FOLLOW US: facebook twitter

Λιανεμπόριο

Ημερομηνία: 12-04-2021 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα
Με τη διαδικασία του εμπορίου επιτυγχάνεται η επικοινωνία και ο κοινωνικός πολιτισμός επαναλαμβάνοντας μια πράξη που κάνουν οι άνθρωποι όλων των φυλών.

Ολες και όλοι ελπίζουν πως η όσο το δυνατόν ασφαλής υγειονομικά ανάνηψη του λιανεμπορίου θα αποβεί σωτήρια για τον κλάδο, έστω και την ύστατη στιγμή, πριν αυτός εκπνεύσει.

Πολύς κόσμος ζει από αυτή τη δουλειά: ας μην ξεχνάμε πως σύμφωνα με έκθεση της ΕΣΕΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας) η συμμετοχή του εμπορίου στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν φτάνει το 11%, ενώ ο εμπορικός κλάδος παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα: απασχολεί το 17,3% των εργαζομένων.

Μόνο να σκεφτεί κανείς πως κάθε βδομάδα που μένει κλειστό το λιανεμπόριο το Δημόσιο χάνει περισσότερο από μισό δισ. (!) επειδή αφ’ ενός δεν εισπράττει ΦΠΑ και αφ’ ετέρου στηρίζει τις κλειστές επιχειρήσεις, φτάνει για να καταλάβουμε τη σημασία του λιανεμπορίου στην κοινωνία. Μια σημασία που παραμένει ίδια και απαράλλαχτη από τότε που οι αρχαίοι πρωτόφτιαξαν πλοία για να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται…

Πριν πιάσουμε τα ετυμολογικά του εμπορίου, να πούμε πως τη λέξη «λιανός», που σημαίνει αρχικά «λεπτός, αδύνατος», το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας την ορθογραφεί με –ει: «λειανός» είναι το σωστό, λέει, προσθέτοντας πως το «λιανός», με γιώτα, είναι «σχολική ορθογραφία».

Πράγματι, το επίθετο «λειανός» προέρχεται από το «λείος», δηλαδή «αυτός που έχει επίπεδη και ομαλή επιφάνεια, χωρίς τραχύτητα στην αφή», και το παραγωγικό επίθημα –ανός. Από τον λ(ε)ιανό έχουμε τον λιανικό, αυτόν δηλαδή που πωλείται σε μικρές ποσότητες. Η λιανική τιμή είναι η τιμή των προϊόντων που πωλούνται κατευθείαν στον καταναλωτή, εν αντιθέσει με τη χονδρική πώληση.

Επίσης, εκτός από το λιανεμπόριο, αρκετές λέξεις έχουν πρώτο συνθετικό το «λιανός»: τα λιανά είναι τα ψιλά, τα νομίσματα μικρής αξίας, όταν τα χαρτονομίσματα είναι τα «χοντρά». Βέβαια, έχουμε και την έκφραση «κάνω λιανά», δηλαδή «κάνω ψιλά, ανταλλάσσω ένα μεγάλο ποσό με κέρματα ίσης αξίας», αλλά και «εξηγώ κάτι δυσνόητο ή αφηρημένο»: Κάνε μάς το αυτό λιανά, λέμε, δηλαδή ερμήνευσέ το, διευκρίνισέ το, κάν’ το φραγκοδίφραγκα.

Εκτός από το «λιανοντούφεκο», που είναι οι «αραιοί πυροβολισμοί από όπλα ακροβολιστών», μια ωραία λέξη από το «λιανός» είναι το «λιανοτράγουδο», το δίστιχο δημοτικό τραγούδι με ποικίλο περιεχόμενο, αλλά και τα ποιήματα με τέτοια μορφή και ύφος.

Τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είναι ένα γνωστό ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Τέλος, είναι και το ρήμα «λιανίζω», δηλαδή «κατακομματιάζω», αλλά και «κατασφάζω, ξυλοκοπώ, δέρνω για τα καλά». Ακόμα και στο ποδόσφαιρο, λέμε πως η συντριπτική ήττα ήταν ένα «λιάνισμα».

