Οι πυρκαγιές και το νερό… νεράκι!
-Οι επιπτώσεις της Κλιματικής Κρίσης απειλούν τη βιωσιμότητα της Ηλείας
-Ο Ηλείος πανεπιστημιακός Διονύσης Παναγιωτάρας και ο δασάρχης Πύργου, Δρ Παν. Λάττας εξηγούν στην «Πρωινή» τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το φυσικό περιβάλλον στον νομό μας
-Η Ηλεία πρέπει να μετατραπεί σε περιοχή-πρότυπο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, τόνισε ο αντιπεριφερειάρχης Ηλείας, Β. Γιαννόπουλος
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Η αύξηση των δασικών πυρκαγιών και η μείωση των διαθέσιμων αποθεμάτων νερού είναι δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η Ηλεία και η Δυτική Ελλάδα, καθώς η ζώνη της Μεσογείου είναι η πλέον εύθραυστη απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Όπως εξηγεί στην «Πρωινή» ο δασάρχης Πύργου, Δρ Παναγιώτης Λάττας, η κλιματική αλλαγή παραμένει η σημαντικότερη απειλή για όλα τα δάση της Μεσογείου.
«Η αύξηση της θερμοκρασίας, οι ασταθείς βροχοπτώσεις και οι ξηρασίες μεγάλης διάρκειας θα αλλάξουν σημαντικά την κάλυψη και την κατανομή των δασών τα επόμενα χρόνια στις χώρες της Μεσογείου. Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν σήμερα το πιο γνωστό και κοινό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα δασικά φυσικά οικοσυστήματα και το φυσικό περιβάλλον», τονίζοντας ότι η Ηλεία έχει πληρώσει βαρύ τίμημα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια από τις φωτιές.
Όπως φαίνεται από το σχετικό διάγραμμα των χρήσεων γης στην Ηλεία, έχει καεί το 56% των δασικών εκτάσεων, το 21% των δασών και το 22% των γεωργικών εκτάσεων.
«Το μεγάλο πρόβλημα έπειτα από μία δασική πυρκαγιά και που χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση είναι ο κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών, τα οποία έχουν χάσει το προστατευτικό τους κάλυμμα και οι πλημμύρες που ακολουθούν. Έτσι μετά την πυρκαγιά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται, το έδαφος δημιουργεί ένα επιφανειακό υδρόφοβο στρώμα, μια κρούστα, πάχους 5-6mm, το οποίο εμποδίζει το νερό να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και το αναγκάζει να ρέει επιφανειακά και να αποκτά μεγάλη ταχύτητα και συνεπώς παρασυρτική δύναμη, με αποτέλεσμα να αποσπάται το έδαφος και να προκαλείται διάβρωση και ξέπλυμα του εδάφους», επισημαίνει στην «Πρωινή» ο κ. Λάττας.
Αναγκαίες οι άμεσες παρεμβάσεις μετά την πυρκαγιά
Παράλληλα, πρόσθεσε ότι οι άμεσες δράσεις αποκατάστασης είναι η κήρυξη των καμένων εκτάσεων ως αναδασωτέων, η απαγόρευση της βοσκής από τα γίδια και τα πρόβατα, η απαγόρευση του κυνηγιού και η κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων.
«Στόχος της κατασκευής αντιπλημμυρικών και αντιδιαβρωτικών έργων είναι να υπάρξει προστασία του καμένου εδάφους από τη διάβρωση, αποτροπή ή εξομάλυνση πλημμυρικών χειμαρρικών φαινομένων και η δημιουργία κατάλληλων εδαφικών συνθηκών για τη ανάπτυξη της φυσικής αναγέννησης. Τα έργα αυτά κατασκευάζονται από φυσικά υλικά κυρίως ξύλο, χαρακτηρίζονται προσωρινά και η διάρκεια ζωής του εκτιμάται στα 5-8 χρόνια. Μετά αποσυντίθενται και την προστασία του εδάφους από τη διάβρωση καθώς και την εξομάλυνση των πλημμυρικών φαινομένων αναλαμβάνει η βλάστηση, η οποία έχει εγκατασταθεί σε ικανοποιητικό βαθμό», εξήγησε. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη υλοποίησης και προληπτικών δράσεων όπως η βελτίωση αντιπυρικών λωρίδων – δρόμων ώστε να είναι προσπελάσιμοι ολόκληρο το έτος με ασφάλεια, οι καθαρισμοί δασών για απομάκρυνση της υπόροφης βλάστησης, η κατασκευή και τοποθέτηση υδατοδεξαμενών και σημείων υδροληψίας και η ενθάρρυνση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για σύναψη Προγραμματικών Συμβάσεων για κατασκευή δασοτεχνικών έργων εντός των δασικών οικοσυστημάτων.
Δ.Παναγιωτάρας: «Αυξάνεται συνεχώς η λειψυδρία στη Μεσόγειο»
Ο Ηλείος καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Περιβάλλοντος του Ιονίου Πανεπιστημίου, Διονύσης Παναγιωτάρας τόνισε πως η κλιματική αλλαγή δεν είναι απλώς μια απειλή του μέλλοντος, αλλά κάτι που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή.
