Επιστολή Ομοσπονδίας Γιατρών στο Μητσοτάκη
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”21095″ img_size=”full”][vc_column_text]«Μπορεί να κερδήθηκε χρόνος, αλλά δεν έχετε αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες και τα μέσα για να αντιμετωπιστεί η πανδημία και οι επιπτώσεις της» τονίζουν οι νοσοκομειακοί γιατροί απευθυνόμενοι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε επιστολή τους με την οποία επίσης αιτούνται συνάντηση μαζί του. «Το ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος το ερχόμενο Φθινόπωρο ή και νωρίτερα είναι πιθανό, και δεν έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση του», τονίζουν.
«Η εκδήλωση της πανδημίας βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας ανοχύρωτο, με τραγικές ελλείψεις σε έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή, συνέπεια της κρατικής υποχρηματοδότησης, της διαχρονικής πολιτικής της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης της υγείας» σημειώνουν χαρακτηριστικά οι νοσοκομειακοί γιατροί ενώ παράλληλα επισημαίνουν: «Με αφορμή την επιδημία έρχεται στην επιφάνεια, το αδιέξοδο της κάλυψης των κενών με συμβασιούχους αντί για μόνιμο προσωπικό. Η στελέχωση των ΜΕΘ απαιτεί προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και αυξημένης εμπειρίας, η οποία μέχρις ότου αποκτηθεί, η επιδημία θα έχει περάσει. Για αυτό τα κενά του δημόσιου συστήματος υγείας δεν μπορούν να καλύπτονται με προσλήψεις συμβασιούχων οι οποίοι απολύονται μετά από ένα χρονικό διάστημα. Στερείται έτσι το δημόσιο σύστημα υγείας, έμπειρο, πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό».
Ταυτόχρονα υπογραμμίζουν: «Μας φαίνεται αδιανόητο τον 21ο αιώνα, με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης, το δημόσιο σύστημα υγείας να μη μπορεί να συνδυάσει τον έλεγχο και τη νοσηλεία των ασθενών από τον κορονοϊό με την περίθαλψη ασθενών με άλλες παθήσεις. Εκτός των ΤΕΠ, των ΜΕΘ και των κλινικών που νοσηλεύουν ασθενείς με COVID-19, τμήματα που δεν σχετίζονται με την επιδημία υπολειτουργούν. Μια σειρά από άλλες ειδικότητες πρακτικά είναι παροπλισμένες. Προγραμματισμένα χειρουργεία αναβλήθηκαν. Μπήκε φρένο στη διάγνωση, παρακολούθηση και θεραπεία ασθενών με άλλα νοσήματα. Χαρακτηριστικά, τα ραντεβού για ακτινοθεραπεία ογκολογικών ασθενών έχουν μειωθεί κατά 1/3 και η αναμονή έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 4 μήνες».
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]