FOLLOW US: facebook twitter

H Κρεβάτα: Διήγημα του Ηλείου λογοτέχνη Δ. Κανελλόπουλου αποκλειστικά για τους αναγνώστες της “Πρωινής”

Ημερομηνία: 30-12-2020 | Συντάκτης:
Θέλοντας να προσφέρει ένα δώρο στους αναγνώστες της για συντροφιά στις εορταστικές ημέρες της καραντίνας, η «Πρωινή» σήμερα δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα το αδημοσίευτο διήγημα «Η Κρεβάτα» του Ηλείου λογοτέχνη Δημήτρη Κανελλόπουλου, στον οποίο απονεμήθηκε φέτος το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Το διήγημα θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη, σήμερα και αύριο.
*Τοῦ Δημήτρη Κανελλόπουλου

 

Ἤ­τα­νε μιὰ μέ­ρα στὸ ἔμ­πα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ὅ­ταν ὁ Μῆ­τσος Τσά­χα­λος πῆ­γε στὴν Κά­πε­λη κι ἔ­κο­ψε στὰ κρυ­φὰ δυ­ὸ μι­κρὲς πεῦκες καὶ μιὰ με­σαί­α δρῦ. Εἶ­χε μα­ζί του καὶ τὸν Ἀ­λά­νη, ἀ­πὸ τὸ Νι­χώ­ρι, φί­λο του γκαρ­δια­κό. Ἀ­φοῦ κά­να­νε τὴν ἁ­μαρ­τί­α με­ση­με­ρι­ά­τι­κα, κουρ­νι­ά­σα­νε μέ­σα στὸ δά­σος, γιὰ νὰ μὴ δώ­σουν στό­χο στὴν Ἀ­γρο­φυ­λα­κή. Πε­ρι­μέ­να­νε νὰ σου­ρου­πώ­σει γιὰ νὰ πέ­σου­νε κα­τὰ τὸ Νταρ­ντι­ζέ­ϊ­κο.  Μὲ τοὺς κορ­μοὺς τῶν δέν­τρων, θὰ ἔ­φτια­χνε μιὰ και­νούρ­για κρε­βά­τα, νὰ στα­λιά­ζουν ἀ­πὸ κά­τω οἱ πε­λά­τες του τὸ κα­λο­καί­ρι.

Βγά­λα­νε ἀ­πὸ τὸ τρά­στο ψω­μί, τυ­ρί, ἐ­λι­ὲς καὶ μιὰ μπο­τί­λια μὲ οἶ­νο ρη­τη­νί­τη, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦ­σε ὁ Τσά­χα­λος τὸ ξαν­θο­κόκ­κι­νο κρα­σὶ ἀ­πὸ τὸ βα­ρέ­λι του τὸ γι­ο­μα­τά­ρι. Φά­γα­νε, ἤ­πια­νε ἀ­πὸ τὴν πεν­τα­κο­σιά­ρα μὲ τὸ στό­μα τὸ κρα­σά­κι τους ἀρ­γά-ἀρ­γά γιὰ νὰ τοὺς πιά­σει, κι ἐ­γύ­ρα­νε νὰ τὸν πά­ρου­νε μι­ὰ στά­λα για­τί ἤ­σαν­τε πο­λὺ κου­ρα­σμέ­νοι. Ὁ  Ἀ­λά­νης ὅ­μως, δὲν εἶ­χε ὕ­πνο κι ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ λύ­σει τὶς πε­ρὶ τὴν φυ­το­λο­γί­αν ἀ­πο­ρί­ες του. Ἔ­τσι, μό­λις ὁ Τσά­χα­λος, ὑ­πὸ τὴν ἐ­πιρ­ρο­ὴ τοῦ «ρη­τι­νί­του», ἄρ­χι­σε νὰ βυ­θί­ζε­ται στὸν γλυ­κὸ ὕ­πνο, κά­τω ἀ­πὸ τὸν εὐ­ερ­γε­τι­κὸ ἴ­σκιο τῶν βα­σι­λι­κῶν δρυ­ῶν, ἀ­κού­στη­κε ἡ ἀ­στεί­α, ἔν­ρι­νη φω­νὴ τοῦ Ἀ­λά­νη, τό­σο ἀ­δι­ά­φο­ρη, ποὺ ἂν κά­ποι­ος τὸν ἄ­κου­γε, θὰ νό­μι­ζε ὅ­τι δί­νει συ­νέ­χεια σ’ ἕ­ναν πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα δι­ά­λο­γο γιὰ τὴν ἐ­πι­στή­μη τῆς Φυ­το­λο­γί­ας.

