Μικροϊστορίες της… στιγμής: Στιγμιότυπα ενός υπερβατικού Αυγούστου
Γράφει η Αστάθεια
– Είχαν έρθει οι μοδίστρες για την τελευταία δοκιμή. Το κορίτσι – ντυμένο με τις δαντέλες, σαν κούκλα από πορσελάνη, βρήκε την στιγμή να ξεφύγει- όταν διαφωνούσαν στην τελική βελονιά.… Ακολούθησε την τρύπα που είχε σκάψει το κουνέλι της γειτόνισσας- να κλέβει τα καρότα και πήγε στο καταφύγιο της, στην βραχοσπηλιά για το ετήσιο ραντεβού της με την θαλάσσια χελώνα, που απόθεσε τα αυγά της στην άμμο. Ανέβηκε στη ράχη της και ξεκίνησαν την βόλτα τους σε όλον το Χελωνίτη κόλπο. Όταν επέστρεψε ήταν έτοιμη για την θερινή παρέλαση στην παραλία.
– Λίγο πριν το ξημέρωμα, ο μικρός αυλητής επιβιβάστηκε στην βάρκα, όπου το τεράστιο χταπόδι με τα δυνατά του πλοκάμια τραβούσε τα οχτώ κουπιά και ξεκίνησε να παίζει. Οι μέδουσες- γοητευμένες από τους ήχους του αυλού, ακολουθούσαν την βάρκα και έτσι οι παραλίες έμεναν καθαρές για τους λουόμενους.
– Ο πλανόδιος πωλητής καρπουζιών γέμισε ένα βαρέλι με πάγο και μοίραζε παγωμένες φέτες στους περαστικούς ενώ κάτω από την τέντα η μαθητευόμενη γλύπτρια σκάλιζε στις καρπουζόφλουδες αρχαικκές παραστάσεις- που εξέθεσε σε ένα ψυγείο αναψικτικών.
– Στον κεντρικό λόφο της πόλης διαπίστωσαν ότι στα πεύκα είχαν ωριμάσει μελωμένα σύκα που σκαρφάλωσαν τα παιδιά να τα μαζέψουν να φάνε αλλά και να μοιράσουν. Γέμισαν τρυγοκόφινα και ανά δύο τα κουβαλούσαν στις γειτονιές.
– Στο σιντριβάνι του πάρκου ένα κοπάδι με γαρίδες κολυμπούσε αμέριμνα μέχρις που ήρθε ο λουκουματζής. Έβγαλε την φριτέζα και- αφού ψάρευε με μια απόχη- τις τηγάνιζε και τις πουλούσε σε χωνάκια από χαρτί μαζί με ένα σφηνοπότηρο ουζάκι.
– Ένα πρωί τα πεζοδρόμια της πόλης είχαν γεμίσει ηλιοτρόπια. Ο μικρός Σέρλοκ ανέλαβε να διερευνήσει το γεγονός. Μετά από παρακολούθηση διαπίστωσε ότι ο Μίμης από το αλφαβητάρι το έσκαγε τις νύχτες. Γέμιζε τις χούφτες του ηλιόσπορους που κάποιοι έπεφταν στους αρμούς από τις πλάκες. Ακολουθούσε η Λόλα με ένα ποτιστήρι και έτσι βλάσταιναν. Μετά πήγαιναν να κόψουν ροδάκινα γιατί είχαν βαρεθεί τόσα χρόνια τα μήλα.
– Τέσσερα χρωματιστά αερόστατα σηκώθηκαν πάνω από την κεντρική πλατεία και συγκρατούσαν ένα τεράστιο πανί να γίνει σκιά για τους θαμώνες των καφενείων, που απολάμβαναν καφέ και αναψυκτικά στα κομψά τραπεζοκαθίσματα ενώ η φιλαρμονική έπαιζε ρυθμούς της Καραϊβικής.
– Η Εταιρεία Υδάτων έβγαλε ανακοίνωση ότι οι μαρμάρινες κρήνες της πόλης κάθε απόγευμα θα τροφοδοτούσαν με παγωτό τους πολίτες, που θα έτρεχε δωρεάν για όλους.
– Στο τρενάκι προστέθηκε το μετασκευασμένο σε πισίνα βαγόνι- ώστε οι επιβάτες για το λιμάνι να δροσίζονται στη διαδρομή ενώ τους παρέχονταν δροσερά κοκτέιλ με χυμούς.
– Το πλωτό καρουζέλ πλησίασε στην ακτή και με τάξη επιβιβάστηκαν παιδιά και γονείς. Θα έκαναν το γύρο το κόλπου ενώ ακολουθούσαν οι βάρκες με χαρούμενους τσιγγάνους που έπαιζαν τσαμπούνες και πίπιζες.
– Στην κορυφή του φάρου ο ποιητής διάβαζε «το ουρλιαχτό» του με συνοδεία λίγες νότες σε ένα πιάνο και τα χτυπήματα μιας μηχανικής γραφομηχανής. Παραδίπλα, στην άκρη του βράχου το γιγάντιο καλαμάρι χάριζε λίγο από το μελάνι του, που ο βιβλιοπώλης συνέλεξε σε κρυστάλλινα μελανοδοχεία- για την ποιήτρια που επέμενε να γράφει ακόμα με πένα.
– Εκεί που ο ήλιος χανόταν στο πέλαγος μια σκάλα άρχισε να υψώνεται προς τον ουρανό… μέχρι που ένα ώριμο σύκο έπεσε στο πρόσωπο του αφηγητή και τον ξύπνησε από τον βαθύ θερινό ύπνο με τις φαντασιώσεις του πνεύματος της αρχαίας συκιάς.