H Κρεβάτα: Διήγημα του Ηλείου λογοτέχνη Δ. Κανελλόπουλου αποκλειστικά για τους αναγνώστες της “Πρωινής”
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”126828″ img_size=”full”][vc_column_text]
Θέλοντας να προσφέρει ένα δώρο στους αναγνώστες της για συντροφιά στις εορταστικές ημέρες της καραντίνας, η «Πρωινή» σήμερα δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα το αδημοσίευτο διήγημα «Η Κρεβάτα» του Ηλείου λογοτέχνη Δημήτρη Κανελλόπουλου, στον οποίο απονεμήθηκε φέτος το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Το διήγημα θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη, σήμερα και αύριο.
[/vc_column_text][vc_column_text]
*Τοῦ Δημήτρη Κανελλόπουλου
Ἤτανε μιὰ μέρα στὸ ἔμπα τοῦ καλοκαιριοῦ ὅταν ὁ Μῆτσος Τσάχαλος πῆγε στὴν Κάπελη κι ἔκοψε στὰ κρυφὰ δυὸ μικρὲς πεῦκες καὶ μιὰ μεσαία δρῦ. Εἶχε μαζί του καὶ τὸν Ἀλάνη, ἀπὸ τὸ Νιχώρι, φίλο του γκαρδιακό. Ἀφοῦ κάνανε τὴν ἁμαρτία μεσημεριάτικα, κουρνιάσανε μέσα στὸ δάσος, γιὰ νὰ μὴ δώσουν στόχο στὴν Ἀγροφυλακή. Περιμένανε νὰ σουρουπώσει γιὰ νὰ πέσουνε κατὰ τὸ Νταρντιζέϊκο. Μὲ τοὺς κορμοὺς τῶν δέντρων, θὰ ἔφτιαχνε μιὰ καινούργια κρεβάτα, νὰ σταλιάζουν ἀπὸ κάτω οἱ πελάτες του τὸ καλοκαίρι.
Βγάλανε ἀπὸ τὸ τράστο ψωμί, τυρί, ἐλιὲς καὶ μιὰ μποτίλια μὲ οἶνο ρητηνίτη, ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Τσάχαλος τὸ ξανθοκόκκινο κρασὶ ἀπὸ τὸ βαρέλι του τὸ γιοματάρι. Φάγανε, ἤπιανε ἀπὸ τὴν πεντακοσιάρα μὲ τὸ στόμα τὸ κρασάκι τους ἀργά-ἀργά γιὰ νὰ τοὺς πιάσει, κι ἐγύρανε νὰ τὸν πάρουνε μιὰ στάλα γιατί ἤσαντε πολὺ κουρασμένοι. Ὁ Ἀλάνης ὅμως, δὲν εἶχε ὕπνο κι ἀποφάσισε νὰ λύσει τὶς περὶ τὴν φυτολογίαν ἀπορίες του. Ἔτσι, μόλις ὁ Τσάχαλος, ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ «ρητινίτου», ἄρχισε νὰ βυθίζεται στὸν γλυκὸ ὕπνο, κάτω ἀπὸ τὸν εὐεργετικὸ ἴσκιο τῶν βασιλικῶν δρυῶν, ἀκούστηκε ἡ ἀστεία, ἔνρινη φωνὴ τοῦ Ἀλάνη, τόσο ἀδιάφορη, ποὺ ἂν κάποιος τὸν ἄκουγε, θὰ νόμιζε ὅτι δίνει συνέχεια σ’ ἕναν πολὺ ἐνδιαφέροντα διάλογο γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς Φυτολογίας.
