Μικροϊστορίες… της στιγμής: Οι κυρίες της αυλής
Γράφει η Αστάθεια
Στις παρυφές της πόλης, σε ένα οικοδομικό τετράγωνο είχε σταματήσει ο χρόνος- ενώ τα γειτονικά κτίρια ακολουθούσαν τον ρυθμό της πολεοδομικής και κτιριοδομικής εξέλιξης. Η ιστορία λέει ότι οι οικίσκοι ξεκίνησαν να φτιάχνονταν για να υποδεχθούν πρόσφυγες, οι επιθεωρητές όμως του αρμόδιου υπουργείου ανέστειλαν την κατασκευή τους όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε σημαντική όχληση από τις γειτονικές μικροβιοτεχνίες των σιδηρουργών, που είχαν τα εργαστήρια τους εκεί και καθιστούσε δύσκολη την ήρεμη διαβίωση των κυνηγημένων ανθρώπων. Επειδή θα μεταπωλούνταν- ως ημιτελή- με ευτελές αντίτιμο η συντεχνία αποφάσισε να αγοραστούν από μέλη της για να στεγαστούν με τις οικογένειες τους. Τα υπόλοιπα αγοράστηκαν από τον καπνοβιομήχανο Καραμπάτση για να μένουν εποχιακοί καπνεργάτες ενώ έκανε δωρεά κι ένα μοντέρνο σχολείο, που χτίστηκε παραδίπλα. Σταδιακά τα κτίρια ολοκληρώθηκαν- σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια κι δημιουργήθηκε μια γειτονιά\ κόσμημα. Το μόνο που δεν κατασκευάστηκε ήταν τα κάγκελα στο προκήπιο και την αυλή, έγινε δηλαδή μια άτυπη συνένωση των ακάλυπτων χώρων.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι πρώτες οικογένειες διαπίστωσαν ότι είχαν την τύχη να κατοικούν σε μικρά μεν, αλλά λειτουργικά σπιτάκια ακόμα και για αυτούς που είχαν 5 ή 6 παιδιά- συνηθισμένο τότε. Τα παιδιά είχαν χώρο να παίζουν ενώ τα απογεύματα έβγαιναν κι οι γυναίκες με τα εργόχειρα τους και έτσι ξεκίνησαν οι γνωριμίες και οι γερές φιλίες.
Εκείνο το απόγευμα βγήκε και η νεαρή Υακίνθη, η γυναίκα του καμπανοποιού, σχεδόν ετοιμόγεννη, να καθαρίσει τα φασολάκια για το γεύμα. Τότε η Πηνιώ- συνταξιούχος διδασκάλισσα πρότεινε στις άλλες να παρατήσουν τα βελονάκια και να πάρουν μαχαίρια να βοηθήσουν το κορίτσι. Κάπως έτσι ξεκίνησε η παράδοση της συμμετοχικής προετοιμασίας του φαγητού. Ήταν καλοκαίρι δε και τα μποστανικά μπόλικα οπότε κάθε μέρα ασχολιόνταν με μπάμιες- ντοματοπιπεριές για γεμιστά- γλυκά του κουταλιού με μέγιστη ιεροτελεστία το ξεκούκισμα του βύσσινου.
Η Πηνιώ, ως σεβάσμια και γηραιότερη παρακάλεσε τους άντρες να κτίσουν ένα φούρνο για να ψήνουν εκεί- μην τρέχουν με τις λαμαρίνες στου κυρ- Θεοφάνη. Η επόμενη επιθυμία της ήταν να γίνει ένα υπόστεγο- σαν ημιυπαίθρια κουζίνα να μαγειρεύουν σ’ ένα καζάνι φαγητό γι όλους -ειδικά αυτά που ήθελαν μεγάλη προετοιμασία και όλοι να έπαιρναν το μερίδιο τους. Αυτόματα γεννήθηκε η επιθυμία για μια μεγάλη τραπεζαρία να τρώνε και να γλεντοκοπάνε τις Κυριακές και τις σχόλες, ακόμα και τις χειμωνιάτικες λιακάδες..
