Μόνη απάντηση η αύξηση του ΑΕΠ της πλήρους απασχόλησης και των μισθών για ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”20543″ img_size=”full”][vc_column_text]Στα 50 δισ. ευρώ εκτιμάται η «βόμβα» της γήρανσης του πληθυσμού για το ασφαλιστικό σύστηµα της Ελλάδας την περίοδο 2017-2065. Η υπέρμετρη αυτή επιβάρυνση στην αναλογιστική υποχρέωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης προκύπτει µόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής την επόμενη 50ετία και µεταφράζεται σε περίπου 1,1 – 1,3 δισ. ευρώ αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών ανά δεκαετία σε σταθερές τιμές.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει πρόσφατη µελέτη του ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ροµπόλη και του υποψήφιου διδάκτορα Βασίλη Μπέτση, η οποία περιλαμβάνεται στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού της Επιστημονικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής.
Η µελέτη, που εξετάζει όλες τις παραμέτρους της δημογραφικής γήρανσης -γεννήσεις και θάνατοι, µμεταναστευτικές ροές, δείκτες γονιμότητας κ.λπ.-, αποδεικνύει πως αυτή η σημαντική πρόκληση δεν αντιμετωπίζεται ούτε µε περικοπές, ούτε µε αλλαγή του µοντέλου από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.
Η µόνη απάντηση, κατά τους µελετητές, είναι η αύξηση του ΑΕΠ και της πλήρους απασχόλησης, όπως επίσης και των µισθών. «Η οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά αποτελεσματική προοπτική του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα βασίζεται στην αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης, στη δημογραφική ανανέωση του πληθυσμού και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας» λένε οι µελετητές.
Στην Ελλάδα, ο πληθυσμός άνω των 65 ετών, σε σχέση µε τον πληθυσμό 15-64 ετών που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας, σχεδόν τριπλασιάστηκε από το 1950 µέχρι το 2010, από 11,1% σε 28,4%. Μέχρι το 2060 εκτιμάται ότι θα έχει διπλασιαστεί (56,7%) σε σχέση µε τη δεκαετία 2010-2020. Το προσδόκιμο ζωής στους άνδρες αυξήθηκε κατά 11 έτη από το 1960 µέχρι το 2010-2015, ενώ στις γυναίκες αυξήθηκε κατά 13 έτη. Τα επόμενα έτη κλιμακώνεται επίσης η αύξηση του προσδόκιμου στην ηλικία των 65 ετών, µε αποτέλεσμα να φτάνει τα 23 έτη την περίοδο 2060-2065 έναντι 17 σήμερα για τους άνδρες και τα 28 έναντι 21 για τις γυναίκες. Χρησιμοποιώντας προσαρμοσμένους πίνακες θνησιμότητας, ώστε να ενσωματώνουν αυτήν την τάση και θεωρώντας όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, κατά την περίοδο 2017-2065, µόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου, κατά 49,4 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες. ∆ηλαδή, η αναλογιστική υποχρέωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα αυξηθεί κατά 49,4 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα µε τις εκτιμήσεις των µελετητών, η κάλυψη της επίδρασης της αύξησης του προσδόκιµου ζωής µε ρυθµό 1 µε 1,5 έτος ανά δεκαετία απαιτεί πρόσθετους πόρους που αντιστοιχούν στο 0,5% του ΑΕΠ, θεωρώντας ότι ο µέσος ετήσιος ρυθμός µεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 1,5% για την περίοδο 2017-2065. Η πρακτική της µεταφοράς τμήματος του «κινδύνου» λόγω της δημογραφικής γήρανσης από το κράτος στους ασφαλισμένους µε την υιοθέτηση κεφαλαιοποιητικών συστημάτων ατομικών λογαριασμών απορρίπτεται από τους µελετητές ως µη αποδοτική. «Η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών επηρεάζονται από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Ειδικότερα, για την Ελλάδα έχει εκτιµηθεί ότι ένας σηµερινός εργαζόµενος ο οποίος θα συνταξιοδοτηθεί έπειτα από 35 έτη εργασίας, θα λάβει κατά 30% µικρότερη σύνταξη σε σχέση µε έναν σημερινό συνταξιούχο. «Εάν όμως ο εργαζόμενος αυτός ήθελε να λάβει το ίδιο επίπεδο συνταξιοδοτικής παροχής µε τον σημερινό συνταξιούχο, τότε θα του ζητηθεί κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου να αποταμιεύσει 35% περισσότερο απ’ ό,τι θα αποταμίευε ένας σημερινός συνταξιούχος και αυτό χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα συστήματα αποταμιευτικών ατομικών λογαριασμών, όπως του κόστους µετάβασης αλλά και των επενδύσεων, των επιτοκίων, του πληθωρισμού, της φερεγγυότητας του εργοδότη, της πολιτικής και της οικονομικής σταθερότητας κ.λπ.
Χωρίς προοπτική
Με άλλα λόγια, κάθε φορά που θα συμβαίνει κάποια χρηματοπιστωτική κρίση όπως αυτή του 2008, θα ζητείται από τον εργαζόμενο που σχεδιάζει τη συνταξιοδότησή του µόνος του (ατομικοί λογαριασμοί) ή να αποδεχθεί ένα χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης κατά τη συνταξιοδότηση από αυτό που αρχικά είχε σχεδιάσει (λόγω των διακυμάνσεων των αγορών) ή να αποταμιεύει όλο και περισσότερο, προκειμένου να επιτύχει το επίπεδο διαβίωσης που είχε σχεδιάσει.
Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο εύκολο θα είναι για έναν µελλοντικό εργαζόμενο να του ζητείται να αυξάνει συνεχώς την αποταμίευσή του σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι ευέλικτες µορφές απασχόλησης και αναμένεται να µειωθούν αρκετές θέσεις εργασίας λόγω της ραγδαίας αύξησης της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της νέας τεχνολογίας;» αναρωτιούνται οι µελετητές.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]