Κορωνοϊός και «πειραγμένα» στοιχεία: Είναι μεγαλύτερος ο παγκόσμιος αριθμός θανάτων απ’ ότι πιστεύαμε;
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”133434″ img_size=”full”][vc_column_text]
Ο Άριελ Καρλίνσκι, τους τελευταίους 18 μήνες, κλεισμένος στο διαμέρισμά του στο Τελ Αβίβ, έψαχνε στο διαδίκτυο για στοιχεία που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να υπολογίσει τον πραγματικό αριθμό των νεκρών λόγω κορωνοϊού.
Ο 31χρονος φοιτητής οικονομικών στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ δεν είχε ασχοληθεί ποτέ στο παρελθόν με θέματα υγείας, αλλά τον προβλημάτισαν οι φήμες στις αρχές της πανδημίας ότι το Ισραήλ δεν παρουσίαζε αύξηση των ποσοστών θανάτου πάνω από τα αναμενόμενα και επομένως η νόσος δεν ήταν σοβαρή.
«Αυτό δεν ήταν, φυσικά, αλήθεια», δήλωσε. «Η υπερβάλλουσα θνητότητα υπήρχε σίγουρα και ήταν σίγουρα πολύ ορατή». Ανέσυρε τους αριθμούς για να το αποδείξει, κάτι που ήταν αρκετά εύκολο να γίνει στο Ισραήλ με το εξελιγμένο σύστημα καταγραφής ζωτικών στοιχείων.
Αλλά ακολούθησαν και άλλες φήμες: Η μία ήταν ότι οι χώρες που δεν είχαν θέσει σε εφαρμογή κανένα ή ελάχιστα μέτρα περιορισμού, όπως η Ρωσία, δεν αντιμετώπιζαν επίσης σημαντική υπερβάλλουσα θνητότητα. Και πάλι δεν ήταν αλήθεια, αλλά το να βρεθούν τα στοιχεία που θα το αποδείκνυαν ήταν πιο δύσκολο, όπως μεταδίδει η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Ο Καρλίνσκι συνειδητοποίησε ότι αυτό ίσχυε για τις περισσότερες χώρες. Ακόμα και εκείνες που συνέλεγαν συστηματικά στοιχεία για την υπερβάλλουσα θνητότητα συχνά δεν τα δημοσίευαν παρά μόνο τουλάχιστον ένα χρόνο αργότερα, πράγμα που σήμαινε ότι δεν γνώριζαν έναν ευαίσθητο δείκτη της κλίμακας και της προόδου της πανδημίας, που θα μπορούσε να επικαιροποιήσει την αντίδρασή τους έναντι της πανδημίας. Ήταν πρόκληση να συγκεντρωθούν αυτά τα δεδομένα για όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες και σε όσο το δυνατόν πιο κοντινό σε πραγματικό χρόνο.
Ο Καρλίνσκι, μέσω του Twitter συνάντησε έναν άλλο ερευνητή, τον επιστήμονα δεδομένων Ντμίτρι Κόμπακτου του Πανεπιστημίου του Τούμπιγκεν στη Γερμανία, ο οποίος επιχειρούσε το ίδιο πράγμα, και συμφώνησαν να συνεργαστούν. Ενώ ο Καρλίνσκι έψαχνε για τους αριθμούς, ο Κόμπακ ανέλαβε την ανάλυση.
Και εγένετο… World Mortality Dataset
Το αποτέλεσμα είναι το World Mortality Dataset, το οποίο αποτελεί τη βάση για τις εκτιμήσεις της θνησιμότητας του κορωνοϊού, όπως δημοσιεύονται από τον Economist, τους Financial Times και άλλους, και το οποίο δίνει το ψέμα στον επίσημο παγκόσμιο απολογισμό των 4,8 εκατομμυρίων θανάτων. Ο Economist, για παράδειγμα, τοποθετεί τον πραγματικό αριθμό πιο κοντά στα 16 εκατομμύρια παγκοσμίως.
Αρκετοί επιστήμονες χαιρέτισαν την εν λόγω πρωτοβουλία: «Πρόκειται για μια επανάσταση στα δεδομένα που παραλληλίζεται με εκείνη που παρατηρείται στην ανάπτυξη εμβολίων και στην αλληλουχία παθογόνων μικροοργανισμών», έγραψαν οι επιδημιολόγοι Λόνε Σίμονσεν, του Πανεπιστημίου Roskilde στη Δανία, και Σεσίλ Βιμπούντ, των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ.
Ο απολογισμός των θανάτων μιας πανδημίας μπορεί να μετρηθεί με διάφορους τρόπους, οι οποίοι έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο επίσημος αριθμός προκύπτει από τις εθνικές αναφορές θανάτων από κορωνοϊό, αλλά αυτές εξαρτώνται από τα ποσοστά των διαγνωστικών τεστ και είναι σχεδόν πάντα υποεκτιμημένες.
«Οι επίσημοι αριθμοί θανάτων από Covid-19 δεν είναι απλώς καθόλου αξιόπιστοι για μια μεγάλη ομάδα χωρών», δήλωσε ο δημοσιογράφος/αναλυτικής δεδομένων Σόντρε Ούλβουντ Σόλσταντ, ο οποίος ηγείται της προσπάθειας του Economist για την παρακολούθηση της πανδημίας.
Η υπερβάλλουσα θνητότητα, που ορίζεται ως η αύξηση των θανάτων από όλες τις αιτίες σε σχέση με το επίπεδο που αναμένεται με βάση τις ιστορικές τάσεις, δεν εξαρτάται από τα ποσοστά διαγνωστικών τεστ. Πρόκειται για ένα παλιό εργαλείο, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση του αριθμού των θανάτων από ιστορικές πανδημίες -ιδίως όταν δεν υπήρχε διαγνωστικό τεστ για την εν λόγω ασθένεια- αλλά μέχρι τώρα υπολογιζόταν πάντα αναδρομικά.
Η καινοτομία και τα μειονεκτήματα
Οι Καρλίνσκι και Κόμπακ καινοτόμησαν, καθώς συνέλλεξαν και δημοσίευσαν τα δεδομένα κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, για ένα κομμάτι του κόσμου, χρησιμοποιώντας καθιερωμένες στατιστικές τεχνικές για να συμπληρώσουν τα κενά.
Ένα μειονέκτημα της υπερβάλλουσας θνησιμότητας είναι ότι είναι σύνθετη. Καταγράφει όχι μόνο τους θανάτους του κορωνοϊού, αλλά και τους θανάτους που συνδέονται έμμεσα με την πανδημία, όπως εκείνους των καρκινοπαθών που δεν μπόρεσαν να λάβουν έγκαιρη θεραπεία ή των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, χωρίς να λέει πολλά για τη σχετική συμβολή του καθενός.
Συγκρίνοντας, ωστόσο, το χρόνο των αιχμών στα γραφήματα της υπερβάλλουσας θνησιμότητας και των lockdowns, οι Καρλίνσκι και Κόμπακ έδειξαν ότι στην περίπτωση του κορωνοϊού η υπερβάλλουσα θνητότητα αντανακλά κυρίως τους θανάτους τη νόσο.
Ο υπολογισμός της υπερβάλλουσας θνητότητας μπορεί επίσης να δημιουργήσει ορισμένα περίεργα αποτελέσματα. Τον Ιούνιο, για παράδειγμα, ανέφεραν στο περιοδικό eLife ότι η υπερβάλλουσα θνησιμότητα ήταν αρνητική σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία -που σημαίνει ότι εκεί πέθαναν λιγότεροι άνθρωποι από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια- επειδή ο έλεγχος της πανδημίας σε αυτές τις χώρες ήταν άριστος και είχαν επίσης σχεδόν εξαλείψει τη γρίπη το 2020. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με τους Σίμονσεν και Βιμπούντ, οι επίσημοι θάνατοι από τον κορωνοϊό αποτελούν ακριβέστερο δείκτη για τον απολογισμό της πανδημίας.
Στοιχεία για πάνω από 100 χώρες
Το World Mortality Dataset περιέχει πληροφορίες για περισσότερες από 100 χώρες. Μεταξύ των χωρών που λείπουν είναι οι περισσότερες αφρικανικές και πολλές ασιατικές, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τις πολυπληθέστερες και -κρίνοντας από ειδησεογραφικές αναφορές και άλλες πηγές- περισσότερο πληγείσες στον κόσμο. Η Ινδία, για παράδειγμα, δεν δημοσιεύει συνήθως εθνικά δεδομένα, ωστόσο ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι ο αριθμός των νεκρών από κορωνοϊό μπορεί να φτάνει τα 4 εκατομμύρια.
Οι Καρλίνσκι και Κόμπακ έχουν αντλήσει υποεθνικές πηγές δεδομένων από αυτές τις φτωχές σε δεδομένα χώρες -ή τις έχουν προμηθευτεί από δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς και αντιφρονούντες που ζουν εκεί- και έχουν εφαρμόσει διάφορες τεχνικές προεκβολής για να παράγουν εθνικές εκτιμήσεις.
Ή έκαναν προβολές από γειτονικές χώρες όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, προσαρμόζοντας παράγοντες όπως η πυκνότητα του πληθυσμού, η στρατηγική ελέγχου του κορωνοϊού και η ελευθερία του Τύπου.
Η αβεβαιότητα στα δεδομένα είναι ο λόγος για τον οποίο οι Καρλίνσκι και Κόμπακ απέφυγαν να εκτιμήσουν τον παγκόσμιο αριθμό των νεκρών, αλλά λένε ότι σε εθνικό επίπεδο οι υπερβάλλοντες θάνατοι είναι 1,4 φορές υψηλότεροι από τους επίσημα καταγεγραμμένους θανάτους από κορωνοϊό, κατά μέσο όρο, γεγονός που θα έδινε έναν πρόχειρο παγκόσμιο απολογισμό 6,7 εκατομμυρίων. Η μοντελοποίηση του Σόλσταντ τοποθετεί τον αριθμό μεταξύ 9,9 εκατομμυρίων και 18,5 εκατομμυρίων, ένα εύρος που η Σίμονσεν βρήκε λογικό.
Για να θέσουν αυτούς τους αριθμούς σε ιστορική προοπτική, η ίδια και ο Βιμπούντ πήραν εκτιμήσεις για την υπερβολική θνησιμότητα για προηγούμενες πανδημίες και τις προσάρμοσαν για τον παγκόσμιο πληθυσμό του 2020.
Έτσι προέκυψε ότι ο αριθμός των θανάτων για τις τέσσερις προηγούμενες πανδημίες γρίπης, αν είχαν συμβεί τώρα ήταν 75 εκατομμύρια (1918), 3,1 εκατομμύρια (1957), 2,2 εκατομμύρια (1968) και 0,4 εκατομμύρια (2009).
Ο κορωνοϊός είναι η πιο θανατηφόρα πανδημία εδώ και έναν αιώνα, καταλήγουν, «αλλά δεν έχει ούτε κατά διάνοια τον αριθμό των νεκρών της πανδημίας του 1918».
Το νέο σύνολο δεδομένων δείχνει ότι οι χώρες που προσέλκυσαν διεθνή πρωτοσέλιδα για την ύπαρξη σοβαρών εξάρσεων, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν ήταν στην πραγματικότητα οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο.
Στις χειρότερες περιλαμβάνονται το Μεξικό και η Βολιβία, αλλά και ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες παρουσίασαν αύξηση της θνητότητας άνω του 50%. Η χειρότερα πληγείσα χώρα, το Περού, έχει καταγράψει αύξηση 150%.
Το σύνολο δεδομένων γίνεται ακριβέστερο με την πάροδο του χρόνου, επειδή ορισμένα δεδομένα εισρέουν με χρονική υστέρηση. Ορισμένες χώρες ζήτησαν από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες τους να επιταχύνουν τη συλλογή και δημοσίευση των ζωτικών δεδομένων στις αρχές του 2020, αλλά άλλες είτε δεν μπορούσαν είτε δεν ήθελαν να τα δημοσιεύσουν. Η Τουρκία αναμενόταν να δημοσιεύσει τα μηνιαία ζωτικά δεδομένα για το 2020 στις αρχές του καλοκαιριού. Δεν το έχει κάνει. «Η Τουρκία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τόπου όπου έχουν τους αριθμούς, αλλά δεν τους δημοσιεύουν επειδή δεν θέλουν να εξηγήσουν τις διαφορές», δήλωσε ο Καρλίνσκι.
Στην πραγματικότητα, είπε, η υπερβάλλουσα θνησιμότητα θα μπορούσε να ανοίξει ένα αποκαλυπτικό παρασκήνιο για την κυβερνητική διαφάνεια. Εάν οι επίσημοι θάνατοι λόγω κορωνοϊού ήταν χαμηλότεροι από τους υπερβάλλοντες θανάτους, αλλά ακολουθούσαν περίπου την ίδια πορεία, ήταν πιθανό η χώρα να μην είχε απλώς την ικανότητα εξέτασης ή καταγραφής ζωτικών δεδομένων.
Ο Σόλσταντ πιστεύει ότι η υπερβάλλουσα θνητότητα θα πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς στο μέλλον, διότι θα παρέχει καλύτερες πληροφορίες για όλα τα είδη κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολέμων και των λιμών. «Είναι ένα αρκετά αντικειμενικό μέτρο των πραγμάτων που πάνε στραβά», δήλωσε. Ο Καρλίνσκι συμφωνεί. Όταν ένας καύσωνας έπληξε την Αίγυπτο το 2015, για παράδειγμα, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν 61 θανάτους, η δική του εκτίμηση ήταν πιο κοντά στους 20.000.
Ορισμένες χώρες μπορεί να μην επιθυμούν να το κάνουν. Τον Φεβρουάριο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έκανε το πρώτο βήμα προς την αξιοποίηση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας ως εργαλείο επιτήρησης, όταν συνέστησε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση της θνητότητας του Covid-19.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δράσουν ταχύτερα και αναλογικότερα εάν γνωρίζουν ότι επίκειται κρίση. Θα ήταν επίσης καλύτερα εξοπλισμένες για να πείσουν το κοινό για την ανάγκη να το πράξουν. «Ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν πραγματικά ότι αν δεν είχαμε κάνει τίποτα για να σταματήσουμε αυτόν τον ιό δεν θα είχαν συμβεί πολλά», δήλωσε η Σίμονσεν. Αυτό που έδειξε το World Mortality Dataset, πρόσθεσε, ήταν ότι σε πολλές χώρες «συνέβησαν πολλά».
Πηγή: ethnos.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]