―Και βέβαια, ἐσὺ ποὺ τέλειωσες τὸ Σχολαρχεῖο ρὲ κὺρ Τσιάκαλε, θὰ γνωρίζεις ὁπωσδήποτε τὴν αἰτία ὅπου οἱ παλαιοί, ὀνομάτισαν «βασιλικὴ δρῦ» αὐτὸ τὸ ἔξοχο πρὸς κοπὴν δέντρον…
―Ρε δὲ βγάνεις τὸ σκασμό… Τώρα ποὺ εἴπαμε νὰ πλαγιάσουμε λιγάκι, σοῦ ἤρθανε οἱ ἀπορίες… Ἂς ἐρχόσουνα στὸ σχολεῖο νὰ μάθεις τοῦ εἶπε ὁ Τσάχαλος κι ἄλλαξε πλευρό… Καὶ δὲν μὲ λένε Τσιάκαλο…
―Καλά κύριος, μιὰ ἐρώτησις κάναμε… Ἂς τὸ πάρει τὸ ποτάμι…
―Κοιμήσου εἶπε ὁ Τσάχαλος, κοιμήσου κι ἔχουμε δρόμο μέχρι τὰ Παλιοκόνακα…
Ὁ Ἀλάνης σώπασε. Δὲν ἀκουγόταν ψυχὴ πουθενά. Μονάχα τὰ τζιτζίκια ἀκούγονταν ποὺ τραγουδοῦσαν κορωμένα. Ὁ Ἀλάνης, ὅπως ἦταν ἀνάσκελα γυρισμένος, εἶχε βάλει τὸ ἕνα πόδι πάνω στ’ ἄλλο καὶ κοίταγε τὸν οὐρανὸ μασουλώντας ἕνα γαργάλι… Ἀπὸ μακριὰ ἀκούγονταν τὰ σφυρίγματα ἑνὸς τσοπάνου ποὺ γύριζε τὰ πρόβατά του. Μιὰ χρυσόμυγα πέρασε σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ πάνω τους. Ὁ Τσάχαλος, τὸν εἶχε πάρει καὶ ροχάλιζε τοῦ καλοῦ καιροῦ. Κι ἐκεῖ ποὺ ὁ Ἀλάνης κοίταζε τὸν οὐρανό, μασουλώντας τὸ γαργάλι, πετάγεται καὶ λέει:
― Ὧν Εὐλάλιος εὔλαλος τέτιξ μάλα, χειμῶνος ὤρα τοῦ τέλους σιγὴν ἄγει. Ρὲ Μῆτσο, γιατί οἱ ἀρχαῖοι λέγανε τέτικς τὸν τζίτζιρα; Ἐμεῖς πῶς τὸν ἀλλάξαμε; Εἶναι ἀκαταλαβίστικο, εἶπε καὶ σηκώθηκε κάνοντας κάνα δυὸ βήματα πάρα πέρα γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν κλωτσιὰ τοῦ Τσάχαλου, ποὺ πετάχτηκε ἐπάνω καὶ τὸν κυνήγησε βρίζοντας τον… Ὁ Μῆτσος κατάλαβε ὅτι μ’ αὐτὸν τὸν μουρλὸ ποὺ ἔμπλεξε, δὲν θὰ ξεκουραζόταν. Ἄναψε τσιγάρο μουρμουρίζοντας:
― Μπὰ ποὺ νὰ λαλήσουν κουκουβάγιες στὰ κεραμίδια σου, ρὲ κερατᾶ… Ἄει ρὲ παλιόπλαση καὶ θὰ μοῦ τὸ πληρώσεις αὐτό, παλιόγυφτε Νιχωρίτη…
Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ Ἀλάνης ἐμφανίστηκε μ’ ἕνα ἱκετευτικὸ ὕφος, σὰν μετανοιωμένη μοιχαλίδα λέγοντας:
―Δεν θὰ τὸ ξανακάνω ἀδερφούλη μου, δῶς μου ἕνα τσιγάρο…
