Η παιδαγωγική της πανδημίας
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”120202″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Δημήτρη Π. Σακκούλη *
Οταν στις 26 Φεβρουαρίου επιβεβαιωνόταν το πρώτο κρούσμα του COVID-19 στην Ελλάδα, δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς τη συνέχεια: ένα εφιαλτικό ντόμινο που ανέτρεψε βίαια, σε σύντομο χρόνο, βεβαιότητες, παραδοχές και εν τέλει τον ώς τότε ρου σε κάθε επιμέρους πτυχή της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Η εκπαίδευση βρέθηκε ανέτοιμη να αντιδράσει άμεσα στις νέες συνθήκες. Υπολογίζεται ότι περισσότερο από 1,5 δισεκατομμύριο μαθητές παγκοσμίως (87,3% του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού) βρέθηκαν μακριά από τις αίθουσες διδασκαλίας. Σταδιακά, καθώς η πανδημία εξαπλωνόταν, τα εκπαιδευτικά συστήματα ανά τον κόσμο «ανασκουμπώθηκαν» και συνδυάζοντας υπάρχουσα εμπειρία και γνώση μαζί με τα νέα δεδομένα διαμόρφωσαν το νέο πλαίσιο λειτουργίας.
Στη χώρα μας όταν, στα μέσα του Μάρτη, η πανδημία άρχισε να «ριζώνει», αποφασίστηκε αρχικά η αναστολή λειτουργίας και το κλείσιμο των σχολείων και στη συνέχεια η από απόσταση λειτουργία τους. Το υβριδικό μοντέλο που υλοποιήθηκε βαφτίστηκε εξ αποστάσεως εκπαίδευση (εξΑΕ), αν και στην πραγματικότητα, όπως καταμαρτυρείται και στη διεθνή αρθρογραφία, ήταν «κατεπείγουσα διδασκαλία» (η εξΑΕ είναι διακριτός κλάδος της παιδαγωγικής με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μεθοδολογία και παιδαγωγικό υλικό). Οταν τα σχολεία άνοιξαν πάλι, η λειτουργία τους έγινε υπό συγκεκριμένους όρους με εκ περιτροπής λειτουργία και αυξημένα μέτρα προστασίας των μαθητών και των εκπαιδευτικών.
Το διάστημα Μάρτη-Ιούνη ήταν ιδιαίτερα διδακτικό για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το πρώτο σοκ διαδέχτηκαν ο στοχασμός, η διαμόρφωση σχεδίων εκπαιδευτικής δράσης και η υλοποίησής τους από απόσταση ή στην αίθουσα. Το εκπαιδευτικό προσωπικό, χωρίς ουσιαστική υποστήριξη, με ίδια μέσα και χάρη σε εκτεταμένα δίκτυα αλληλοϋποστήριξης έδειξε υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό και κατάφερε να διατηρήσει «την επαφή των μαθητών με τη γνώση». Ενδεχομένως υπήρξαν αστοχίες ή περιπτώσεις ολιγωρίας, αλλά η μεγάλη εικόνα, στο τέλος του Ιούνη, προβάλλει ένα σύστημα που στάθηκε όρθιο και γι’ αυτό ήταν καθοριστική η συμβολή των ανθρώπων που στελεχώνουν τα σχολειά μας…
Η λογική λέει ότι η σημαντική και συσσωρευμένη εμπειρία όλων πρέπει να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό της λειτουργίας των σχολείων τη νέα χρονιά. Μάταια! Ούτε σχετική επίσημη αποτίμηση λειτουργίας έγινε, ούτε συλλογή δεδομένων. Επιμέρους έρευνες μεμονωμένων ερευνητών θα υπάρξουν, αλλά αναστοχασμός επί της τρίμηνης δράσης δεν υπήρξε. Ορίστηκε η ημερομηνία έναρξης του επόμενου σχολικού έτους και περιμέναμε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου για «να δούμε και να κάνουμε».