«Τις δύο τελευταίες δεκαετίες κατεγράφησαν 18 από τα θερμότερα έτη από τότε που τηρούνται αρχεία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι δασικές πυρκαγιές, οι καύσωνες και οι πλημμύρες, γίνονται όλο και συχνότερα τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Οι χώρες της νότιας και κεντρικής Ευρώπης πλήττονται όλο και πιο συχνά από κύματα καύσωνα, δασικές πυρκαγιές και ξηρασίες. Η λειψυδρία στις περιοχές της Μεσογείου αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι κίνδυνοι ξηρασίας και να εμφανίζεται το φαινόμενο των μέγα-πυρκαγιών. Η βόρεια Ευρώπη δέχεται μεγαλύτερες ποσότητες βροχοπτώσεων και οι πλημμύρες θα γίνουν σύνηθες φαινόμενο τον χειμώνα. Οι αστικές περιοχές, όπου ζουν σήμερα 4 στους 5 Ευρωπαίους, εκτίθενται σε καύσωνες, πλημμύρες ή στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας», δήλωσε σημειώνοντας ότι προφανώς η Ελλάδα δεν θα μείνει ανεπηρέαστη.
«Για την Ελλάδα εκτιμάται αύξηση της θερμοκρασίας που μπορεί να φτάσει και τους 2,8 βαθμούς Κελσίου, ενώ θα είναι μεγαλύτερη στη Βόρεια Ελλάδα και μικρότερη στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του νότιου Αιγαίου και την Κρήτη. Οι βροχοπτώσεις εκτιμάται πως θα μειωθούν κατά 20-30% τους θερινούς μήνες, κυρίως στα νότια, και κατά 10% τους χειμερινούς. Το αποτέλεσμα θα είναι η ενίσχυση της τάσης ξηρασίας των εδαφών στο 60% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει πρωτίστως την γεωργία και τον τουρισμό, ενώ αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Το κόστος των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, σε περίπτωση μη προσαρμογής, αναμένεται να φθάσει τα 700 δισεκατομμύρια μέχρι το 2100, ποσό διπλάσιο από το εθνικό μας χρέος με βάση τη σχετική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος», διατυπώνοντας ανησυχητικές προβλέψεις για τη διαχείριση του νερού, δεδομένου ότι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης επιφέρει αλλαγές στις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, μεταβολές στο ρυθμό και στην ένταση των βροχοπτώσεων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, επηρεάζοντας τις καλλιεργητικές περιόδους, την παραγωγή τροφίμων και την υγεία και ευζωία του πληθυσμού.
«Το 2040 θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την έλλειψη νερού»
Ο κ.Παναγιωτάρας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη διαχείριση του νερού, αφού ως το 2040 η κατάσταση θα είναι πολύ πιο δύσκολη στη διαχείριση.
«Στην Ελλάδα, περίπου το 87% της κατανάλωσης νερού προορίζεται για άρδευση. Από αυτή την ποσότητα, ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι και 50% χάνεται λόγω της κακής κατάστασης των αρδευτικών δικτύων ή των ακατάλληλων τεχνικών που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ενώ η ζήτηση νερού άρδευσης θα παρουσιάσει αύξηση μέχρι και 19% έως το 2050. Τα μοντέλα πρόβλεψης μεταβολής του κλίματος για τις χώρες της Μεσογείου δείχνουν πως θα υπάρξει μία μέση αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2065 σε σχέση με το διάστημα 1850-1900. Σύμφωνα με το World Resources Institute, είναι πολύ πιθανό μέχρι το 2040 η χώρα μας να βρεθεί αντιμέτωπη με εντονότατο πρόβλημα έλλειψης νερού, εξαιτίας του συνδυασμού των καιρικών συνθηκών, των αλλαγών στο κλίμα και της κακής διαχείρισης. Σε παγκόσμια κλίμακα, η χρήση νερού έχει αυξηθεί έξι φορές σε σχέση με την χρήση του πριν από 100 χρόνια και συνεχίζει να αυξάνεται με ρυθμό 1% κατ’ έτος. Με αυτούς τους ρυθμούς κατανάλωσης θα παρουσιασθεί έλλειμμα νερού 40% παγκοσμίως μέχρι το 2030», εξήγησε ο κ. Παναγιωτάρας και επισήμανε ότι για όλους αυτούς τους λόγους είναι επιτακτική η ανάγκη να επεξεργαστούμε καινοτόμες τεχνικά προτάσεις για την ορθολογική διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων τόσο σε Εθνικό όσο και σε Περιφερειακό επίπεδο και να εφαρμόσουμε σύγχρονες πολιτικές εξοικονόμησης νερού για υδρευτική και αρδευτική χρήση.
Αναφερόμενος στις πυρκαγιές στην Ηλεία, υπογράμμισε πως η μεγάλη τους ένταση και έκταση θα έχει μεγάλο οικονομικό κόστος και θα οδηγήσει την περιοχή σε αναπτυξιακή οπισθοχώρηση, αφού το τίμημα, ιδίως για την αγροτική οικονομία, θα είναι βαρύ.
Ο αντιπεριφερειάρχης Ηλείας, Βασίλης Γιαννόπουλος, δήλωσε στην «Πρωινή» πως η Ηλεία είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας -ή ακόμα και της Ευρώπης, ως προς την κλιματική αλλαγή.
«Στην Ηλεία ήδη βιώνουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, άρα δεν είναι κάτι που περιμένουμε να έρθει στο μέλλον, αλλά είναι ήδη στην πόρτα μας. Στόχος της σημερινής περιφερειακής αρχής είναι να μετατρέψουμε την Ηλεία σε περιοχή-πρότυπο αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τόσο με άμεσες παρεμβάσεις μετά από κάθε ακραίο καιρικό ή φυσικό φαινόμενο όσο και με δράσεις πρόληψης, που θα θωρακίζουν τον φυσικό, γεωργικό και πολιτιστικό μας πλούτο», δήλωσε.