Η μάσκα
«Ο καβαλιέρος με το μουστάκι γελούσε… Ξαφνικά την έπιασε από τη μέση, την έσφιξε με δύναμη και είπε προσταχτικά: –Βγάλε τη μάσκα σου… Η Αγαθή πέρασε το χέρι της στ΄ αυτιά και την κατέβασε αργά αργά. Και πάλι ξαφνικά, την κοίταξε, σούφρωσε τα φρύδια, έκανε μονάχα “α!” τραβήχτηκε και ξαναείπε ήρεμα: -Καλά! Φόρα τη πάλι…»
Ο μυστακοφόρος καβαλιέρος, ψιλός, λιγνός, την είδε λυγερόκορμη και φαντάστηκε ένα ταιριαστό πρόσωπο πίσω από την αποκριάτικη μάσκα της. Την πλησίασε και της ζήτησε να στροβιλιστούν στους ήχους ενός παλιού βαλς, αλλά όταν αντίκρισε το ζαρωμένο, κακοφτιαγμένο πρόσωπο της μεγαλοκοπέλας πίσω από τη μάσκα, ομολόγησε απερίφραστα ότι την προτιμούσε μασκαρεμένη…
Στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Η Μάσκα» ο Νίκος Τσιφόρος περιγράφει την απεγνωσμένη απόπειρα της ξεχασμένης στο … ράφι Αγαθής, να ψαρέψει γαμπρό από τη δεξαμενή ενός αποκριάτικου πάρτι αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, η ασφάλεια που της παρείχε η αποκριάτικη μάσκα δεν θα διαρκούσε ισοβίως…
Εικόνες μιας άλλης εποχής. Σήμερα που πέφτουν τριγύρω μας μόνο τρακατρούκες κρότου και λάμψης, κάποιοι επιλέγουν να ντυθούν διαχρονικοί μασκαράδες…