Μικροϊστορίες… της στιγμής: Βύσσινο γλυκό
Γράφει η Αστάθεια
Μέρος Α : Η συλλογή
-Κυριακούλα, τα βύσσινα γίνανε. Να!!! Άρχισαν τα σπουργίτια να τα τρώνε κι αφήνουν μόνο τα κουκούτσια να κρέμονταν πια, σκουλαρίκια αδειανά στα πράσινα κλαριά…
-Και τι να γενεί ωρέ Σταθούλα!!! Θα μαραθούν φέτος, να ταϊστούν και τα πουλιά, δε γίνεται αλλιώς…. Ούτε μήνας δεν πέρασε, που χάσαμε την κυρά- Μαργαρώ-την πεθερά μου… Τσουκάλι για γλυκό δε θα μπει στη μασίνα…
Η κυρά-Μαργαρώ, παιδούλα ήταν όταν είχε φυτέψει τις βυσσινιές Ήταν που εκείνος ο ξάδερφος- ο ταξιδεμένος, που είχε δει πολλά σ’ ένα Θέατρο στην πόλη του Αγίου Πέτρου, είχε παρακολουθήσει μια παράσταση, για έναν «Βυσσινόκηπο»… της το εξήγησε αλλιώς…. η πτώση… η αλλαγή… Όμως της ξέμεινε μόνο το όνομα, δεν την ένοιαζαν τα άλλα – μακριά από τον τόπο της η δράση- θα έκανε όμως τον κήπο της με βυσσινιές….
Και τον έφτιαξε, το καμάρι στη γειτονιά τα βυσσινόδεντρα της Μαργαρώς. Ακόμα και στο μοναδικό παιδί, που βγήκε από τα σπλάχνα της… ανήμερα του Σωτήρα, μετά που προσκύνησε την εικόνα, στην γειτονική παραλία του έβαφε τα ρούχα με χρώμα από τους καρπούς… και του ‘μεινε του παλικαριού-του Σωτήρη- το παρανόμι: του βύσσινου το σουρωτήρι… Αλλά ο Σωτήρης- «του βύσσινου το σουρωτήρι»… άπαξ ετησίως λάμβανε χυμούς… όχι μόνο από την προετοιμασία στην λεκάνη από εμαγιέ αλλά και μυρωδιές από τις κοπελούδες της γειτονιάς, που έβγαζαν τις φουρκέτες από τα ατίθασα μαλλιά τους, εργαλείο ταπεινό, να εκβάλουν τα κουκούτσια από τον καρπό.
-Αμ… Κυριακούλα μου, με σεβασμό στη μνήμη της, να μάσω τα βυσσινάκια… μην πάνε και χαμένα και στην «παρηγοριά» να σου δώσουμε το μερίδιο σου… Να μαζωχτούμε με τις γυναίκες….
-Και να κάνετε το γλυκό;;; Εσείς;;; που την περιγελούσατε;;; Τότε που έλεγε: « Παντρεύω το Σωτήρη μου με όποια δεχτεί να μπει αρχόντισσα στο βυσσινόκηπο μου»… γιατί ποια θα είχε κέρδος από τα βύσσινα της Μαργαρώς;
-Κυριακούλα!!! Εσύ δεν πιάνεσαι!!! Ήρθες πεινασμένη στον τόπο… και εκτίμησες τα βύσσινα σαν τροφή
-Ναι!!!… Έτσι ήταν… ΑΛΛΑ βυσσινιές είχε και ο πατέρας- αφέντης μου στον κάμπο… και ήξερα να τα γευτώ… να τα απολαύσω.
-Και σε έπιασε η Μαργαρώ να τα κλέβεις!!!!