―Ἄει χάσου ρὲ τομάρι τοῦ εἶπε ὁ Τσάχαλος, ποὺ μοῦ θὲς καὶ τσιγάρο… χαημένε… ἔκανε γιὰ λίγο ἀκόμη τὸν θυμωμένο καὶ ὕστερα τοῦ πέταξε τὴν κούτα καὶ τὸ τσακμάκι μπροστὰ στὰ πόδια του. Τὸν εἶχε συγχωρήσει… Ὁ Ἀλάνης πῆρε θάρρος καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ λέει:
―Σήκω ἀδερφούλη μου νὰ φορτώσουμε τὰ ξύλα στ’ ἄλογα, σκαπέτηκε ὁ ἥλιος πέρα τὸ Γιαρμενέϊκο, ἄϊντε καλώστονε…
Ὁ Μῆτσος σηκώθηκε καὶ πιάσανε νὰ φορτώνουν τ’ ἄλογα. Ὕστερα, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις κινήσανε γιὰ τὸ χωριό. Φτάσανε στὴν Ἀνάληψη σούρουπο. Κατεβήκανε κάτι γκρέμια καὶ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ντάρντιζα. Ὕστερα κόψανε ἀριστερά, βρεθήκανε στὴν Κερασιά, πάνω ἀπὸ τὸ πατρικὸ ἀμπέλι τοῦ Μήτσου καὶ κάνανε κατὰ κάτω στοῦ Χαρατσάρι τὸ ρέμα. Νύχτωσε. Τὰ ζῶα δὲν τὰ πιέζανε γιατί ἦταν βαρὺ τὸ φορτίο. Πηγαίνανε σιγά-σιγά. Φτάσανε στὴν Ἁγιὰ Παρασκευή. Ἐκεῖ σταθήκανε λιγάκι νὰ ξαποστάσουνε. Ἤπιανε νερὸ ἀπ’ τὸ ρέμα κι ὕστερα κάθισαν πάνω σὲ κάτι κοτρῶνες ποὺ ἤσαν ἔξω ἀπ’ τὸ παλιὸ ἐκκλησάκι. Ἀνάψανε τσιγάρο κι ὁ Ἀλάνης ρώτησε:
―Ἀπὸ ποῦ θὰ μποῦμε στὸ χωριό; Ἀπὸ τὴν Κάτου Ρούγα ἢ τοῦ Φώτη;
―Εἶναι νωρίς, εἶπε ὁ Μῆτσος. Θὰ πᾶμε ἀπὸ τοῦ Φώτη, γιατὶ ἅμα πᾶμε ἀπὸ τὴν Κάτου Ρούγα, μπορεῖ νὰ μᾶς πάρει τὸ αὐτὶ ἢ τὸ μάτι τῆς κυρὰ Ὀλυμπίας κι αὔριο θὰ ἔχουμε περιπέτειες μὲ τὸν ἐνωματάρχη…
―Ἀφοῦ εἶναι φίλος σου ὁ Καρποῦζος, εἶπε Ἀλάνης πειραχτικά… Κι ὁ ἀδερφός σου εἶναι δασάρχης, ἐσένα θὰ πιάσουνε;
―Ρε μαῦρε, ὁ Φώτης ἅμα ἔχει καταγγελία, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα… ἀπὲ ὁ ἀδερφός μου… Ἄστα, μ’ αὐτόνε καλύτερα νὰ μὴν μπλέξεις. Ἐδῶ τοῦ πῆγε κεῖνος ὁ ἀνθρωπάκος ἀπὸ τὸ Κριεκούκι, ὁ Κουρνοῦτος ἕνα ἀρνί, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει κι κεῖνος τὸν ἔστειλε μέσα γιὰ δωροδοκία…
―Σώπα ρέ, κάτι ἄκουσα… Εἶναι ἀλήθεια; τί ἔγινε ἀδερφούλη μου μὲ τὸν Κουρνοῦτο; Λένε ὅτι ὁ Συλαϊδής, ὁ σταφιδέμπορας, ἔφαγε τὰ λυσιακά του νὰ τόνε βγάλει ἀπὸ τὴν καζάρμα… Ἀκόμη λένε, ὅτι ἔβαλε τὸν Γόντικα, νὰ τὸν μεταθέσει τὸν νεμουτιάνο στὴ Θράκη..
