Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη
Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ
Θόλωνε το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
στον ερημικό σταθμό βαρύ κι ατόφιο
λες τό’ χε τυλίξει σ’ αχνά πέπλα η ρέμβη
έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.
Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
ούρλιαξε ’να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
που κώπηλατούσαν –λές στητές– στη λήθη.
Λίγο ακόμα κι όργιο –αρθρωτή γουστέρα–
θάφευγε ως είχ’ έρθει μες σ’ ατμών τολύπη
κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα,
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παρεθύρι
ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει,
μια σειρά άσπρα δόντια, δυό μάτια σαπφείροι
μούστειλαν –και φύγαν– φίλημα στα χάη!
Έμεινα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα·
κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι-ωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια, μάτι
όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
έδωσα σινιάλο –το κ α θ ή κ ο ν– για τη
διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