Το δεύτερο συνθετικό της λέξης «λιανεμπόριο» έρχεται από πολύ παλιά. «Εμπόριο» σημαίνει την πράξη ή διαδικασία πώλησης, αγοράς ή ανταλλαγής προϊόντων με σκοπό το κέρδος.

Η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό «έμπορος», που είναι το πρόσωπο που ασχολείται με το εμπόριο. Αυτός ο έμπορος όμως έχει πολύ βάθος. Η λέξη παράγεται από τη φράση «εν πόρω (ων)», που σημαίνει «αυτός που βρίσκεται στο πέρασμα», «αυτός που διασχίζει τη θάλασσα ως επιβάτης πλοίου». Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως η λέξη «πόρος» δήλωνε αρχικά το μέσον με το οποίο μπορούσε κανείς να ταξιδέψει στη θάλασσα.

Σήμερα, ο «πόρος» δηλώνει, σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, το διαβατό μέρος ποταμού ή πορθμού, το πέραμα. Είναι επίσης το άνοιγμα απ’ όπου μπορεί να περάσει κάτι, ο αγωγός, αλλά και η μικρή δερματική κοιλότητα απ’ όπου περνούν εκκρίσεις ή αέρας, και τέλος, οι πόροι, στον πληθυντικό, είναι τα εισοδήματα, οι πρόσοδοι.

Αυτές τις προσόδους κυνηγούσαν οι έμποροι από τη αρχαιότητα πλέοντας με τα σκάφη τους όπου μπορούσαν να φτάσουν με τη ναυτική δεξιοσύνη, τη δύναμη του ανέμου και τα μπράτσα των κωπηλατών τους, για να κάνουν τις αγοραπωλησίες τους, τα νταλαβέρια τους, με σκοπό το κέρδος. Οι έμποροι πλούτισαν μεν τον εαυτό τους, αλλά και τις κοινωνίες τους, χαράσσοντας τους νέους πόρους, τα νέα περάσματα, γεωγραφικά και πολιτιστικά, μεταξύ των λαών.

Τα εμπορικά καράβια των αρχαίων Ελλήνων, ή των Φοινίκων, ας πούμε, δεν κουβαλούσαν στα αμπάρια τους μόνο εμπορεύματα, αλλά και ιδέες, θεούς, αισθητικές τάσεις, πολιτισμό με δυο λόγια. Από την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των πελατών τους, μέσω του εμπορίου, οι έμποροι πέρασαν στην καλλιέργεια της πολυτέλειας, την τρυφηλότητα, που είναι το πρώτο σκαλί για να περάσει η τέχνη.

Αλίμονο εάν ζούσαμε μόνο με ψωμί από στάρι που εμπορεύτηκαν κάποιοι έμποροι – από παλιά θέλαμε και το κάτι παραπάνω και το μη ουσιώδες, το πρακτικά περιττό, αλλά απαραίτητο για τη ζωή μας. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην Ιθάκη το λέει καθαρά: «Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος. / Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι/ ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ/θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·/νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,/καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,/ σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,/καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,/ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά».

Γι’ αυτό πρέπει να είναι ζωντανό το λιανεμπόριο, να είναι ανοιχτά τα μαγαζιά. Δεν είναι μόνο τα λεφτά, η οικονομία που το επιτάσσει, αλλά και η επικοινωνία, ο κοινωνικός πολιτισμός, που προωθείται όταν μπαίνεις σε ένα μαγαζί για να ψωνίσεις, επαναλαμβάνοντας μια πράξη που κάνουν οι άνθρωποι όλων των φυλών, όλων των εθνών και όλων των τάξεων εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Κάτι που δηλώνει παραστατικά και η λέξη «μαγαζί», που προέρχεται από το μεσαιωνικό «μαγαζίον», κι αυτό από το ιταλικό «magazzino», μια λέξη που κατάγεται από τον αραβικό όρο «makhazin», τον πληθυντικό του «makhzan», που σημαίνει «αποθήκη». Μια τέτοια αποθήκη μπορεί να περιείχε και τα ηδονικά μυρωδικά του Μεγάλου Αλεξανδρινού…

Πηγή: efsyn.gr


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος