«Νιώθω ότι αυτά τα δύο χρόνια μεγάλωσα δέκα»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”153562″ img_size=”full” add_caption=”yes”][vc_column_text]Γιάννης Παπαδόπουλος
Μοιάζει με δοκιμασία δίχως τέλος. Τον Μάρτιο του 2020 το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας στο Ρίο υποδέχθηκε τους πρώτους ασθενείς στη χώρα από συρροή κρουσμάτων σε εκδρομείς των Αγίων Τόπων. Η Καρολίνα Ακινόσογλου, παθολόγος – λοιμωξιολόγος και υπεύθυνη κλινικής COVID-19, θυμάται ότι εκείνες οι στιγμές ήταν αμήχανες, ανασφαλείς, έως έναν βαθμό χαώδεις. Επρεπε να οργανωθούν όλα άμεσα από το μηδέν. Δύο χρόνια αργότερα, διανύοντας το τέταρτο κύμα της πανδημίας, με τους νοσηλευόμενους σε απλές κλίνες του νοσοκομείου να προσεγγίζουν στα τέλη Νοεμβρίου τους 100 και άλλους 13 να βρίσκονται στη μονάδα εντατικής θεραπείας, η έμπειρη γιατρός δεν μπορεί να παραβλέψει την κόπωση και την ψυχική φθορά της ίδιας και των συναδέλφων της. «Μερικές φορές νιώθω ότι αυτά τα δύο χρόνια μεγάλωσα δέκα», λέει.
Στην κορύφωση του τρίτου κύματος, στο νοσοκομείο τους είχαν φτάσει να νοσηλεύουν έως και 160 αρρώστους και άλλους 30 σε ΜΕΘ. Μέχρι στιγμής αυτό το κύμα εξελίσσεται με μεγαλύτερη σφοδρότητα από το πρώτο και το δεύτερο και ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει την πορεία του. «Ολοι είναι κουρασμένοι και αυτό είναι αναμενόμενο. Έχει αλλάξει η ζωή μας και δεν ξέρουμε αν θα επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση. Βιώνουμε το στρες του “πότε θα τελειώσει”, αν και αυτό δεν είναι σωστό, γιατί μπορεί να πρέπει να συνηθίσουμε και να προσαρμοστούμε», λέει σε τηλεφωνική της επικοινωνία με την «Κ» η κ. Ακινόσογλου, επίκουρη καθηγήτρια Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
«Γνωρίσαμε ξανά τον κόσμο που δουλεύει πλάι μας, τι αντοχές είχε ο καθένας, από τι ήταν φτιαγμένος. Είδαμε πώς η εσωτερική δύναμη των ανθρώπων τούς ωθεί να πάνε ένα βήμα παρακάτω και να βγάλουν ακόμη μία ημέρα πέραν των μισθολογικών κριτηρίων, πέραν της αναγνώρισης που πολλές φορές υποτιμούνται. Κοιταζόμαστε στα μάτια και συνεχίζουμε», προσθέτει σχετικά με τις αντοχές και την επιμονή του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, παρά το πάγιο ζήτημα της υποστελέχωσης.
Δύο χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων στη χώρα μας, στους θαλάμους νοσηλείας ελάχιστα έχουν αλλάξει. Πέρα από τη σημαντική γνώση και την εμπειρία που έχουν συσσωρευτεί από την αντιμετώπιση των περιστατικών, οι περιορισμοί που επιβάλλει αυτή η νόσος, η αναπόφευκτη αποστασιοποίηση, ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κάθε φορά ο τελευταίος αποχαιρετισμός ασθενών με τους οικείους τους μέσω βιντεοκλήσης έχουν πλέον παγιωθεί. Αυτό που κάποτε ήταν πρωτόγνωρο αποτελεί σήμερα καθημερινή συνθήκη.
Η κ. Ακινόσογλου θυμάται πόσο σοκαριστικοί ήταν εκείνοι οι πρώτοι αποχαιρετισμοί και ότι πλέον οι υγειονομικοί προσπαθούν να γίνουν «αμυντικά κυνικοί» για να αντιμετωπίσουν όλον αυτόν τον φόρτο. «Βάζαμε το τηλέφωνό μας σε μια ζελατίνα και με αυτό αποχαιρετούσαν τους δικούς τους ανθρώπους. Οι συγγενείς τους ήξεραν ότι εκείνη τη στιγμή έλεγαν “αντίο” και ότι δεν θα μπορούσαν να τους δουν ξανά, ούτε στην κηδεία με το καλυμμένο φέρετρο», λέει. «Αποζητάς τους άλλους όταν δεν είσαι καλά και οι ασθενείς μάς ήξεραν μόνο από τα μάτια και τη φωνή μας. Είχαν ανάγκη από ασφάλεια και σιγουριά, από τρυφερότητα. Γυρίζω στο σπίτι μου και έχω την έννοια τους, τι έχουν γίνει. Κάποιους ασθενείς, τους “παντρεύεσαι”. Το αντιστάθμισμα είναι όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να βγαίνει όρθιος, ενώ έχει περάσει τα πάνδεινα σε μια κλινική, σε μια μονάδα εντατικής θεραπείας, έχει διασωληνωθεί, έχει αποσωληνωθεί και κέρδισε τη ζωή του πίσω».
Μετά την αποφοίτησή της από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών και την ολοκλήρωση του διδακτορικού της στο Λονδίνο, η κ. Ακινόσογλου απέκτησε εξειδικευμένη κλινική εμπειρία στα τροπικά νοσήματα στη μονάδα λοιμώξεων και τροπικών νοσημάτων στη Lister Unit του Northwick Park Hospital. Οπως και άλλοι συνάδελφοί της δεν περίμενε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη με αυτή την πανδημία. «Κανένας δεν φαντάζεται το μέλλον. Η πανδημία της COVID-19 ήταν πιο επιθετική, μεταδιδόμενη μέσω σταγονιδίων και μας έπληξε πολύ πιο γρήγορα, πιο μαζικά, αδιακρίτως», λέει.
Η αξία της πρόληψης
Επειτα από δύο χρόνια διαδοχικών κυμάτων, περιόδους εξάρσεων και υφέσεων, γίναμε τελικά σοφότεροι; «Δεν έχουμε τη θεραπεία που θα θέλαμε ακόμα, δεν έχουμε το σύστημα υγείας που θα θέλαμε ακόμα, χάσαμε πολλούς ανθρώπους στην πορεία, εντούτοις είμαστε πιο οργανωμένοι σε σχέση με την αρχή», λέει. «Είναι ειρωνικό, γιατί ως κοινωνία, ως επιστήμη μπορεί να έχουμε εξασφαλίσει τη ρομποτική χειρουργική, αλλά έχουμε αποτύχει στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, στην πρόληψη. Αυτό ουσιαστικά χρειάζεται σε μια πανδημία, να τηρήσεις τα υγειονομικά πρωτόκολλα του πλυσίματος των χεριών, της απόστασης, της μάσκας, οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγεις μια μετάδοση που η αρχή της μπορεί να αναχαιτιστεί. Εχουμε αποτύχει στα πιο απλά. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της δικής μου γενιάς θέσαμε το πόσο σημαντικό είναι η έννοια της πρόληψης στα μεταδοτικά νοσήματα».
Ακόμη και τώρα, δύο χρόνια μετά, οποιαδήποτε πρόβλεψη για την εξέλιξη της πανδημίας και την προοπτική εξόδου μοιάζει πλέον παρακινδυνευμένη. «Μια πανδημία δεν τελειώνει τόσο εύκολα», επισημαίνει η υπεύθυνη κλινικής COVID-19 στο Ρίο, τονίζοντας ότι όσο η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού δεν προχωράει με την ίδια ταχύτητα σε διαφορετικές χώρες, τόσο ο ιός θα βρίσκει γόνιμο έδαφος για να μεταλλάσσεται και να πιέζει, όπως συμβαίνει και τώρα με την παραλλαγή «Ομικρον». Από όλη αυτή την αδιάκοπη αναμέτρηση, όπως λέει, έχει μάθει πλέον να εκτιμά τα αυτονόητα, γιατί η ζωή μπορεί να αλλάξει αναπάντεχα από τη μια μέρα στην άλλη.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_column_text]kathimerini.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]