―Και βέ­βαι­α, ἐ­σὺ ποὺ τέ­λει­ω­σες τὸ Σχο­λαρ­χεῖ­ο ρὲ κὺρ Τσι­ά­κα­λε, θὰ γνω­ρί­ζεις ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὴν αἰ­τί­α ὅ­που οἱ πα­λαι­οί, ὀ­νο­μά­τι­σαν «βα­σι­λι­κὴ δρῦ» αὐ­τὸ τὸ ἔ­ξο­χο πρὸς κο­πὴν δέν­τρον…

―Ρε δὲ βγά­νεις τὸ σκα­σμό… Τώ­ρα ποὺ εἴ­πα­με νὰ πλα­γι­ά­σου­με λι­γά­κι, σοῦ ἤρ­θα­νε οἱ ἀ­πο­ρί­ες… Ἂς ἐρ­χό­σου­να στὸ σχο­λεῖ­ο νὰ μά­θεις τοῦ εἶ­πε ὁ Τσά­χα­λος κι ἄλ­λα­ξε πλευ­ρό… Καὶ δὲν μὲ λέ­νε Τσι­ά­κα­λο…

―Κα­λά κύ­ριος, μιὰ ἐ­ρώ­τη­σις κά­να­με… Ἂς τὸ πά­ρει τὸ πο­τά­μι…

―Κοι­μή­σου εἶ­πε ὁ Τσά­χα­λος, κοι­μή­σου κι ἔ­χου­με δρό­μο μέ­χρι τὰ Πα­λι­ο­κό­να­κα…

Ὁ Ἀ­λά­νης σώ­πα­σε. Δὲν ἀ­κου­γό­ταν ψυ­χὴ που­θε­νά. Μο­νά­χα τὰ τζιτ­ζί­κια ἀ­κού­γον­ταν ποὺ τρα­γου­δοῦ­σαν κο­ρω­μέ­να. Ὁ Ἀ­λά­νης, ὅ­πως ἦ­ταν ἀ­νά­σκε­λα γυ­ρι­σμέ­νος, εἶ­χε βά­λει τὸ ἕ­να πό­δι πά­νω στ’ ἄλ­λο καὶ κοί­τα­γε τὸν οὐ­ρα­νὸ μα­σου­λών­τας ἕ­να γαρ­γά­λι… Ἀ­πὸ μα­κριὰ ἀ­κού­γον­ταν τὰ σφυ­ρίγ­μα­τα ἑ­νὸς τσο­πά­νου ποὺ γύ­ρι­ζε τὰ πρό­βα­τά του. Μιὰ χρυ­σό­μυ­γα πέ­ρα­σε σὰν ἀ­στρα­πὴ ἀ­πὸ πά­νω τους. Ὁ Τσά­χα­λος, τὸν εἶ­χε πά­ρει καὶ ρο­χά­λι­ζε τοῦ κα­λοῦ και­ροῦ. Κι ἐ­κεῖ ποὺ ὁ Ἀ­λά­νης κοί­τα­ζε τὸν οὐ­ρα­νό, μα­σου­λών­τας τὸ γαρ­γά­λι, πε­τά­γε­ται καὶ λέ­ει:

― Ὧν Εὐ­λά­λιος εὔ­λα­λος τέ­τιξ μά­λα,  χει­μῶ­νος ὤ­ρα τοῦ τέ­λους σι­γὴν ἄ­γει. Ρὲ Μῆ­τσο, για­τί οἱ ἀρ­χαῖ­οι λέ­γα­νε τέτικς τὸν τζίτ­ζι­ρα; Ἐ­μεῖς πῶς τὸν ἀλ­λά­ξα­με; Εἶ­ναι ἀ­κα­τα­λα­βί­στι­κο, εἶ­πε καὶ ση­κώ­θη­κε κά­νον­τας κά­να δυ­ὸ βή­μα­τα πά­ρα πέ­ρα γιὰ ν’ ἀ­πο­φύ­γει τὴν κλω­τσιὰ τοῦ Τσά­χα­λου, ποὺ πε­τά­χτη­κε ἐ­πά­νω καὶ τὸν κυ­νή­γη­σε βρί­ζον­τας τον…           Ὁ Μῆ­τσος κα­τά­λα­βε ὅ­τι μ’ αὐ­τὸν τὸν μουρ­λὸ ποὺ ἔμ­πλε­ξε, δὲν θὰ ξε­κου­ρα­ζό­ταν. Ἄ­να­ψε τσι­γά­ρο μουρ­μου­ρί­ζον­τας:

― Μπὰ ποὺ νὰ λα­λή­σουν κου­κου­βά­γι­ες στὰ κε­ρα­μί­δια σου, ρὲ κε­ρα­τᾶ… Ἄ­ει ρὲ πα­λι­ό­πλα­ση καὶ θὰ μοῦ τὸ πλη­ρώ­σεις αὐ­τό, πα­λι­ό­γυ­φτε Νι­χω­ρί­τη…

Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ὁ Ἀ­λά­νης ἐμ­φα­νί­στη­κε μ’ ἕ­να ἱ­κε­τευ­τι­κὸ ὕ­φος, σὰν με­τα­νοι­ω­μέ­νη μοιχαλίδα λέ­γον­τας:

―Δεν θὰ τὸ ξα­να­κά­νω ἀ­δερ­φού­λη μου, δῶς μου ἕ­να τσι­γά­ρο…

―Ἄ­ει χά­σου ρὲ το­μά­ρι τοῦ εἶ­πε ὁ Τσά­χα­λος, ποὺ μοῦ θὲς καὶ τσι­γά­ρο… χα­η­μέ­νε… ἔ­κα­νε γιὰ λί­γο ἀ­κό­μη τὸν θυ­μω­μέ­νο καὶ ὕ­στε­ρα τοῦ πέ­τα­ξε τὴν κού­τα καὶ τὸ τσα­κμά­κι μπρο­στὰ στὰ πό­δια του. Τὸν εἶ­χε συγ­χω­ρή­σει… Ὁ Ἀ­λά­νης πῆ­ρε θάρ­ρος καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τοῦ λέ­ει:

―Σή­κω ἀ­δερ­φού­λη μου νὰ φορ­τώ­σου­με τὰ ξύ­λα στ’ ἄ­λο­γα, σκα­πέ­τη­κε ὁ ἥ­λιος πέ­ρα τὸ Γι­αρ­με­νέ­ϊ­κο, ἄ­ϊν­τε κα­λώ­στο­νε…

Ὁ Μῆ­τσος ση­κώ­θη­κε καὶ πι­ά­σα­νε νὰ φορ­τώ­νουν τ’ ἄ­λο­γα. Ὕ­στε­ρα, μὲ χί­λι­ες δυ­ὸ προ­φυ­λά­ξεις κι­νή­σα­νε γιὰ τὸ χω­ριό. Φτά­σα­νε στὴν Ἀ­νά­λη­ψη σού­ρου­πο. Κα­τε­βή­κα­νε κά­τι γκρέ­μια καὶ βγῆ­καν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ντάρ­ντι­ζα. Ὕ­στε­ρα κό­ψα­νε ἀ­ρι­στε­ρά, βρε­θή­κα­νε στὴν Κε­ρα­σιά, πά­νω ἀ­πὸ τὸ πα­τρι­κὸ ἀμ­πέ­λι τοῦ Μή­τσου καὶ κά­να­νε κα­τὰ κά­τω στοῦ Χα­ρα­τσά­ρι τὸ ρέ­μα. Νύ­χτω­σε. Τὰ ζῶ­α δὲν τὰ πι­έ­ζα­νε για­τί ἦ­ταν βα­ρὺ τὸ φορ­τί­ο. Πη­γαί­να­νε σι­γά-σι­γά. Φτά­σα­νε στὴν Ἁ­γιὰ Πα­ρα­σκευ­ή. Ἐ­κεῖ στα­θή­κα­νε λι­γά­κι νὰ ξα­πο­στά­σου­νε. Ἤ­πια­νε νε­ρὸ ἀ­π’ τὸ ρέ­μα κι ὕ­στε­ρα κά­θι­σαν πά­νω σὲ κά­τι κο­τρῶ­νες ποὺ ἤ­σαν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πα­λιὸ ἐκ­κλη­σά­κι. Ἀ­νά­ψα­νε τσι­γά­ρο κι ὁ Ἀ­λά­νης ρώ­τη­σε:

―Ἀ­πὸ ποῦ θὰ μποῦ­με στὸ χω­ριό; Ἀ­πὸ τὴν Κά­του Ρού­γα ἢ τοῦ Φώ­τη;

―Εἶ­ναι νω­ρίς, εἶ­πε ὁ Μῆ­τσος. Θὰ πᾶ­με ἀ­πὸ τοῦ Φώ­τη, γιατὶ  ἅ­μα πᾶ­με ἀ­πὸ τὴν Κά­του Ρού­γα, μπο­ρεῖ νὰ μᾶς πά­ρει τὸ αὐ­τὶ ἢ τὸ μά­τι τῆς κυ­ρὰ Ὀ­λυμ­πί­ας κι αὔ­ριο θὰ ἔ­χου­με πε­ρι­πέ­τει­ες μὲ τὸν ἐ­νω­μα­τάρ­χη…

―Ἀ­φοῦ εἶ­ναι φί­λος σου ὁ Καρ­ποῦ­ζος, εἶ­πε Ἀ­λά­νης πει­ρα­χτι­κά… Κι ὁ ἀ­δερ­φός σου εἶ­ναι δα­σάρ­χης, ἐ­σέ­να θὰ πι­ά­σου­νε;

―Ρε μαῦ­ρε, ὁ Φώ­της ἅ­μα ἔ­χει κα­ταγ­γε­λί­α, δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τί­πο­τα… ἀ­πὲ ὁ ἀ­δερ­φός μου… Ἄ­στα, μ’ αὐ­τό­νε κα­λύ­τε­ρα νὰ μὴν μπλέ­ξεις. Ἐ­δῶ τοῦ πῆ­γε κεῖ­νος ὁ ἀν­θρω­πά­κος ἀ­πὸ τὸ Κρι­ε­κού­κι, ὁ Κουρ­νοῦ­τος ἕ­να ἀρ­νί, χω­ρὶς νὰ τοῦ τὸ ζη­τή­σει κι κεῖ­νος τὸν ἔ­στει­λε μέ­σα γιὰ δω­ρο­δο­κί­α…

―Σώ­πα ρέ, κά­τι ἄ­κου­σα… Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια; τί ἔ­γι­νε ἀ­δερ­φού­λη μου μὲ τὸν Κουρ­νοῦ­το; Λέ­νε ὅ­τι ὁ Συ­λα­ϊ­δής, ὁ στα­φι­δέμ­πο­ρας, ἔ­φα­γε τὰ λυ­σια­κά του νὰ τό­νε βγά­λει ἀ­πὸ τὴν κα­ζάρ­μα… Ἀκόμη λέ­νε, ὅ­τι ἔ­βα­λε τὸν Γόν­τι­κα, νὰ τὸν με­τα­θέ­σει τὸν νε­μου­τιά­νο στὴ Θρά­κη..

