Ο ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Tου Γιώργου Ευθυμίου, εκπ/κού
Ο αγωνιστής με τα συγκεκριμένα επαναστατικά ποιήματά του «Ο καιόμενος» και ο «Φίλιππος» εκφράζει τη φρίκη και την αγωνία που βίωσε η Ελλάδα κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και την ακόμη χειρότερη κατά τον Εμφύλιο πόλεμο.
Στο προηγούμενο σημείωμά μας, που καταχωρήθηκε στη φιλόξενη εφημερίδα μας, ο μεγάλος λογοτέχνης της ιδιαίτερής πατρίδας (καταγόταν από την Αγουλινίτσα, Επιτάλιο) μας γνώρισε «Τον καιόμενο», το μεγάλο αγωνιστή, που οι άλλοι τον έβλεπαν και τον θαύμαζαν, αλλά δεν ήταν ανόητοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να ριψοκινδυνεύσουν κι εκείνοι, όπως «O καιόμενος», αγωνιζόμενοι εναντίον των εχθρών και κατακτητών της πατρίδας μας.
«Ο Φίλιππος»
Το άλλο ποίημα, «Ο Φίλιππος», το εμπνεύστηκε ο μεγάλος λογοτέχνης της ιδιαίτερής μας πατρίδας παρακινημένος από την ευαισθησία που έζησε λόγω της εικόνας της φρίκης και της αγωνίας, που βίωνε η Ελλάδα την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και την ακόμη χειρότερη του Εμφύλιου πολέμου.
Ιδιαίτερα όμως το ποίημα αυτό το εμπνεύστηκε από το χαμό του φίλου του Φιλίππου (υπαρκτό πρόσωπο), που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944.
Δεν θα τον ξαναδεί το Φίλιππο ποιητής. Ήταν ένας ήρωας, που, αν και είχε μπροστά του τη δυνατότητα για μια ζωή χαρούμενη, όμως δεν την προτίμησε, γιατί ο νους του ήταν στραμμένος σ’ άλλα ανώτερα ιδανικά.
Ονειρευόταν μια ελεύθερη ζωή για όλους και γι’ αυτό έφυγε στα «λαμπερά βουνά». Εκεί όμως τον βρήκε ο κακός χειμώνας, μαύρισε η γη από τους εχθρούς της λευτεριάς και το αίμα των γενναίων κυλούσε σαν κόκκινο ποτάμι.
Και τώρα ο ποιητής μας τον θυμάται και ξεσπά σε θρήνο. Δεν θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Με τη φαντασία του βρίσκεται στη Λάρισα, τη μεγάλη θεσσαλική πόλη. Ακούει από παντού πυροβολισμούς και βλέπει φωτιές, ενώ η ερημιά απλώνεται στην «κούφια» (χωρίς ανθρώπους) θεσσαλική πόλη. Ή στα βουνά βρισκόταν κανείς ή στην πόλη, έβλεπε να χύνεται άφθονο το αίμα.
Και η σκέψη του τότε απλώθηκε ως τη Μακεδονία, σ’ όλη τη Ελλάδα. Παντού φρίκη. Μόνο η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα (φανταστικό πρόσωπο), η γυναίκα του Φιλίππου, ζει αδιάφορη για τη φρίκη που ζουν οι άλλοι, ενώ εκείνη θέλει να μιλάει για το σώμα της, για τη ζωή της, για τις γήινες χαρές της….
Ο ποιητής μας με το ποίημά του αυτό, που έχει ως πηγή έμπνευσής του, όπως προαναφέραμε, τη Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό, βιώνει, από τη μια, τον ηρωισμό και τη δόξα αυτών, που αγωνίζονταν για την Πατρίδα (Καιόμενος, Φίλιππος) και από την άλλη, την αδιαφορία της Πανδώρας, της κάθε Πανδώρας και των ερειπωμένων προσώπων από υψηλά ιδανικά ανδρών…
Η καταξίωση για τον ποιητή μας σημαίνει αγώνα, σημαίνει άρνηση των εφήμερων αγαθών. Σημαίνει υψηλά πράματα: «Μα κείνος ήταν στραμμένος σ’ άλλα οράματα. (Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Που είναι το πρόσωπό σας, το αληθινό σας πρόσωπο; Μου φώναξε. Έφυγε κλαίγοντας, ανέβηκε τα λαμπερά βουνά…» 29 στίχοι).
Στίχοι που αποπνέουν το σεβασμό και θαυμασμό του ποιητή μας για όσους ενέταξαν τον εαυτό τους στην Εθνική Αντίσταση για την υπεράσπιση των υπεραιώνιων αξιών, που κατέστησαν την Ελλάδα δάσκαλο όλης της ανθρωπότητας για το πότε αξίζει η ζωή. Κάθε άλλος Δάσκαλος χωρίς τους ίδιους στόχους και τις ίδιες αρχές και αξίες, δηλ τη Λευτεριά και τη Δημοκρατία, τον Αλληλοσεβασμό και τη Συνεργασία για τα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα…, δεν είναι Δάσκαλος. Είναι δυστυχώς, θα το πούμε, ο νεκροθάφτης τους, που το ΕΥΓΕ το κάνουν ΦΕΥ !.., γιατί όντως είπε και ο Εθνικός μας ποιητής:΄΄Αν μισούνται ανάμεσά τους, δεν τους πρέπει Λευτεριά…΄΄