―Τί, δὲν ἔμαθες τί ἔγινε;
―Όχι εἶπε ὁ Ἀλάνης…
Κι ὁ Μῆτσος ἄρχισε νὰ τοῦ διηγεῖται, πὼς ἡ νύφη του ἡ Μαρία, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ ἀδελφοῦ του ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐδέχθη ἕνα σφάγιο κι ἕνα καδούλι τυρὶ ὡς πεσκέσι ἀπὸ ἕναν Κορνοῦτο. Κρεκουκιώτη. Γιὰ νὰ μεσολαβήσει νὰ μὴν περάσει ὁ δρόμος ἀπ’ τὸ χωράφι του. Τοῦ εἶπε ἀκόμη, πώς, ὁ ἀδερφὸς του ὁ Δασάρχης γύρισε καὶ ὅταν τὸ ἔμαθε, πῆγε στὸ τμῆμα Χωροφυλακῆς καὶ ζήτησε τὴν δίωξη τοῦ Κουρνούτου γιὰ δωροδοκία. Δικάστηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ μετὰ τὴν δίκη, ὁ ἀδερφὸς τοῦ Μήτσου πῆγε στὸ σπίτι του καὶ εἶπε στὴν γυναίκα του:
―Μαρία για νὰ ἐκδικασθεῖ μία ὑπόθεσις δωροδοκίας, πρέπει νὰ ὑπάρχουν δυὸ κατηγορούμενοι… Αὐτὸς ὁ ὁποῖος δωροδοκεῖ καὶ ἕτερος ὁ ὁποῖος δωροδοκεῖται… Δι’ αὐτὸ Μαρία σὲ ἐνημερώνω, πὼς τελευταία φορὰ ὁ δικαστὴς μοὶ ἔκαμε τὴν χάριν κι ἐδίκασεν τὸν ἕναν! Τὴν ἑπομένην, εἰς τὸ ἑδώλιον θὰ εἶναι δύο…
Ὁ Ἀλάνης δὲν πίστευε στ’ αὐτιά του. Ποῦ καὶ ποῦ μονολογοῦσε:
― Τί λὲ ρ’ ἀδερφάκι μου… τί λὲ ρ’ ἀδερφάκι μου…
Ξεχαστήκανε μὲ τὴν κουβέντα μέσα στὴν ἀφέγγαρη νύχτα, μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Ἁγιὰ Παρασκευῆς. Ὁ Ἀλάνης, ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία καὶ κάπνιζε ἀπὸ τὸ πακέτο τοῦ Μήτσου, τὸ ἕνα τσιγάρο πίσω ἀπὸ τ’ ἄλλο.
―Σήκω Ἀλάνη, μᾶς πῆρε μεσονύχτι εἶπε ὁ Μῆτσος, σήκω καὶ πᾶμε ἀπὸ τὴν Κάτω Ρούγα, θὰ κοιμᾶται τώρα ἡ κυρία Ὀλυμπία…
Φτάσανε στὸ χωριὸ μιὰ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Περάσανε τὸν Ἀράπη στὴν πλατεία καὶ μπήκανε στὸν Κῆπο ἀπὸ τοῦ Μπεηντάση. Ξεφορτώσανε τ’ ἄλογα κι ἀνεβήκανε στὸ σπίτι. Ἡ γυναίκα τοῦ Μήτσου φώναξε:
―Ἔχει φαὶ καὶ κρασὶ στὸ τραπέζι… ἀνάφτε τὴ λάμπα…
Βάλανε μιὰ μπουκιὰ στὸ στόμα τους καὶ πέσανε ξεροί, γιατί ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦν νωρὶς τὸ πρωὶ νὰ φτιάξουν τὴν κρεβάτα. Τὸ πρωὶ τοὺς ξύπνησε ὁ Δημητράκης ὁ Τσούντας, ποὺ ἦρθε μὲ τὰ σύνεργα. Ὁ Τσάχαλος ἔστειλε τὸν μεγάλο του γιὸ τὸν Ἀντρέα μὲ τὸν Ἀλάνη νὰ κόψουνε φτέρη στὰ Παλιομάντρια