Και όντως, εδώ και έναν μήνα, αναπτύσσεται έντονος διάλογος για τις συνθήκες ανοίγματος των σχολείων. Πότε και με ποιους όρους. Ο διάλογος εστιάζει στα αυτονόητα για τη λειτουργία του σχολείου, ανεξάρτητα από τις συνθήκες πανδημίας. Την παροχή, δηλαδή, εκπαίδευσης σε περιβάλλον ασφαλές, με υψηλό επίπεδο υγιεινής, ευχάριστο και φιλικό για τους χρήστες του (μαθητές και εκπαιδευτικούς), που υποστηρίζει τη μαθησιακή διεργασία. Την ύπαρξη, ακόμη, μόνιμου και με διαρκή παρουσία στον χώρο υποστηρικτικού προσωπικού καθαριότητας, γραμματειακής και τεχνικής υποστήριξης. Την επάρκεια, τέλος, υλικοτεχνικών υποδομών –χώρων και μέσων– που απέχουν από τα ψυχρά, απρόσωπα και κάποιες φορές ακατάλληλα σχολικά κτίρια.
Η έκταση και η ένταση του σχετικού διαλόγου αποτελούν την αποθέωση της κουστωδιακής λειτουργίας του σχολικού θεσμού. Τα σχολεία αντιμετωπίζονται κυρίως ως τόπος φύλαξης και απασχόλησης των παιδιών. Υποβαθμίζεται η μαθησιακή, κοινωνικοποιητική και ιδεολογική λειτουργία τους. Ακόμη και η ταυτότητα των εμπλεκόμενων στον διάλογο είναι ιδιάζουσα. Συμμετέχουν οι πάντες πλην των παιδαγωγών. Κανείς δεν ασχολείται με το τι και το πώς της παιδαγωγικής διεργασίας εντός του προτεινόμενου πλαισίου λειτουργίας. Η οργάνωση της σχολικής ζωής, οι χωροχρονικές ρυθμίσεις αποφασίζονται από επιστήμονες, άξιους ενδεχομένως στο πεδίο τους, που λησμονούν όμως την παιδαγωγική. Σχεδιαγράμματα οργάνωσης της αίθουσας προτάθηκαν, δίαυλοι διάδρασης αναλύθηκαν, εν ολίγοις άρχισε να διαμορφώνεται ένα μοντέλο παιδαγωγικής πρακτικής από… υγειονομικούς.
Ομως οι παιδαγωγικές πρακτικές (το «τι» και το «πώς» της διδασκαλίας) διαμορφώνουν το επικοινωνιακό πλαίσιο της τάξης και, αν και εμφανίζονται στο μικρο-επίπεδο της αίθουσας, εκφράζουν συγκεκριμένα δομικά στοιχεία του μακρο-επιπέδου. Η υβριδική λειτουργία που προτείνεται μας μεταφέρει σε γνωστές πρακτικές, στη μετωπική διδασκαλία, την αυστηρή διάταξη, την άκριτη αναπαραγωγή. Η ανοιχτότητα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη παιδαγωγική, οι προσεγγίσεις της συνεκπαίδευσης, της διαφοροποιημένης ή της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας, η μέριμνα για τις ευάλωτες / ευπαθείς ομάδες θυσιάζονται στον βωμό της νέας «παιδαγωγικής».
Η επαναλειτουργία των σχολείων με ασφάλεια, με υψηλά επίπεδα υγιεινής, είναι αυτονόητη και αδιαπραγμάτευτη. Οι υιοθετούμενες παιδαγωγικές πρακτικές όμως είναι διακύβευμα και αποκαλύπτουν την κρατούσα άποψη για «τι» περιεχόμενα αναμεταδίδονται από τον σχολικό θεσμό και «πώς» γίνεται η αναμετάδοσή τους.
*κπαιδευτικός[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]