Καθαρά Δευτέρα και Σαρακοστή: Από τον Πυθαγόρα στο σήμερα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”84259″ img_size=”full”][vc_column_text]Η Καθαρά Δευτέρα σηματοδοτεί την έναρξη της Σαρακοστής και παράλληλα το τέλος της Αποκριάς , όπου και γιορτάζονται τα Κούλουμα, όπως ονομάζεται ο υπαίθριος εορτασμός της ημέρας.
Μέχρι τις μέρες μας δε γνωρίζουμε με ακρίβεια τις ρίζες της γιορτής, καθώς οι απόψεις διίστανται. Το σίγουρο είναι πως τα Κούλουμα εορταζόταν και στο Βυζάντιο.
Στην Κωνσταντινούπολη συγκεντρώνονταν σ΄ένα από τους λόφους της και συγκεκριμένα σ′ εκείνον του ελληνικότατου οικισμού των «Ταταούλων», γνωστά αργότερα ως Ταυτάλα, και διασκέδαζαν με χορούς, ενώ στην Αθήνα, απ΄όπου υποστηρίζεται ότι έλκει την καταγωγή του το έθιμο, συγκεντρώνονται στο λόφο του Φιλοπάππου ή στις στήλες του Ολυμπίου Διός.
Ο λόγος που οι πιστοί κατέφευγαν στους λόφους ήταν καθαρά συμβολικός, καθώς προσπαθούσαν να βρεθούν σ΄ένα ψηλό σημείο της πόλης τους προκειμένου να έρθουν πιο κοντά στο Θεό για να ανυψωθεί η ψυχή τους.
Το ρόλο της ανύψωσης των ψυχών στις μέρες μας αναλαμβάνει το έθιμο του χαρταετού για το οποίο έχουμε μιλήσει σε παλαιότερο άρθρο μας.
Η ετυμολογία της λέξης κούλουμα παραμένει άγνωστη αν και υπάρχουν αρκετές απόψεις.
Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζει ότι η λέξη κούλουμα προέρχεται από το λατινικό cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ φαγοπότι με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς.
Όμως ο σπουδαίος ιστοριοδίφης, Δημήτριος Καμπούρογλου, ο οποίος ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση ιδιαίτερα της Αθήνας, γι΄αυτό και του αποδόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος», υποστήριξε ότι τα κούλουμα να προέρχονται από την, επίσης λατινική, λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός.
Μάλιστα προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομαζόταν στην αρχή της εποχής του Όθωνα «τριάντα δυο κολώνες».
Η παράδοση θέλει οι εορτάζοντες στα Κούλουμα να τρώνε άζυμο άρτο (λαγάνα) και νηστήσιμα φαγητά.
Η λαγάνα είναι ο άζυμος άρτος (ψωμί), ο οποίος φτιάχνεται με παραδοσιακό τρόπο στην Ελλάδα μόνο μια μέρα του χρόνου, την Καθαρή Δευτέρα, ενώ το όνομά της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ”λάγανον”, μια πλακωτή ζύμη που παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό και σηματοδοτεί την έναρξη της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής.
Η λαγάνα αναφέρεται ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της Αρχαιότητας. Ένα από αυτά είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση λαγάνα πέττετται δηλαδή λαγάνες γίνονται., αλλά και στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθηναίου, οπου ένας Ρωμαίος οικοδεσπότης δειπνεί με τους 29 φιλοξενούμενούς του, και εν είδει συνομιλίας, περιγράφουν την ζωή, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την τέχνη και τις επιστημονικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Ο Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως «το γλύκισμα των φτωχών».
Μια θεωρία θέλει η λαγάνα να παρομοιάζεται με τον άρτο που κατανάλωσαν οι Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, από τότε και μέχρι τη στιγμή που ο Χριστός ευλόγησε τον ένζυμο άρτο. Η παράδοση αναφέρει πως οι Ισραηλίτες έψησαν άζυμο ψωμί την τελευταία βραδιά τους πριν από την έξοδο, προκειμένου να προλάβουν να προετοιμαστούν. Άζυμος άρτος είναι το ψωμί, που γίνεται χωρίς ζύμη και γι’ αυτό είναι αφούσκωτο.
Σαρακοστή και νηστεία
Σύμφωνα με τους ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί με την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο η Καθαρά Δευτέρα στα Βυζαντινά Ανάκτορα είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη λετουργεί η Αυτοκρατορική Τράπεζα.
Οι Αυτοκράτορες και τα μέλη της αυλής νήστευαν κρατώντας τριήμερο. Τα ωμά λαχανικά και τα φρούτα ήταν τα μόνα που επιτρεπόταν εκτός αν υπήρχαν σοβαροί λόγοι υγείας για κάποιο από τα Μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή της αυλής.
Την Τετάρτη, μετά την Καθαρά Δευτέρα, ο Αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τα μέλη της οικογένειας, παρακολουθούσε την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων από τον Πρωτόπαπα των Ανακτόρων.
Την παράδοση αυτή αναφέρει και ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας αναφέρει πώς τις τρεις πρώτες ημέρες η νηστεία ήταν απόλυτη ενώ ο Δημήτρης Καμπούρογλου διευκρίνιζει πώς «μόνον σαν εβουτούσε ο ήλιος έτρωγαν λιγάκι ψωμάκι με νερό».
Εξάλλου αυτό ακριβώς σημαίνει και η αιτιολογία της λέξης νηστεία, η οποία προέρχεται είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό το αρνητικό μόριο νη (=δεν) και δεύτερο συνθετικό το ρήμα εσθίω (=τρώω). Νη εσθιώ σημαίνει δεν τρώω.
Η νηστεία για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μάλλον περιορισμένη, καθώς δεν επιβαλλόταν για όλο τον πληθυσμό.
Νηστεία ασκούσαν οι βασιλείς, οι ιερείς και οι στρατηγοί πριν από θυσίες ή από σημαντικά γεγονότα για τα ποία ήθελαν να λάβουν κάποιο χρησμό καθώς και οι συμμετέχοντες στα μυστήρια.
Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η νηστεία στους Αιγύπτιους, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υποβάλλονταν σε νηστεία για θρησκευτικούς αλλά και για λόγους υγιεινής. Νήστευαν κυρίως στις μεγάλες εορτές της Ίσιδας,Από τους Αιγυπτίους η συνήθεια της νηστείας πέρασε στους Έλληνες, τους Εβραίους και αργότερα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους.
Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας, νέος, κατά τη διάρκεια των πρώτων αναζητήσεων του, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου ζήτησε να γίνει δεκτός σ΄ένα σχολείο ιερέων για να βρει τη γνώση. Επανειλημμένα ζητούσε να του επιτραπεί η είσοδος αλλά πάντα οι ιερείς τον έδιωχναν.
Στο τέλος τον δέχτηκαν αλλά με την προϋπόθεση πως θα νήστευε για 40 ημέρες, στη διάρκεια των οποίων έπρεπε να αναπνέει με έναν συγκεκριμένο τρόπο και να επικεντρώνει την αντίληψή του σε ορισμένα σημεία. Μετά από 40 ημέρες και αφού είχε τελικά ολοκληρώσει τη διαδικασία έγινε δεκτός.
Η μαγική δύναμη του αριθμού 40, ο οποίος επαναλαμβάνεται σε πολλά σημεία της θρησκευτικής και της λαογραφικής μας παράδοσης σηματοδοτεί και τις ημέρες του Ιησού στην έρημο αλλά και τη νηστεία των πιστών κατά τη μεγάλη Σαρακοστή.
Πηγή: huffingtonpost.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]