―Τί, δὲν ἔ­μα­θες τί ἔ­γι­νε;

―Ό­χι εἶ­πε ὁ Ἀ­λά­νης…

Κι ὁ Μῆ­τσος ἄρ­χι­σε νὰ τοῦ δι­η­γεῖ­ται, πὼς ἡ νύ­φη του ἡ Μα­ρί­α, ἐν ἀ­που­σί­ᾳ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, ἐ­δέ­χθη ἕ­να σφά­γιο κι ἕ­να κα­δού­λι τυ­ρὶ ὡς πε­σκέ­σι ἀ­πὸ ἕ­ναν Κορ­νοῦ­το. Κρε­κου­κι­ώ­τη. Γιὰ νὰ με­σο­λα­βή­σει νὰ μὴν πε­ρά­σει ὁ δρό­μος ἀ­π’ τὸ χω­ρά­φι του. Τοῦ εἶ­πε ἀ­κό­μη, πώς, ὁ ἀ­δερ­φὸς του ὁ Δα­σάρ­χης γύ­ρι­σε καὶ ὅ­ταν τὸ ἔ­μα­θε, πῆ­γε στὸ τμῆ­μα Χω­ρο­φυ­λα­κῆς καὶ ζή­τη­σε τὴν δί­ω­ξη τοῦ Κουρ­νού­του γιὰ δω­ρο­δο­κί­α. Δι­κά­στη­κε ὁ ἄν­θρω­πος καὶ με­τὰ τὴν δί­κη, ὁ ἀ­δερ­φὸς τοῦ Μή­τσου πῆ­γε στὸ σπί­τι του καὶ εἶ­πε στὴν γυ­ναί­κα του:

―Μαρία για νὰ ἐκ­δι­κα­σθεῖ μί­α ὑ­πό­θε­σις δω­ρο­δο­κί­ας, πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χουν δυ­ὸ κα­τη­γο­ρού­με­νοι… Αὐ­τὸς ὁ ὁ­ποῖ­ος δω­ρο­δο­κεῖ καὶ ἕ­τε­ρος ὁ ὁ­ποῖ­ος δω­ρο­δο­κεῖ­ται… Δι’ αὐ­τὸ Μα­ρί­α σὲ ἐ­νη­με­ρώ­νω, πὼς τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ὁ δι­κα­στὴς μοὶ ἔ­κα­με τὴν χά­ριν κι ἐ­δί­κα­σεν τὸν ἕ­ναν! Τὴν ἑ­πο­μέ­νην, εἰς τὸ ἑ­δώ­λιον θὰ εἶ­ναι δύο…

Ὁ Ἀ­λά­νης δὲν πί­στευ­ε στ’ αὐ­τιά του. Ποῦ καὶ ποῦ μο­νο­λο­γοῦ­σε:

― Τί λὲ ρ’ ἀ­δερ­φά­κι μου… τί λὲ ρ’ ἀ­δερ­φά­κι μου…

 

Ξε­χα­στή­κα­νε μὲ τὴν κου­βέν­τα μέ­σα στὴν ἀ­φέγ­γα­ρη νύ­χτα, μπρο­στὰ στὴν πόρ­τα τῆς Ἁ­γιὰ Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ὁ Ἀ­λά­νης, ἅρ­πα­ξε τὴν εὐ­και­ρί­α καὶ κά­πνι­ζε ἀ­πὸ τὸ πα­κέ­το τοῦ Μή­τσου, τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο πί­σω ἀ­πὸ τ’ ἄλ­λο.

