Ηλίας Τουτούνης: Ο λόγος του συμβόλαιο…!!!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Παλιά, στις κλειστές κοινωνίες κυρίως της υπαίθρου, υπήρχαν θεσμοί και άγραφα νομικά έθιμα, που ρύθμιζαν τις κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητας των ανθρώπων και κρατούσαν τις ανάλογες ισορροπίες προς την επίσημη νομοθεσία. Αυτούς τους άγραφους θεσμούς, νόμους και έθιμα μπορούμε να τα κατατάξουμε σε διάφορους τομείς, όπως οικογενειακό δίκαιο, κληρονομικό δίκαιο, εμπράγματο δίκαιο, ενοχικό δίκαιο, εμπορικό δίκαιο, ποινικό- δικονομικό δίκαιο κ.λπ.
Τότε, που πάρα πολλοί δεν γνώριζαν γραφή και γράμματα, και προέβαιναν στην μεταξύ των σύναψη διαφόρων συμφωνιών, χωρίς να προβαίνουν σε συμβόλαια, σε ενοικιαστήρια, να υπογράφουν γραμμάτια, επιταγές, τιμολόγια, να χρειάζονται ληξιαρχικές πράξεις, προξενιά, μάρτυρες, και να έχουν μπέσα και να κρατούν μυστικά μ’ ασφάλεια κ.λπ. για να τις κλείσουν και χρησιμοποιούσαν μόνο και μόνο τον λόγο τους. Έτσι απλά με μια λεκτική επιβεβαίωση, με μια καρδιακή χειραψία (με το χέρι της καρδιάς, όπως λέγανε), μ’ ένα ζεστό σταυροφίλημα και μ’ ένα ποτήρι κρασί, πραγματοποιούσαν άψογα τις συναλλαγές και τις συμφωνίες της καθημερινότητάς των. Αυτή την πράξη την επισημοποιούσαν με την φράση «Δώσαμε τα χέρια!» ή «Δώσανε τα χέρια!» ή «Δώσανε τον λόγο τους!», ή και «Σταυροφιληθήκανε!», ή «Δια λόγου!»
Άπαξ και έδιναν τα χέρια, από εκείνη την χρονική στιγμή, ήταν σαν να είχαν προβεί σε έγγραφες συμβολαιογραφικές πράξεις, «κλείδωνε» όπως έλεγαν κάθε συμφωνία που σύναπταν. Δεν έφευγαν από τον λόγο τους, ακόμη και αν συνέβαιναν συνταρακτικά γεγονότα. Αναφέρεται ότι κάποιος είχε δανειστεί χρήματα από άλλον συγχωριανό του και πριν εξοφλήσει το χρέος του, από κακιά ώρα, έγινε φονικό ανάμεσα στις δυο οικογένειες και στην συνέχεια ανοίχθηκε μια βεντέτα. Όμως ο δανειολήπτης έστειλε τα χρήματα στην ώρα τους, με κάποιον άλλον και με ευχαριστήριο, ασχέτως με το τι είχε συμβεί μεταξύ των.
Από μαρτυρία που έχω καταγράψει, αναφέρεται ότι κάποιοι έδιναν ένα προσωπικό αντικείμενο με ιδιαιτερότητες που να επισυνάπτει τον κάτοχό του, σε φίλους μακριά για να πεισθεί και να προβεί σε εξυπηρέτηση. Μου ανέφερε ότι είχε στείλει το μαντήλι του που, ήταν κεντημένο με διάφορα κεντίδια και το όνομά του και, έγραφε στον φίλο του: «Αντρίκο μου σαν να είμαι εγώ!»
Το σπάσιμο ή το ξεκλείδωμα του λόγου, θεωρούταν μεγάλο παράπτωμα και αυτός που, «Έφυγε από τον λόγο του!», ή «Πάτησε τον λόγο του!» ήταν κατακριτέος από τις κλειστές κοινωνίες και η προσωπικότητά του στιγματιζόταν εφ’ όρου ζωής, από αυτή την πράξη που οποιουδήποτε μεγέθους, τους αρκούσε μόνο και μόνο που παρέβαινε τον λόγο του.
Τους σωστούς ανθρώπους που ο λόγος τους ήταν συμβόλαιο τους ονόμαζαν «ντόπρους», «αφίρι, «καραντί», «ποτάμι» γνωρίζουμε ότι το ποτάμι πάντα ρέει προς τα κάτω και δεν έχει πισωγύρισμα, γι’ αυτό το έλεγαν.
Υπήρχαν αγοραπωλησίες αγροτικών τεμαχίων και οικημάτων δια λόγου, ενοικιάσεις καλλιεργησίμων αγρών και βοσκοτόπια, σεμπριές και συνεταιριλίκια, προίκες χωρίς προικοσύμφωνα, δανεισμοί άνευ χαρτιών, επιστροφές κινητής και ακίνητης προίκας.
Επειδή όμως υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν λόγο και για διαφόρους άλλους λόγους, πολλοί σύναπταν μεταξύ τους χαρτιά, με υπογραφές σφραγίδες και με μάρτυρες. Όταν κάποιος έφερνε αντίρρηση προς τα γραμμένα, τότε έλεγαν το συνηθισμένο που ακούγεται ακόμη και σήμερα: «Χαρτιά γραμμένα, στόματα κλεισμένα!»,
Παλιά, εκ προκαταλήψεως, τρία πράγματα απόφευγαν να δίδουν σε τρίτους «Γυναίκα, άλογο και ντουφέκι», και προπαντός έλεγαν «ότι καβαλιέται δεν δίδεται» εννοώντας γυναίκα και άλογο, όμως σε έμπιστους ανθρώπους που είχαν λόγο, έσπαζε αυτή η προκατάληψη.
Σε χωριό της Πηνείας του νομού Ηλείας, δυο γείτονες στα χωράφια είχαν τσακωθεί επανειλημμένα για κτηματικές διαφορές με υπαίτιο τον ένα εξ αυτών που θεωρούταν μασκαράς και παλιάνθρωπος. Μια ημέρα ο ένας εξ αυτών που ήταν ο καλός, βρισκόταν στο μαντρί του με τα πρόβατά του, πέρασαν δυο ξένοι άνδρες καβάλα στ’ άλογά τους και σταμάτησαν να τον ρωτήσουν για τον δρόμο προς το χωριό του. Εκεί που έπιασαν κουβέντα, ο τσοπάνης τους ρώτησε: Ποιος καλός δρόμος σας φέρνει στο χωριό μας;
Αυτοί του εκμυστηρεύθηκαν ότι έρχονται στο χωριό να ρωτήσουν για κάποια κοπέλα που φτιαχνόταν ένα προξενιό. Τυχαία η κοπέλα ήταν κόρη του αντίδικου εχθρού του, μόνο που η κοπέλα ήταν καλή και δεν είχε μοιάσει του πατέρα της.
Αυτός συγκατάθεσε για την κοπέλα για να προχωρήσει το προξενιό. Έγινε το προξενιό, ακολούθησαν ο αρραβώνας και ο γάμος. Μετά τον γάμο ο πατέρας της κοπέλας ρώτησε να μάθει ποιος είχε ειπεί τα καλλίτερα λόγια για την κόρη του. Τότε ο συμπέθερος του είπε ποιος ήταν. Αυτός τινάχθηκε στον αέρα μόλις του είπανε για τον εχθρό του και δεν είπε τίποτα. Την άλλη μέρα πήγε στο κτήμα του και τον βρήκε να του ζητήσει συγνώμη και να τον ευχαριστήσει γι’ αυτό που έκανε.
Τότε πετάγεται ο καλός γείτονας και του λέει:
Φύγε από μπροστά μου ρε μασκαρά, δεν το ’κανα για τα μούτρα σου, αλλά για την τσούπα σου!
Κάποτε έτυχε να φέρουν ένα γέροντα στα δικαστήρια ως μάρτυρας για κάποια κληρονομιά. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακρίνοντας τον μάρτυρα του ανέφερε για κάποια χαρτιά που συντάχθηκαν αργότερα σε μια προσπάθεια να κάποιων να αρπάξουν κάποια κληρονομιά. Ο δε γέροντας γνωρίζοντας ότι το χωράφι είχε δοθεί δια λόγου, διαμαρτυρόμενος και με έντονο ύφος λέει προς τον πρόεδρο:
«Να χέσω στα χαρτιά σας, κύριε πρόεδρε, εγώ ήμουνα μπροστά τότενες που δώκανε τα χέρια, τι λέτε εσείς τώρα τ’ ακούω βερεσέ!»
Ο πρόεδρος κατάλαβε τα λόγια του γέροντα, και διευθέτησε το πρόβλημα.
Σήμερα ο λόγος, φαίνεται να έχει πάει πια περίπατο, όχι δεν αμφισβητούν τα λεγόμενα, αλλά γίνονται νομικές διαμάχες να διασπάσουν συμβόλαια, να καρπωθούν περιουσίες, να αποποιηθούν ευθυνών, να κατακλέψουν, να οικειοποιηθούν ξένα χρήματα κ.λπ. Δυστυχώς ένεκα αυτών γεμίσαμε δικηγόρους που πολλοί εξ αυτών στον βωμό του χρήματος φαίνεται να μας οδηγούν σε ασήμαντες δικαστικές διαμάχες, που πολλές φορές νομίζω ότι έχουν γίνει συνήθεια της εποχής.