Μικροϊστορίες… της στιγμής: Το τρένο της μικρής φυγής
Γράφει η Αστάθεια
Όταν ο Ορέστης ανέλαβε τα καθήκοντα του Σταθμάρχη ξεκίνησε τη μελέτη του για την ιστορία του σιδηροδρομικού δικτύου αλλά και των μηχανών και των βαγονιών. Μετά την επίσκεψη του στο σχετικό μουσείο απέκτησε μεγάλο ενδιαφέρον για την εξέλιξη των επιβατικών βαγονιών.
Αναρωτήθηκε που φυλάσσονται τα βαγόνια μετά την απόσυρση τους και πληροφορήθηκε για τα «νεκροταφεία των τρένων», τα οποία άρχισε αναζητά για να εντάξει στη μελέτη του το ιστορικό του σχεδιασμού τους. Πήρε ειδική άδεια από την κεντρική διοίκηση να στήσει ένα εργαστήριο για την αναβίωση κάποιων και να αποδοθούν στην κοινωνία με άλλες χρήσεις. Έτσι φτιάχτηκε το υπόστεγο, που ο σιδηρουργός κύριος Ανδρόνικος- ακολουθώντας τη μελέτη του Ορέστη, κατασκεύασε με περίτεχνα ζευκτά και υποστυλώματα. Ζήτησε δε τη συνεργασία του φίλου του Βασιλούδη- ναυπηγό, γνωστό του από τα φοιτητικά χρόνια του Πολυτεχνείου. Με μελέτες και μεθοδική δουλειά, που συμμετείχαν όλοι οι τεχνίτες τους χωριού, τα σκουριασμένα και σαπισμένα βαγόνια αναβίωναν ως βιβλιοθήκη, αίθουσα κοινοτικών συνεδριάσεων, μικρό θεατράκι, αίθουσα μουσικών συναυλιών και πολλά άλλα, που έκαναν τους κατοίκους περήφανους για το «Υπόστεγο των βαγονιών», που άρχισε να γίνεται γνωστό στην ευρύτερη περιοχή.
Όταν επισκέφτηκε το «Υπόστεγο» μια ομάδα Πανεπιστημιακών ξεκίνησαν γόνιμες συζητήσεις όπου ο Ορέστης ενημερώθηκε για τα «ιδιωτικά» βαγόνια που προσαρμόζονταν στις αμαξοστοιχίες. Ένα πολυτελές τέτοιο είχαν κατασκευάσει οι αδερφοί Μενάνδρου για να μεταφέρει τους επισκέπτες στο ξενοδοχείο τους στο Λιμάνι, τα χρόνια στης σταφιδικής ακμής. Με τα χρόνια το ξενοδοχείο παρήκμασε, οι γραμμές του τρένου κρίθηκαν ασύμφορες και ξηλώθηκαν και ουδείς γνωρίζει την τύχη του βαγονιού. Αποφάσισαν λοιπόν να μεταβούν στο Λιμάνι- να βρουν τους αρμόδιους του ξενοδοχείου και να λάβουν πληροφορίες. Στην διαδρομή του είπαν ότι το οι Μενάνδρου ήθελαν αντίγραφο από αντίστοιχο του μυθικού Όριαν εξπρές- όμως επειδή η περιοχή είχε κατασκευαστεί με το μετρικό σύστημα- θα έπρεπε να μετασκευαστεί σε πιο στενό που όμως στο εσωτερικό του θα διατηρούσε την θρυλική πολυτέλεια. Βρήκαν κάποιο δισέγγονο να διοικεί ένα μικρό τμήμα από ένα μεγάλο ξενοδοχείο, και το υπόλοιπο αφημένο στα «φαντάσματα» ενός λαμπρού παρελθόντος. Μίλησαν για το βαγόνι και τους είπε ότι φυλάσσεται στους παλιούς στάβλους με τις αναπόφευκτες φθορές από το χρόνο αλλά σε σχετικά καλή κατάσταση. Συμφώνησε να το παραδώσει στο «Υπόστεγο» και να χρηματοδοτήσει την αποκατάσταση του.
Η μεταφορά του βαγονιού έγινε δια θαλάσσης και μετά με μια σχεδία έφτασε στις όχθες του ποταμού και μεταφέρθηκε με μουλάρια στο εργαστήριο. Όλοι οι τεχνίτες της περιοχής δούλεψαν αφιλοκερδώς για την αποκατάσταση του. Οι μεταλλουργοί αποκατέστησαν τις φθορές στον σκελετό, οι ξυλουργοί γυάλισαν τα ξύλα και επισκεύασαν τους σκελετούς των καθισμάτων και των τραπεζιών, οι υφάντρες ύφαναν βελούδινες ταπετσαρίες, ο αγιογράφος Βικέντιος αποκατέστησε τις τοιχογραφίες, ο γλύπτης Αρμόδιος επιμελήθηκε τα σκαλίσματα. Στο τέλος ήρθαν μηχανικοί της εταιρείας σιδηροδρόμων να ελέγξουν τους τροχούς, το σύστημα πέδησης κλπ και διαπίστωσαν ότι το βαγόνι μπορούσε να συνδεθεί στην αμαξοστοιχία και να ταξιδέψει ασφαλώς. Η ειδική έγκριση είχε δοθεί κι όλοι οργάνωναν την εκδρομή για την επανάχρηση του βαγονιού- που πλέον ονομάστηκε «Μένανδρος». Αποφασίστηκε μια Κυριακή- κάθε μήνα- το βαγόνι να προσδένεται στην αμαξοστοιχία, που πραγματοποιούσε την τοπική γραμμή ανάμεσα στις πρωτεύουσες των δύο νομών και ο «Μένανδρος» να προσφέρει μικρές εκδρομές με ελάχιστο αντίτιμο.
Στην αρχή της άνοιξης, για να απολαύσουν την αναγέννηση της φύσης έγινε η πρώτη εκδρομή. Επιβιβάστηκαν στο γυαλιστερό βαγόνι, στολισμένο με ανθισμένα στεφάνια, οι τοπικές αρχές, ο περιφερειάρχης των Σιδηροδρόμων, οι τεχνίτες που δούλεψαν, οι απόγονοι της οικογένειας Μενάνδρου και η Φιλομήλα η δασκάλα στην αγκαλιά του οραματιστή συντρόφου της Ορέστη αναφώνησε: Επιβιβαζόμαστε στο τρένο της μικρής φυγής μας…