―Σή­κω Ἀ­λά­νη, μᾶς πῆ­ρε με­σο­νύ­χτι εἶ­πε ὁ Μῆ­τσος, σή­κω καὶ πᾶ­με ἀ­πὸ τὴν Κά­τω Ρού­γα, θὰ κοι­μᾶ­ται τώ­ρα ἡ κυ­ρί­α Ὀ­λυμ­πί­α…

Φτά­σα­νε στὸ χω­ριὸ μιὰ ὥ­ρα με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα. Πε­ρά­σα­νε τὸν Ἀ­ρά­πη στὴν πλα­τεί­α καὶ μπή­κα­νε στὸν Κῆ­πο ἀ­πὸ τοῦ Μπε­ην­τά­ση. Ξε­φορ­τώ­σα­νε τ’ ἄ­λο­γα κι ἀ­νε­βή­κα­νε στὸ σπί­τι. Ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Μή­τσου φώ­να­ξε:

―Ἔ­χει φαὶ καὶ κρα­σὶ στὸ τρα­πέ­ζι… ἀ­νά­φτε τὴ λάμ­πα…

Βά­λα­νε μιὰ μπου­κιὰ στὸ στό­μα τους καὶ πέ­σα­νε ξε­ροί, για­τί ἔ­πρε­πε νὰ σηκω­θοῦν νω­ρὶς τὸ πρω­ὶ νὰ φτιά­ξουν τὴν κρε­βά­τα. Τὸ πρω­ὶ τοὺς ξύ­πνη­σε ὁ Δη­μη­τρά­κης ὁ Τσούν­τας, ποὺ  ἦρ­θε μὲ τὰ σύ­νερ­γα. Ὁ Τσά­χα­λος ἔ­στει­λε τὸν  με­γά­λο του γιὸ τὸν Ἀν­τρέ­α μὲ τὸν Ἀ­λά­νη νὰ κό­ψου­νε φτέ­ρη στὰ Πα­λι­ο­μάν­τρια γιὰ νὰ τὴν βά­λου­νε γιὰ σκέ­πα­στρο. Κα­τό­πιν ἄρ­χι­σε μὲ τὸν Τσούν­τα νὰ πλα­νί­ζει τὶς δο­κοὺς καὶ τὶς βέρ­γες. Με­τὰ σκά­ψα­νε τοὺς λάκ­κους καὶ χώ­σα­νε μέ­σα τοὺς δο­κούς. Κα­τὰ τὴν μί­α ἡ ὥ­ρα, γύ­ρι­σε τὸ παι­δὶ μὲ τὸν Ἀ­λά­νη. Πλέ­ξα­νε τὴ φτέ­ρη ἀ­πά­νω στὶς βέρ­γες καὶ ἡ κρε­βά­τα ἤ­τα­νε σὰ μιὰ ζω­γρα­φιά. Ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Τσά­χα­λου ἔ­φε­ρε τσί­που­ρα καὶ με­ζέ­δες νὰ πι­οῦ­νε. Ὁ Κλει­τσι­νά­ρας ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος ποὺ πέ­ρα­σε καὶ μό­λις εἶ­δε τὴν κρε­βά­τα φώ­να­ξε τοῦ Μή­τσου:

― Κα­λὸ κα­λο­καί­ρι Τσά­χα­λε, ἕ­τοι­μη βλέ­πω ἡ κρε­βά­τα…

― Εὐ­χα­ρι­στῶ Ἰ­σί­δω­ρε, κό­πια­σε νὰ πά­ρεις ἕ­να με­ζέ…

― Εὐ­χα­ρι­στῶ Μῆ­τσο, ἀλ­λὰ ἔ­χω φά­ει… Τσι­γά­ρα δῶς μου καὶ γρά­φτα…

Ὁ Μῆ­τσος τοῦ­ ’δω­σε τὰ τσι­γά­ρα, κά­τι εἴ­πα­νε γιὰ τὰ πο­λι­τι­κὰ κι ὁ Κλει­τσι­νά­ρας γύ­ρι­σε τὰ πί­σω, κα­τὰ τὴν Κά­του Ρού­γα. Ἡ πα­ρέ­α τὸ δι­έ­λυ­σε καὶ ὁ Ἀ­λά­νης ἀ­φοῦ φόρ­τω­σε ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα στὸ ἄ­λο­γο, ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὸ Νι­χώ­ρι, φω­νά­ζον­τας στὸν Τσά­χα­λο:

―Μή­τσο, ὧν εὐ­λά­λιος εὔ­λα­λος τέ­τιξ μά­λα,  χει­μῶ­νος ὤ­ρα τοῦ τέ­λους σι­γὴν ἄ­γει… Γειὰ ρέ­ε­ε…

―Γειὰ σου τέ­τιξ πα­λα­βέ, εἶ­πε ὁ Μῆ­τσος καὶ συ­νέ­χι­σε τὴν δου­λειά του. Ἡ γυ­ναί­κα του κα­τέ­βη­κε μ’ ἕ­ναν δί­σκο μὲ πλυ­μέ­να πο­τή­ρια. Τ’ ἀ­κούμ­πη­σε στὸν μπάγ­κο καὶ τοῦ εἶ­πε:

―Κα­λο­ρί­ζι­κη ἡ κρε­βά­τα Μῆ­τσο…

―Φχα­ρι­στῶ γυ­ναί­κα τῆς ἀ­πάν­τη­σε καὶ συ­νέ­χι­σε τὴ δου­λειά του…

 

Τὴν ἑ­πο­μέ­νη τὸ πρω­ί, τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ κό­σμος κινοῦσε γιὰ τὶς δουλειὲς του ὁ Τσάχαλος, ἤτανε ἤδη πίσω ἀπὸ τὸν μπάγκο καὶ ταχτοποιοῦσε τὰ πράγματα τοῦ μαγαζιοῦ μιᾶς κι ἤτανε Πέμπτη, μέρα ποὺ πάντοτε ἔσφαζε μοσχάρι. Συγύριζε καθὼς εἶχε πολὺ δουλειὰ· καὶ χέρια δὲν εἶχε νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀφοῦ τὰ παιδιὰ του ἤσαντε μικρὰ κι ὁ Ἀλάνης ὁ ἀχώριστος φίλος καὶ βοηθὸς του ἔφυγε γιὰ τὸ Νιχώρι.

Ἀπ’ τὸ πρωὶ φαινόταν ὅτι ἡ μέρα θὰ ἦταν ζεστή. Εἶχε πέσει τὸ ἀεράκι ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ψηλά, ἀπ’ τὴν Κάπελη. Δὲν κουνιόταν φύλο. Στὸ χωριὸ κυκλοφοροῦσαν μόνο τὰ παιδιὰ ποὺ σκάρωναν διάφορες τρέλες στὴν  πλατεία, μπροστὰ στὸ σπίτι τοῦ Ἀγά, τὸν Ἀράπη ὅπως τὸ ἔλεγαν. Οἱ φωνὲς τους ἔσκιζαν τὴν καλοκαιρινὴ εὐδία.

Κατὰ τὶς ἕντεκα τὸ πρωί, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τσάχαλος ἀκόνιζε τὰ μαχαίρια του, ἦρθε τρέχοντας καὶ μπῆκε μέσα στὸ μαγαζί, ὁ τρίτος γιὸς του ὁ Γιωργάκης, ἕνα παιδάκι πέντε-ἕξι χρόνων, φωνάζοντας:

―Πατέρα, πατέρα συχαρίκια…

―Πάρε ἕνα λουκούμι ρέ, τοῦ εἶπε ὁ Μῆτσος, πίσω ἀπὸ τὸν μπάγκο…, πὲς ρέ, τὸ πῆρες τὸ λουκούμι;

