Μικροϊστορίες… της στιγμής: Η μικρή Αλφειαία
Γράφει η Αστάθεια
Κάθε απόγευμα η μικρή Αλφειαία σκαρφάλωνε στο παράθυρο και παρατηρούσε την ζωή έξω από το «πλυσταριό», εκείνο το δωμάτιο που κρατούσε κατ’ όνομα την παλιά του χρήση αλλά πλέον είχε μετασκευαστεί στο εργαστήριο της γιαγιάς Αρτέμης. Εκεί η γιαγιά είχε στήσει τον αργαλειό της και ένα μικρό σαλονάκι για να πλέκει, να κεντά και να ράβει ή να πίνει το καφεδάκι με τις φιλενάδες της. Στην γωνία είχε διατηρηθεί το παραγώνι που συνήθιζαν παλιά να βράζουν το νερό στο καζάνι για την μπουγάδα. Ήταν γωνιακό το δωμάτιο οπότε είχε θέα στο σταυροδρόμι δύο συνοικιακών δρόμων με λίγη κίνηση αλλά πυκνοδομημένο οπότε παρατηρούσε όλη τη γειτονιά, που στα παράθυρα άνοιγαν τα κουρτινάκια για το φως αλλά και μια σχετική διαφάνεια στη ζωή των ενοίκων. Μόνο το παράθυρο της κας Ολυμπίας- της δασκάλας, δεν άνοιγε ποτέ. Η δεσποινίς Διδώ – ακαθορίστου ηλικίας ήταν λογίστρια σε μια εταιρεία αλλά τα απογεύματα δακτυλογραφούσε ασταμάτητα- όπως ενημέρωνε η μικρή ταμπελίτσα στην χαμηλή εξώθυρα. Η κυρία Ελεονόρα δίδασκε πιάνο σε μικρούς μαθητές και κάποιες μέρες μεταφερόταν δίπλα στη σχολή χορού της κυρίας Μπριγκίτε, της γερμανίδας χορεύτριας που μετά από κάποιες καλοκαιρινές διακοπές ηράσθη σφόδρα τον Χαραλάμπη και παρέμεινε στην πόλη. Αυτές οι εικόνες μάγευαν την Αλφειαία και σκεφτόταν τι όμορφα πράγματα γίνονται με τα χέρια. Μετά καθόταν δίπλα στην γιαγιά- στον αργαλειό και σε κάθε πέρασμα της κλωστής ένιωθε να πετάγονται λέξεις και να υφαίνονται ιστορίες που καταχωρούσε στο μυαλό της να της γράψει στο τετράδιο της το βράδυ- στο γραφειάκι της στο κυρίως σπιτικό.
Την ώρα του δείπνου συζητούσε πολύ με τους γονείς της όχι μόνο τα καθημερινά αλλά και γενικά θέματα. Ο πατέρας Ισίδωρος είχε σπουδάσει Ιστορία με μεταπτυχιακά στην Αρχαιολογία και δίδασκε στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Η μητέρα Οφηλία ήταν καθηγήτρια Αγγλικών στο ίδιο εκπαιδευτήριο και τις νύχτες μετάφραζε τους αγαπημένους της ποιητές και διάβαζε στίχους στην Αλφειαία μέχρι να κατακτήσει τη γλώσα να τους μελετά από μόνη της στην αρχική μορφή τους.
Ο Ισίδωρος και η Οφηλία γνωρίζονταν από παιδιά. Παραθέριζαν οι οικογένειες τους σε διπλανές καλύβες της ακρογιαλιάς και έπαιζαν, κολυμπούσαν, μάζευαν μύδια αλλά αγαπούσαν τη βόλτα μέχρι τις εκβολές του ποταμού και να κουβεντιάζουν με τους ψαράδες. Χάθηκαν με τα χρόνια αλλά όταν επέστρεψαν στην πόλη μετά τις σπουδές τους, συναντήθηκαν τυχαία στην Σαββατιάτικη βόλτα του Αγ. Διονύσιου και πήγαν για αναψυκτικό στο Επαρχείον όπου ενθυμούμενοι τα παιδικά τους κοινά βιώματα συνειδητοποίησαν ότι από τότε σιγόκαιγε η φλόγα του έρωτα. Η Οφηλία ενθουσιάστηκε με το όνειρο του Ισίδωρου, που τον οδήγησε ξανά στην πατρική γη. Η αναζήτηση του ναού της Αλφειαίας Αρτέμιδος και τα ίχνη των αρχαίων Λετρίνων, όπως τους θύμιζε η επωνυμία του Δήμου τους. Έτσι μελετούσαν μαζί τα Ηλειακά του Παυσανία και τα Γεωγραφικά του Στράβωνα και υπέβαλαν αιτήματα στις αρμόδιες Αρχές να συσταθεί ομάδα για τις σχετικές εργασίες. Όταν γεννήθηκε η κόρη τους, πήρε το όνομα της γιαγιάς Αρτέμιδος αλλά της έδωσαν και το προσωνύμιο Αλφειαία, να τους υπενθυμίζει το όραμα τους.
Τα χρόνια περνούσαν, η αναζήτηση των Λετρίνων δεν ξεκίνησε ποτέ όμως η Αλφειαία παρατηρούσε κάθε απόγευμα από το παραθύρι του «πλυσταριού», καθισμένη στο αναπηρικό αμαξίδιο, αφού στην εφηβεία της αρρώστησε από μια σπάνια νευροεκφυλιστική νόσο που της στέρησε την κίνηση των ποδιών και των χεριών. Έτσι δεν ύφανε ποτέ τις ιστορίες της στο αργαλειό της γιαγιάς όμως, επειδή είχε ταλέντο στην αφήγηση, τα παιδιά της γειτονιάς, παρατούσαν το τόπι και καθισμένα στο πεζούλι άκουγαν τα παραμύθια της.