γιὰ νὰ τὴν βάλουνε γιὰ σκέπαστρο. Κατόπιν ἄρχισε μὲ τὸν Τσούντα νὰ πλανίζει τὶς δοκοὺς καὶ τὶς βέργες. Μετὰ σκάψανε τοὺς λάκκους καὶ χώσανε μέσα τοὺς δοκούς. Κατὰ τὴν μία ἡ ὥρα, γύρισε τὸ παιδὶ μὲ τὸν Ἀλάνη. Πλέξανε τὴ φτέρη ἀπάνω στὶς βέργες καὶ ἡ κρεβάτα ἤτανε σὰ μιὰ ζωγραφιά. Ἡ γυναίκα τοῦ Τσάχαλου ἔφερε τσίπουρα καὶ μεζέδες νὰ πιοῦνε. Ὁ Κλειτσινάρας ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πέρασε καὶ μόλις εἶδε τὴν κρεβάτα φώναξε τοῦ Μήτσου:
― Καλὸ καλοκαίρι Τσάχαλε, ἕτοιμη βλέπω ἡ κρεβάτα…
― Εὐχαριστῶ Ἰσίδωρε, κόπιασε νὰ πάρεις ἕνα μεζέ…
― Εὐχαριστῶ Μῆτσο, ἀλλὰ ἔχω φάει… Τσιγάρα δῶς μου καὶ γράφτα…
Ὁ Μῆτσος τοῦ ’δωσε τὰ τσιγάρα, κάτι εἴπανε γιὰ τὰ πολιτικὰ κι ὁ Κλειτσινάρας γύρισε τὰ πίσω, κατὰ τὴν Κάτου Ρούγα. Ἡ παρέα τὸ διέλυσε καὶ ὁ Ἀλάνης ἀφοῦ φόρτωσε ἐμπορεύματα στὸ ἄλογο, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Νιχώρι, φωνάζοντας στὸν Τσάχαλο:
―Μήτσο, ὧν εὐλάλιος εὔλαλος τέτιξ μάλα, χειμῶνος ὤρα τοῦ τέλους σιγὴν ἄγει… Γειὰ ρέεε…
―Γειὰ σου τέτιξ παλαβέ, εἶπε ὁ Μῆτσος καὶ συνέχισε τὴν δουλειά του. Ἡ γυναίκα του κατέβηκε μ’ ἕναν δίσκο μὲ πλυμένα ποτήρια. Τ’ ἀκούμπησε στὸν μπάγκο καὶ τοῦ εἶπε:
―Καλορίζικη ἡ κρεβάτα Μῆτσο…
―Φχαριστῶ γυναίκα τῆς ἀπάντησε καὶ συνέχισε τὴ δουλειά του…
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, τὴν ὥρα ποὺ ὁ κόσμος κινοῦσε γιὰ τὶς δουλειὲς του ὁ Τσάχαλος, ἤτανε ἤδη πίσω ἀπὸ τὸν μπάγκο καὶ ταχτοποιοῦσε τὰ πράγματα τοῦ μαγαζιοῦ μιᾶς κι ἤτανε Πέμπτη, μέρα ποὺ πάντοτε ἔσφαζε μοσχάρι. Συγύριζε καθὼς εἶχε πολὺ δουλειὰ· καὶ χέρια δὲν εἶχε νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀφοῦ τὰ παιδιὰ του ἤσαντε μικρὰ κι ὁ Ἀλάνης ὁ ἀχώριστος φίλος καὶ βοηθὸς του ἔφυγε γιὰ τὸ Νιχώρι.
Ἀπ’ τὸ πρωὶ φαινόταν ὅτι ἡ μέρα θὰ ἦταν ζεστή. Εἶχε πέσει τὸ ἀεράκι ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ψηλά, ἀπ’ τὴν Κάπελη. Δὲν κουνιόταν φύλο. Στὸ χωριὸ κυκλοφοροῦσαν μόνο τὰ παιδιὰ ποὺ σκάρωναν διάφορες τρέλες στὴν πλατεία, μπροστὰ στὸ σπίτι τοῦ Ἀγά, τὸν Ἀράπη ὅπως τὸ ἔλεγαν. Οἱ φωνὲς τους ἔσκιζαν τὴν καλοκαιρινὴ εὐδία.
Κατὰ τὶς ἕντεκα τὸ πρωί, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τσάχαλος ἀκόνιζε τὰ μαχαίρια του, ἦρθε τρέχοντας καὶ μπῆκε μέσα στὸ μαγαζί, ὁ τρίτος γιὸς του ὁ Γιωργάκης, ἕνα παιδάκι πέντε-ἕξι χρόνων, φωνάζοντας:
―Πατέρα, πατέρα συχαρίκια…
―Πάρε ἕνα λουκούμι ρέ, τοῦ εἶπε ὁ Μῆτσος, πίσω ἀπὸ τὸν μπάγκο…, πὲς ρέ, τὸ πῆρες τὸ λουκούμι;
―Ναὶ πατέρα, τὸ ’φαγα κιόλα, εἶπε τὸ παιδάκι ξεφυσώντας ἀπὸ τὸ τρέξιμο, πατέρα, ἔρχεται ὁ μπάρμπας μου ὁ Γιώρης καβάλα στ’ ἄλογο…
― Ναὶ ρέ; Καὶ ποῦ εἶναι τώρα;
― Στὴν Ντρόκλα πατέρα… καβάλα στ’ ἄλογο…
― Πάρε ἄλλο ἕνα ρὲ κι ἀνέβα ἀπάνω στὴ μάνα σου νὰ τῆς τὸ εἰπῆς… ―Δὲ θέλω ἄλλο… Θὰ μ’ ἀφήκεις νὰ πιῶ κρασὶ μὲ τὸ φαὶ πατέρα;…
― Ὅταν φύγει ὁ μπάρμπας σου θὰ σ’ ἀφήκω…, σύρε πάνω καὶ πὲς τῆς μάνας σου ὅτι ἔρχεται ὁ θεῖος, γρήγορα…
Τὸ παιδάκι ἔφυγε τρέχοντας κι ὁ Μῆτσος ἔπλυνε τὰ χέρια του, ἔβγαλε μιὰ μεγάλη ποδιὰ ποὺ φοροῦσε καὶ βγῆκε ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν κρεβάτα, περιμένοντας τὸν μικρό του ἀδερφὸ τὸν Δασάρχη. Τὸ καμάρι του!
(η συνέχεια στο αυριανό φύλλο)
*Βιογραφικό σημείωμα
Ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στὴ Νεμούτα, τὸ 1954 ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπατρίστηκε τὸ 1958, ἀκολουθώντας τὴν οἰκογένειά του, στὴν Ἀθήνα, ὡς ἐσωτερικὸς μετανάστης. Σπούδασε Ἱστορία-Φιλοσοφία στὸ Πανεπιστήμιο Babes–Bolyai τοῦ Cluj Napoca τῆς Ρουμανίας καὶ εἶναι πτυχιοῦχος τοῦ Ἱστορικοῦ-Ἀρχαιολογικοῦ Τμήματος τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος διάφορων ἐκδοτικῶν οἴκων καὶ ὡς Φιλόλογος στὴν ἰδιωτικὴ ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς ποιημάτων Ὁμίχλη πέτρινη (Ἠριδανός, 1986) Σκυθικὲς Ἐρημίες (Κολωνός, 1996), Σιγὴ Ἀσυρμάτου (Κολωνός, 2005), Κλίνη Σπόρου, Καλὴ (Ὀροπέδιο 2010) καὶ Τὸ φράγμα τῆς μνήμης, (Ὀροπέδιο 2017), καθὼς καὶ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ θάνατος τοῦ ἀστρίτη καὶ ἄλλες ἱστορίες, (Κίχλη 2018), γιὰ τὸ ὁποῖο βραβεύτηκε μὲ τὸ Α΄ Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος, τὸ 2019. Ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὴ Ρουμανικὴ Λογοτεχνία τοῦ περιοδικοῦ «Πολιορκία», τεῦχος 16, Ἀπρίλιος 1982. Τὸ 1984, ὀργάνωσε καὶ παρουσίασε στὸ ρουμανικὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, τὴν ἀνθολογία νεοελληνικῆς ποίησης μὲ τὸ τίτλο 42 Poeti grecii contemporani, (42 σύγχρονοι ἕλληνες ποιητές) Edidura DACIA, Cluj Napoca, Ρουμανίας. Τὸ 1996 ἐπιμελήθηκε τὸ θέμα τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον τεῦχος 24, τὸ ἀφιερωμένο στὸ ρουμάνο ποιητὴ Anatol Baconsky. Ποιήματα καὶ διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἑλληνικὰ καὶ ξένα περιοδικά. Ἀπὸ τὸ 2006 ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]