―Ναὶ πατέρα, τὸ ’φαγα κιόλα, εἶπε τὸ παιδάκι ξεφυσώντας ἀπὸ τὸ τρέξιμο, πατέρα, ἔρχεται ὁ μπάρμπας μου ὁ Γιώρης καβάλα στ’ ἄλογο…

― Ναὶ ρέ; Καὶ ποῦ εἶναι τώρα;

― Στὴν Ντρόκλα πατέρα… καβάλα στ’ ἄλογο…

― Πάρε ἄλλο ἕνα ρὲ κι ἀνέβα ἀπάνω στὴ μάνα σου νὰ τῆς τὸ εἰπῆς…                      ―Δὲ θέλω ἄλλο… Θὰ μ’ ἀφήκεις νὰ πιῶ κρασὶ μὲ τὸ φαὶ πατέρα;…

― Ὅταν φύγει ὁ μπάρμπας σου θὰ σ’ ἀφήκω…, σύρε πάνω καὶ πὲς τῆς μάνας σου ὅτι ἔρχεται ὁ θεῖος, γρήγορα…

Τὸ παιδάκι ἔφυγε τρέχοντας κι ὁ Μῆτσος ἔπλυνε τὰ χέρια του, ἔβγαλε μιὰ μεγάλη ποδιὰ ποὺ φοροῦσε καὶ βγῆκε ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν κρεβάτα, περιμένοντας τὸν μικρό του ἀδερφὸ τὸν Δασάρχη. Τὸ καμάρι του!

(η συνέχεια στο αυριανό φύλλο)

*Βιογραφικό σημείωμα

Ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στὴ Νεμούτα, τὸ 1954 ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπατρίστηκε τὸ 1958, ἀκολουθώντας τὴν οἰκογένειά του, στὴν Ἀθήνα, ὡς ἐσωτερικὸς μετανάστης. Σπούδασε Ἱστορία-Φιλοσοφία στὸ Πανεπιστήμιο Babes–Bolyai τοῦ Cluj Napoca τῆς Ρουμανίας καὶ εἶναι πτυχιοῦχος τοῦ Ἱστορικοῦ-Ἀρχαιολογικοῦ Τμήματος τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος διάφορων ἐκδοτικῶν οἴκων καὶ ὡς Φιλόλογος στὴν ἰδιωτικὴ ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς ποιημάτων Ὁμίχλη πέτρινη (Ἠριδανός, 1986) Σκυθικὲς Ἐρημίες (Κολωνός, 1996), Σιγὴ Ἀσυρμάτου (Κολωνός, 2005), Κλίνη Σπόρου, Καλὴ (Ὀροπέδιο 2010) καὶ Τὸ φράγμα τῆς μνήμης, (Ὀροπέδιο 2017), καθὼς καὶ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ θάνατος τοῦ ἀστρίτη καὶ ἄλλες ἱστορίες, (Κίχλη 2018), γιὰ τὸ ὁποῖο βραβεύτηκε μὲ τὸ Α΄ Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος, τὸ 2019. Ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὴ Ρουμανικὴ Λογοτεχνία τοῦ περιοδικοῦ «Πολιορκία», τεῦχος 16, Ἀπρίλιος 1982. Τὸ 1984, ὀργάνωσε καὶ παρουσίασε στὸ ρουμανικὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, τὴν ἀνθολογία νεοελληνικῆς ποίησης μὲ τὸ τίτλο 42 Poeti grecii contemporani, (42 σύγχρονοι ἕλληνες ποιητές) Edidura DACIA, Cluj Napoca, Ρουμανίας. Τὸ 1996 ἐπιμελήθηκε τὸ θέμα τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον τεῦχος 24, τὸ ἀφιερωμένο στὸ ρουμάνο ποιητὴ Anatol Baconsky. Ποιήματα καὶ διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἑλληνικὰ καὶ ξένα περιοδικά. Ἀπὸ τὸ 2006 ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος