Κάτι εξέχει από τη βαλίτσα σου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”95987″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Θανάση Βασιλείου
Καμιά φορά οι εθνικές ιστορίες είναι σαν τις βαλίτσες. Οταν πας να τις κλείσεις, κάτι εξέχει. Κι αυτό που εξέχει, άλλοτε μαζεύεται κι άλλοτε όχι. Εξαρτάται από την πρόθεση της γενικότερης μόστρας ή από την οπτική. Ο,τι εξέχει, γι’ άλλους είναι πολύτιμο και γι’ άλλους ντροπιαστικό. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται προσοχή το θέμα. Δεν πρέπει να ζορίζεις τη βαλίτσα για να κλείσει. Πολύ δε περισσότερο, όταν πρόκειται για ελγίνεια βαλίτσα που η πραμάτεια της έχει ιστορίες λεηλασίας και καταστροφής.
Το βέβαιο είναι ότι, εκτός από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ο «ληστρικός φιλότεχνος» 7ος λόρδος του Ελγιν θα είχε σηκώσει ολόκληρο το Ερέχθειο αν υπήρχε εύκαιρο αγγλικό πλοίο στον Πειραιά, το Μνημείο του Λυσικράτη αν δεν αντιδρούσαν οι Καπουτσίνοι που το χρησιμοποιούσαν για βιβλιοθήκη τους, ολόκληρη την Πύλη των Λεόντων των Μυκηνών αν οι πέτρες δεν ήσαν τόσο βαριές. «Ο,τι δεν έκαναν οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκότοι» έλεγε ο Μπάιρον για τη συμμορία του Ελγιν. Η μικρή χώρα, που δεν είχε παρά μνημεία και ζητούσε ελευθερία, έτυχε όλων των περιποιήσεων από τη «μητέρα της ελευθερίας», της οποίας, ωστόσο, τα σύνορα απλώνονταν μέχρι την Απω Ανατολή.
Βεβαίως, στην Απω Ανατολή, ενώ είχαν «χωνέψει» τις Ινδίες μέσω της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, οι Βρετανοί προσπάθησαν να «χωνέψουν» και την Κίνα με τους δύο Πολέμους του Οπίου (1839-1842 και 1856-1860), με άμετρη περιφρόνηση για τον πολιτισμό της Απω Ανατολής. Κι όλα αυτά, για ένα ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο. Οταν εξαντλήθηκε το ασήμι που ξοδευόταν για το τσάι, οι Αγγλοι έμποροι ανακάλυψαν κάτι για το οποίο οι Κινέζοι θα ήταν επίσης πρόθυμοι να ξοδέψουν ασήμι: το όπιο. Ετσι αποφάσισαν να μετατρέψουν τους Κινέζους σε λαό οπιομανών και να πολεμήσουν ώστε να κρατήσουν ανοιχτά τα κινεζικά λιμάνια.
Το πιο ενδιαφέρον στους Πολέμους του Οπίου ήταν η πασαρέλα γνωστών λόρδων της εποχής του Οθωνα. Ο λόρδος Πάλμερστον και ο ναύαρχος Ουίλιαμ Πάρκερ -γνωστοί για τον αποκλεισμό του Πειραιά το 1850 με αφορμή την «υπόθεση Πατσίφικο»- έκαναν καριέρα ως υποστηρικτές των Πολέμων του Οπίου. Ο Ουίλιαμ Γκλάντστον, που επέκρινε τον Πάλμερστον για τα «Πατσιφικά», τον επέκρινε και για τη στάση του απέναντι στους Κινέζους: «Η σημαία μας έχει καταστεί μια πειρατική σημαία, για την προστασία ενός αχρείου εμπορίου». Στο τέλος, όμως, κράτησε μια αμφίθυμη στάση για το όπιο. Ο λόρδος Αμπερντιν, που ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Ουέλινγκτον υπέγραψε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου για την ελληνική ανεξαρτησία το 1830, είχε υποκύψει τελικά στην αναγκαιότητα του εμπορίου του οπίου στην Κίνα.
Αλλά η πιο αξιοκατάκριτη φυσιογνωμία της όλης επιχείρησης υπήρξε ο Βρετανός πληρεξούσιος στην Κίνα, ο Τζέιμς Μπρους και 8ος λόρδος Ελγιν. Το 1860, χρονιά που ο Ντίκενς δημοσίευε τις «Μεγάλες Προσδοκίες» και ο Δαρβίνος την «Καταγωγή των Ειδών», ο γιος του Ελγιν πυρπολούσε τα υπέροχα Θερινά Ανάκτορα Γιουάν-Μινγκ-Γιουάν του αυτοκράτορα Σιανφέγκ, έξω από το Πεκίνο. Ήταν το Θησαυροφυλάκιο του Μέσου Βασιλείου – τέτοια εικαστική ομορφιά, τέχνη και πλούτος δεν είχε υπάρξει και ούτε θα υπήρχε ποτέ σε κανένα μέρος του κόσμου. Ο Ελγιν, που χρησιμοποίησε κομμάτια από τα Γλυπτά του Παρθενώνα σαν πρες-παπιέ στο γραφείο του, είχε γίνει μετάλλαξη του πατέρα του.
Ό,τι έκλεβε ο Ελγιν-πατέρας, ο Ελγιν-υιός επέλεγε να το καταστρέψει. Η λεηλασία και ο εμπρησμός του Θερινού Ανακτόρου -πράξη χυδαίου πολιτισμικού βανδαλισμού- είχαν θορυβήσει ακόμα και τη βασίλισσα Βικτορία. Βέβαια, ανακήρυξε τον Ελγιν εθνικό ήρωα, αφού είχε καταφέρει να μετατρέψει το Χονγκ Κονγκ σε ανοιχτό βρετανικό λιμάνι. Τα Θερινά Ανάκτορα, όμως, δεν αναστηλώθηκαν ποτέ και θυμίζουν την αρπακτική και καταστροφική επιθετικότητα των Ευρωπαίων και την ταπείνωση που υπέστη ο λαός της Κίνας.
Τούτων δοθέντων, γνωρίζοντας ότι η Βικτορία φώναζε «Λαφυράκι» το πεκινουά που της χάρισε ο Ελγιν, γνωρίζοντας επίσης ότι οι Εγγλέζοι δεν πολυδιαβάζουν «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» ή το «The Curse of Minerva» (Η κατάρα της Αθηνάς) του λόρδου Μπάιρον, αλλά τραγουδούν ως ανεπίσημο εθνικό ύμνο το «Land of Hope and Glory» (Χώρα της ελπίδας και της δόξας, μητέρα της ελευθερίας, τι εγκώμια να σου πλέξουμε εμείς τα τέκνα σου;) του Αρθουρ Κρίστοφερ Μπένσον, δεν ζητάς από τον φίλο σου Μπόρις Τζόνσον να σου δανείσει λίγο τα κλεμμένα για τη φιέστα του 1821.
Κάλλιο ν’ ανταλλάξεις την εθνική σου ταπείνωση με αυτήν των Κινέζων. Θα σε συμπονέσουν καλύτερα. Κάτι θα έχουν να σου πουν. Ειδάλλως, για ακόμα μια φορά, κάνεις πολιτική φεουδάρχη, για να υπηρετήσεις μια ματαιοδοξία –τη φιέστα για το 1821 – που δεν θα σου δώσει καμία απάντηση σε όσα υποσχέθηκες να βρεις απαντήσεις. Κινδυνεύεις, για πολλοστή φορά, να μετατρέψεις τη «διπλωματία της αξιοπιστίας» (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοια), ξανά, σε «διπλωματία της ταπείνωσης».[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]