Μικροϊστορίες… της στιγμής: Η Λαζαρίνα
Γράφει η Αστάθεια
Στο κατάστημα γενικού εμπορίου του κ.. Ανάγνου, οι κάτοικοι του χωριού έβρισκαν όλα τα χρειώδη για την καθημερινότητα τους- από εδώδιμα και αποικιακά έως καρφίτσες και στειλιάρια για τα αγροτικά εργαλεία τους.
Εκείνο το πρωινό- παραμονή του Λαζάρου, πήγε η μικρή Πορφυρία να αγοράσει ένα τετράδιο και μολύβια. Ο κύριος Ανάγνος την πληροφόρησε ότι πριν από λίγο είχε περάσει ο αδερφός της, ο Βάγγος ο «φιδάκιας», που μόλις είχε μαζέψει το πρώτο φιδοπουκάμισο της χρονιάς- να το βάλει στο τεφτέρι με τα βερεσέδια για να έχει την τύχη να τα εισπράξει όλα.. Η Πορφυρία ζήτησε το τετράδιο- μικρού μεγέθους και μολύβια λέγοντας ότι είχε πολύ δουλειά να κάνει. Η μάνα της- η Αντζελίνα ετοίμαζε το κοφίνι με αυγά, που έστελνε με το τρένο στην αδερφή της, που κατοικούσε στην πρωτεύουσα και έπρεπε να τα τυλίξει ένα- ένα, μην σπάσουν στη μεταφορά. Κάθε αυγό θα τυλιγόταν με μια σελίδα του τετραδίου, όπου θα έγραφαν τα νέα του χωριού, μικρές ζωγραφιές των παιδιών και μηνύματα αγάπης. Φέτος δεν θα είχαν πολύ χρόνο γιατί η μάνα της είχε οριστεί «Λαζαρίνα» αλλά δεν καταλάβαινε ακριβώς το έθιμο. Έτσι ο μπακάλης άρχισε να της διηγείται την ιστορία της παράδοσης.
«Πριν πολλά χρόνια- στη δημιουργία του κράτους, δωρίθηκε γη στους ήρωες της Επανάστασης, να εγκατασταθούν και να χτίσουν καινούργια χωριά. Στην οικογένεια του, προσφέρθηκε γη δίπλα στο βυζαντινό μοναστήρι, που τους χώρισε το ποτάμι. Υπήρχαν θρύλοι ότι τα νερά έρχονταν υπόγεια από τους «Αγίους Τόπους» και το ποτάμι ήταν ιερό. Ο επινοητικός πρόγονος του, μελέτησε τις προοπτικές του τόπου και πρότεινε να φυτέψουν στάρι και κριθάρι, γιατί γεύτηκε λίγο χώμα και το βρήκε κατάλληλο. Εκείνος έχτισε ένα μύλο να αλέθουν τα γεννήματα, που δούλευε η φτερωτή με τη ροή του νερού του ποταμού. Φύτεψαν ελιές, αμπέλια, οπωρώνες, όλα τα χρειαζούμενα για την διατροφή των νεοαφιχθέντων και στήθηκε ένα αυτάρκες χωριό. Μόνο κάτι διαφωνίες είχαν με τον καλογερόπαπα, για λίγες οργιές γης αλλά με τη διαλλακτικότητα τις έλυσαν.
Όμως μια χρονιά, ανήμερα του Λαζάρου, μετά τη λειτουργία έγινε ένας μεγάλος σεισμός. Όσα κτίσματα ήταν δίπατα κατέπεσαν, όπως και ο μύλος, μόνο τα ισόγεια και τα πλίθινα σώθηκαν. Δεν υπήρχαν θύματα όμως γιατί όλοι ήσαν έξω να ασπρίζουν τις μάντρες και τι αυλές. Τα παιδιά έπαιζαν μπάλα και είδαν να ανοίγει στην άκρη του βράχου μια μικρή σπηλιά και να αναβλύζει τρεχούμενο νερό. Όλοι νόμιζαν ότι ήταν θαύμα- άνοιξε το μνήμα του Λάζαρου και έτρεξαν στην Εκκλησία να προσευχηθούν. Ο δόκιμος μοναχός Λαυρέντιος επέμεινε ότι ήταν δείγμα ότι τα νερά είναι ιερά και θα πήγαινε να εξερευνήσει τις σπηλιές. Αφού έφαγε ένα λαζαράκι, προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και μπήκε στη σπηλιά, ξεκινώντας την εξερεύνηση του. Όμως δεν γύρισε ποτέ… Σε μνήμη του γεγονότος- κάθε χρόνο, μια γυναίκα, στην ανατολή του ήλιου, θα προσέφερε στην είσοδο της σπηλιάς ένα πιάτο με λαζαράκια, να καλέσουν τον πνεύμα του Λαυρεντίου. Και μετά θα πήγαινε στην Εκκλησία να μοιράσει τα υπόλοιπα στα παιδιά.
Το θεωρούσαν τιμή οι γυναίκες, να γίνουν Λαζαρίνες- που ετησίως επιλέγονταν με κλήρωση για την επόμενη χρονιά.
Ο σεισμός αποδείχτηκε «σωσμός», αφού το χωριό ξαναφτιάχτηκε με γερά υλικά- εκτός από το μύλο… που είχε αλέσει το τελευταίο αλεύρι την παραμονή του Λαζάρου».
Τελειώνοντας την αφήγησή του ο Ανάγνος, η Πορφυρία τα είχε καταγράψει όλα στο τετράδιο της. Αρίθμησε τις σελίδες, τις έκοψε με προσοχή μια- μια και σκέφτηκε πόσα πολλά αυγά θα μπορούσε να τυλίξει για το κοφίνι της θείας Ευκαρπίας. Γύρισε σπίτι, και βοηθήσε την Αντζελίνα στο πλάσιμο των εδεσμάτων και παρακολουθούσε τον Βάγγο, που έστηνε παγίδες για τα φίδια γύρω από την αυλή.
Το βράδυ, στην προσευχή της, παρακάλεσε να έχει την τύχη να γίνει «Λαζαρίνα» όταν μεγαλώσει…