώνυμο προϊόν, ένα brand, είναι η μέτρια έως κακή εικόνα, και συχνά και ποιότητα, που προσδίδει ο ξένος καταναλωτής στη συνολική εικόνα των ελληνικών προϊόντων, γεγονός που έχει ως επακόλουθο και τη χαμηλή αξία του», είπε ο κ. Οικονόμου, ο οποίος φέρει και το «καπέλο» του γενικού διευθυντή του ΣΕΒΙΤΕΛ.
Για να τεκμηριώσει, μάλιστα, τη θέση του, έφερε ένα παράδειγμα που πονάει μεν, αλλά είναι μια πικρή αλήθεια. «Αν έχουμε δύο εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα ίδιας ποιότητας, με ελκυστική συσκευασίας και καλά σχεδιασμένο brand name, το ένα ιταλικό και το άλλο ελληνικό, το πρώτο το σπρώχνει η αύρα της ποιότητας, της μόδας και το lifestyle, τα οποία έχει συνδέσει ο ξένος καταναλωτής με το made in Italy, ενώ το άλλο, το ελληνικό, πρέπει, δυστυχώς, να ξεπεράσει τον εαυτό του και να παλέψει με δεκάδες εμπόδια», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σε μια ομιλία, που ήχησε και σαν «ξυπνητήρι» για τους εμπλεκόμενους με την παραγωγή, τυποποίηση και εμπορία του «πράσινου χρυσού» της ελληνικής γης, στο πλαίσιο ημερίδας για το ελαιόλαδο, που διοργάνωσε η «ΦΙΛΑΙΟΣ» στη φετινή διεθνή έκθεση τροφίμων και ποτών «Detrop & Oenos», ο κ. Οοικονόμου ζήτησε να υπάρξει άμεσα η χάραξη εθνικής στρατηγικής με συγκεκριμένο περιεχόμενο για το ελληνικό ελαιόλαδο.
Όπως εξήγησε, το μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ελληνικού ελαιόλαδου είναι η ποιότητά του, ενώ αντίθετα η συνεχής συμπίεση των τιμών κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εικόνα του προϊόντος και στη μελλοντική του πορεία στις διεθνείς αγορές.
Μοναδικότητα, αυθεντικότητα, μύθος και ποιότητα τα βασικά όπλα
Τα υλικά που θα χρειαστούν για να «χτιστεί» ένα προϊόν με brand name και υψηλή προστιθέμενη αξία, που θα το επιλέγει ο καταναλωτής, κατά τον ομιλητή, υπάρχουν και περιμένουν να τα αξιοποιήσουμε. Αυτά είναι η μοναδικότητα του προϊόντος, η αυθεντικότητα και ο «μύθος» που το συνοδεύει, σε συνδυασμό με την ποιότητα, το άρωμα και τη γεύση του εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου.
«Πόσα προϊόντα διεθνώς έχουν άραγε τόση ιστορία και τόσα πράγματα να πουν; Με 4.000 χρόνια ιστορίας στην αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα με συμβολισμό και αναφορές στη διατροφή, τον αθλητισμό, την ιατρική και την κοσμετολογία, με αυθεντικότητα και αυτόχθονες ποικιλίες, αλλά και καινοτομία, η οποία παρακολουθεί τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις με σεβασμό όμως και στην παράδοση;», διερωτήθηκε ο κ. Οικονόμου.
Με δεδομένο το διεθνές περιβάλλον, τις ενέργειες και τη στρατηγική των βασικών ανταγωνιστών ο ομιλητής έκανε ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των πιστοποιημένων προϊόντων ποιότητας, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι «ο θεσμός των ΠΟΠ προϊόντων αποτελεί για το ελληνικό ελαιόλαδο την τελευταία μεγάλη ευκαιρία», ενώ εστίασε επίσης και στα βιολογικά προϊόντα. Υποστήριξε, ακόμη, πως η εθνική στρατηγική θα πρέπει να προβλέπει τον καθορισμό αγορών στόχων προτεραιότητας, συνέργειες και πόρους από όλους τους φορείς και συλλογική απόφαση ως προς τη διάθεσή τους με στόχο την αποτελεσματικότερη επίτευξη των εθνικών στόχων, καθώς και διατύπωση ποσοτικά μετρήσιμων στόχων, καθώς και χρονοδιαγραμμάτων επίτευξής τους, με ταυτόχρονη μέτρηση και των αποτελεσμάτων των δράσεων.
Κατά τον ομιλητή απαιτείται, ακόμη, να υπάρξει προσανατολισμός της όποιας στρατηγικής στον καταναλωτή, με χαρτογράφηση της αγοράς (σ. σ. βασικοί πελάτες, ανταγωνισμός, κανάλια διάθεσης), κατανόηση των επιμέρους τμημάτων των καταναλωτών (σ. σ. διαφορές τους πως προς τη γνώση τους για το προϊόν, τα αγοραστικά τους κίνητρα, τις επιθυμίες τους για συγκεκριμένα προϊοντικά χαρακτηριστικά κλπ), σύνδεση των καταναλωτικών επιθυμιών και αγοραστικών κινήτρων με προϊοντικά χαρακτηριστικά, τοποθέτηση των brands ως βάση διαφοροποίησης και ανάπτυξη δράσεων επικοινωνίας και προβολής της τοποθέτησης.
Μέγεθος, δομή και βασική παίκτες της παγκόσμιας αγοράς
Ως προς το μέγεθος, τη δομή και τη δυναμική του κλάδου διεθνώς, ο κ. Οικονόμου ανέφερε πως η Ελλάδα είναι η 3η σημαντικότερη χώρα στην παραγωγή ελαιόλαδου, με μέσο όρο 320.000 τόνους ετησίως, με πρώτη την Ισπανία με 1,5 εκατ. τόνους, 3η την Ιταλία με 350.000 τόνους και την πρώτη πεντάδα κλείνουν η Τυνησία με 251.000 τόνους και η Τουρκία με 216.000 τόνους. Σε ό,τι αφορά στη ζήτηση, στις μη παραγωγούς χώρες της Ε.Ε., υψηλή καταγράφεται στη Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Μεγάλη Βρετανία και την υπόλοιπη Βόρεια Ευρώπη, ενώ εκτός της Ε.Ε., ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ, Αυστραλία, Ιαπωνία, Κίνα, Καναδάς, Βραζιλία, Ρωσία, Πολωνία, Ινδία, Ταϊλάνδη και Ταϊβάν.
Για τη σημερινή εικόνα της αγοράς του ελαιόλαδου, ο κ. Οικονόμου είπε πως διαπνέεται από υψηλό ανταγωνισμό για να διατηρηθούν ή και να κατακτηθούν και νέα μερίδια, σε μια αγορά που πρόκειται να αναπτυχθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα.
Πηγή elaiaskarpos.gr