Ημέρα Μνήμης Τάσου Λειβαδίτη (30-10-1988)
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”99314″ img_size=”full”][vc_column_text]“Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ένα άστρο ή μ᾿ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.”
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε το βράδυ της Αναστάσεως του 1922, στην γειτονιά του Μεταξουργείου και τούτος ο νεοφερμένος άνθρωπος, έμελε να γίνει ο κορυφαίος, υπαρξιακός, έλληνας ποιητής και «έφυγε» στις 30 Οκτώβρη του 1988. Φέτος συμπληρώνονται 31 χρόνια από το θάνατό του…
Το γράψιμό του, είναι η ποίηση της μνήμης, της ήττας, της μάταιης ύπαρξης, φωτισμένη από εμβληματικούς συμβολισμούς. Δεν χρησιμοποιούσε περισπούδαστο λεξιλόγιο, μα έθετε τις λέξεις με τέτοιο περίτεχνο τρόπο που κάθε φορά που τον διαβάζεις, αισθάνεσαι πως προσεγγίζεις ένα άφταστο μέρος. Ο Λειβαδίτης, ήταν ένας άνθρωπος ακέραιος, αφοσιωμένος στην ποίηση και στην ιδεολογία του. Του άρεσε να φορά ανοιχτά, άσπρα πουκάμισα. Καμιά φορά, έβαζε τα παλιά του παπούτσια, να νιώσει όπως εκείνοι, που δεν μπορούν να αγοράσουν καινούρια.
Ασχολήθηκε δυναμικά με την πολιτική, δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της αριστεράς, παίρνοντας μέρος στην αντίσταση, με συνέπεια να εξοριστεί στα χρόνια του εμφυλίου στο Μούδρο, την Μακρόνησο, τον Άη Στράτη. Στην ποίησή του, βρίσκεις την προσωπική τραγωδία αλλά και την ιστορική, από τα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας, του πολέμου, αλλά και στα επόμενα. Άνθρωπος ονειροπόλος, πίστευε στην δίκαιη μεταχείριση και στην ισότητα των ανθρώπων. Το 1946 παντρεύεται την Mαρία Στούπα, η οποία υπήρξε το στήριγμά του στα χρόνια της εξορίας αλλά και σε όλη του τη ζωή.
Ο λόγος του, λυρικός, η κάθε λέξη που βρίσκεται πλάι σε μιαν άλλη, σε οδηγεί στους κόσμους του ποιητή. σαν αχθοφόρος που δεν κουβαλά τις αποσκευές σου, μα την ίδια σου την ψυχή μέσα στο δωμάτιο της δικής του. Σου ανοίγει την πόρτα, ακουμπάς με τα μάτια το κείμενο, κλειδώνεσαι και κλυδωνίζεσαι εντός του. Σε κάθε ποίημα, κραυγάζουν οι ψίθυροι αμέτρητων άλλων ποιημάτων. Κάνεις παύση κάθε λίγους στίχους κι ακούς τους ήχους, από ένα ματωμένο τραγούδι. Νιώθεις στον ώμο το απλωμένο του χέρι, ακρωτηριασμένο από την δυσπιστία, Βλέπεις στον σελιδοποιημένο ορίζοντα, τις χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος, έναν άνθρωπο να καίγεται. Μυρίζεις τα κορμιά των ζωντανών και των νεκρών, γεύεσαι την εξαθλίωση και την ανύψωση από την κάθε σπιθαμή της ζωής του.
Κανείς δεν είναι μόνος
«Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν
……σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Αυγή και στο αριστερό, μεταπολεμικό περιοδικό γραμμάτων και τεχνών: “Επιθεώρηση Τέχνης”. Ο Λειβαδίτης παράλληλα με την ποίηση, κατείχε και μια άλλη ιδιότητα, αυτή του στιχουργού. Στιχουργήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίμη Πλέσσα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη. Τραγούδια όπως τα: “Βρέχει στην φτωχογειτονιά, “Δρόμοι που χάθηκα», “Η Δραπετσώνα”, τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, έγραψε το σενάριο για την ταινία: “Συνοικία το όνειρο”. Στην περίοδο της δικτατορίας, για βιοποριστικούς λόγους, έγραψε σε περιοδικά της εποχής ανώνυμα ή με ψευδώνυμο.
Τιμήθηκε με: Το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Κινέζικα, Σουηδικά, Σερβικά, Ουγγρικά κ.α.
Το ανεκπλήρωτο όραμα, ο αγώνας για το δίκαιο, η αλλαγή που δεν ήρθε ποτέ, ο έρωτας, ο θάνατος, ο θεός, ο πόνος, οι καθημερινοί άνθρωποι, η γυναίκα, η μεταφυσική αναζήτηση, ο ρομαντισμός, αποτέλεσαν την θεματική του ποιητή. Τα απλά αντικείμενα, τα φτηνά ξενοδοχεία, το πολεμικό μέτωπο, οι ταβέρνες, τα ραφτάδικα, οι δρόμοι, ένα δωμάτιο κρεβατοκάμαρας, οι πλατείες, ήταν τα σκηνικά, που τούτος ο ποιητικός διαβάτης έστηνε τα ενσταντανέ μια ζωής γεμάτης όνειρα για νίκες και πτοημένα ιδανικά.
Από το Ologramma[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]