-Της εξήγησα όμως… και ήταν η «αρχόντισσα»… και «ήξερε»… καταλάβαινε!!!… ένιωσε την κατάρα της γέννησης μου …ανάμεσα σε βιασμούς στο υπόγειο με τα μαγειρεία… αυτή που έσωσε τόσες κοπελούδες…
-Κυριακούλα… ανακωχή!!! Τώρα… Αμέσως… Πριν με πάρουν τα ζουμιά…
-Ρε Σταθούλα!!! Μη με δεις να κλαίω… Μόνο στην κηδεία της Μαργαρώς έκλαψα. Στείλε το ταχύτερο την εγγόνα σου…. ΤΩΡΑ!!-Γιατί είναι καλό παιδί! Θα εκτιμήσει τα βύσσινα- όπως εμείς- που της παραδίδουμε τη σκυτάλη…
Η μικρή Σταθούλα… φτάνει πριν τη δύση στον κήπο με τι βυσσινιές…
-Κυρά- Κυριακούλα, με έστειλε η γιαγιά.; Αύριο θα ζυμώσουμε.. και δεν είχε η μαμά να σας στείλει πεσκέσι. Θα μας δώσετε τα βύσσινα; Έχουν αρχίσει και μαζεύονται οι κυράδες, να κάνουμε το γλυκό!!! Έχω να πάω και από .την κυρά- Παναγιώτα, να κόψω και την αρμπαρόριζα…
-Σταθούλα! Να το καλάθι… Έτοιμο το ‘χα… Σε περίμενα… Καλή επιτυχία να έχουν οι κυράδες στο γλυκό… Και σε παρακαλώ! στον τάφο της Μαργαρώς- ξέρεις πουλάκι μου που στέκει… Να της πας, αντί για λάδι, ένα μπουκαλάκι βυσσινάδα….
Η μικρή Σταθούλα στάθηκε με δέος μπροστά στο κοφίνι. Ήταν τεράστιο για τα μικρά της χέρια… Άρχισε να παίζει, στολίστηκε με τα φρούτα, στεφάνωσε και τα μαλλιά της και σκεφτόταν… Από κάπου θα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια… Ας πήγαινε πρώτα στην κυρά- Παναγιώτα, αυτήν που την έλεγε ξωτικό… αλλά να.. αφού είχε εκείνη την εικόνα, σαν τις ζωγραφιές στο βιβλίο με τα παραμύθια της για τα ξωτικά του δάσους… Ξέμπλεκα τα γκρίζα της μαλλιά, αχτένιστες τούφες να στοχεύουν παντού… και μόνο 2 δόντια στο στόμα της… ίσα να αφήνουν το κενό για να στηρίζεται το άφιλτρο σέρτικο καρελάκι της, όταν τα χέρια της ήταν απασχολημένα…
Έφτασε στον αυλόπορτα της τραγουδώντας
-Κυρά- ξωτικό!!! Που είσαι καλέ; Με έστειλε η γιαγιά μου, να μου δώσετε 2 κλαράκια αρμπαρόριζα… θα μαζωχτούν οι γυναίκες να κάνουμε το γλυκό…
-Σταθούλα!!! Αμ!!! θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις. Πέρασε μέσα, να!!! Εδώ ποτίζω τα τσετσέκια και τις τζίνιες.. Ω!!! να σε καμαρώσω καλέ, εσύ στολίστηκες… φουντωτούλα βυσσινιά μασκαρεύτηκες;;; Χα χα χα!!
-Να κυρά… Τα φρούτα είναι στο κοφίνι, έξω από τον κήπο της κυρά- Μαργαρώς … μας τα χάρισε η Κυρά- Κυριακούλα για να συγχωράμε την πεθερά της, που και που.. αλλά είναι μεγάλο και βαρύ… και δεν μπορώ να το κουβαλήσω… Τι να κάνω;;;
-Και σκας μικρή μου;;; Θα φωνάξουμε το Γιωργή- της Μήτσαινας- θα τα κουβαλήσει αυτός. Έλα, πάμε να κόψουμε την αρμπαρόριζα. Γιωργή!!! Γιωργή!!! Που είσαι ωρέ… Τσακίσου γρήγορα που σε θέλω…
Ήρθε και ο Γιωργής.. παλικαράκι στην πρώτη εφηβεία, με το χνούδι πάνω από τα χείλη να σκουραίνει, καταϊδρωμένος από το τόπι, που έπαιζε, πρόθυμος για κάθε θέλημα που του ζητιόταν…
Πήρε από το ένα χέρι τη Σταθούλα, που στο άλλο κράταγε σφιχτά στη χούφτα τα κλαράκια και αυτός μετέφερε το πανέρι με βύσσινα.
Συνεχίζεται….