Όταν ήρθε στο σχολείο ο καινούργιος δάσκαλος, κύριος Κυριακού- αυστηρός και υπερβολικά θεοσεβούμενος- ενημερώθηκε από τα παιδιά για την συλλογική κουζίνα και τα κοινά τραπεζώματα. Τότε θορυβήθηκε ότι εκεί ίσως δρούσε κάποια αιρετική ομάδα και ενημέρωσε τον παπά της ενορίας και τον Αρχιεπίσκοπο. Μετά την κυριακάτικη λειτουργία αποφάσισαν να επισκεφτούν ξαφνικά την «αυλή των κυριών»- όπως σατίριζαν οι κάτοικοι τη γειτονιά τους, αφού από τις γυναίκες ξεκίνησε η παράδοση.
Έτσι, λοιπόν, εισήλθαν απρόσκλητοι στην αυλή και βρέθηκαν σε ένα νοικοκυρεμένο κήπο με ασπρισμένους λαμπερούς τοίχους και πεζούλια, πολλά λουλούδια και μποστανικά και το μεγάλο κιόσκι όπου μοσχοβολούσε το φαγητό που μαγειρευόταν. Τους υποδέχθηκε η Τερέζα- ξενομερίτισσα που είχε φτάσει πριν λίγα χρόνια και μεγάλωνε μόνη της τον γιό της Νεκτάριο. Σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά της και τους υποδέχτηκε θερμά, τους φίλεψε καφεδάκι και γλυκό τριαντάφυλλο, φτιαγμένο σε κείνη την αυλή που όλες οι γυναίκες είχαν συλλέξει από την τριανταφυλλιά της γωνίας και το είχαν φτιάξει. Μετά άρχισε να αφηγείται την ιστορία της.
«Έχω έρθει από μακριά- με έδιωξε ο μεγαλοκτηματίας Ψ. επειδή μ’ αγαπούσε ο γιός του και ήθελε να με παντρευτεί- κάτι που απευχόταν. Μ΄ έβαλε σ’ ένα τρένο και έφτασα στα μέρη σας. Έπιασα δουλειά στο καπνεργοστάσιο- όμως η κοιλιά άρχισε να μεγαλώνει. Ο Επιστάτης με ενημέρωσε ότι μόλις είχε αδειάσει ένας οικίσκος, όταν το νεαρό ζευγάρι που διέμενε πριν μετανάστευσε στην Εσπερία. Ήμουν πολύ φοβισμένη να συναλλαχτώ με τις κυρίες της αυλής. Καθόμουν κλεισμένη μέσα και μια μέρα φύτεψα αγκινάρες, έτσι με τα αγκάθια τους να εμποδίζω τις επισκέψεις. Όταν κοιλοπόνεσα η κυρά- Πηνιώ παρέκαμψε τα αγκάθια και ήρθε να με ξεγεννήσει με μεγάλη φροντίδα. Και μου είπε: «Μπράβο κορίτσι μου που φύτεψες αγκινάρες- δεν το είχαμε σκεφτεί τόσες γυναίκες. Την άνοιξη θα σε βοηθήσουμε να τις μαζέψεις και να τις καθαρίσουμε όλες μαζί. Έτσι ξεκίνησε η φιλία μου με τις κυρίες της αυλής και έκτοτε κάθε χρόνο μαγειρεύω αρνάκι με αγκινάρες φρικασέ. Εδώ έμαθα την αγάπη και την αλληλεγγύη. Όπως διδάσκετε κι εσείς κύριοι.
Φυσικά είστε προσκαλεσμένοι στο γεύμα της αυλής μας.»
Οι επισκέπτες- με σκυμμένο το κεφάλι από ντροπή- συμφώνησαν να φάνε όλοι μαζί και να πάρουν μια γεύση από την «αυλή κυριών».