FOLLOW US: facebook twitter

Η καλλιέργεια της σταφίδας και το εργοστάσιο του ΑΣΟ στον Μπισχινόκαμπο

Ημερομηνία: 24-05-2023 | Συντάκτης:

Ιστορική καταγραφή για τη σταφίδα

Σπουδαία καταγραφή και αφήγηση  της τοπικής ιστορίας της σταφίδας από ένα παλαιό σταφιδοπαραγωγό και υπάλληλο του ΑΣΟ στο πλαίσιο πολιτιστικού προγράμματος του Γυμνασίου Ζαχάρως

Στο πλαίσιο του πολιτιστικού προγράμματος για την προφορική ιστορία, που υλοποιείται στην Γ΄ τάξη του Γυμνασίου της Ζαχάρως , με θέμα τη σταφίδα, ο κος Σωκράτης Παπασπύρου  άλλοτε αγρότης και υπάλληλος στο εργοστάσιο  ΑΣΟ στον  Μπισχινόκαμπο , παραχώρησε  μια εξαιρετική  συνέντευξη στην εγγονή του και μαθήτρια του Γ2 Φωτεινή Κυριακοπούλου και τη φιλόλογο  του σχολείου Πανωραία Μακρή. Μια εξαιρετική καταγραφή της προφορικής ιστορίας του τόπου για την σταφίδα, από εκείνες που δεν πρέπει να χάνονται. Η συνέντευξη του κ. Παπασπύρου έχει ως εξής:

“Ονομάζομαι Σωκράτης Παπασπύρου του Νικολάου και γεννήθηκα στους Σχίνους(στο Μπισκίνι) το 1937. Όλη την ζωή μου την πέρασα εδώ στο Μπισχίνι. Ήμουν αγρότης και μετά υπάλληλος στον ΑΣΟ. Εδώ στον κάμπο καλλιεργούσαμε μόνο σταφίδες. Στο χωριό πάνω καλλιεργούσαμε ελιές.

Η καλλιέργεια της σταφίδας ξεκίναγε απ΄ τον Γενάρη, με τον κλάδο (το κλάδεμα) και μας έπαιρνε περίπου 1,5-2 μήνες. Όταν άρχιζε να πετάει η σταφίδα, τις θειαφίζαμε με θειάφι. Μετά γινόταν το ράντισμα. Με τα πρώτα ραντίσματα γινόταν και το σκάψιμο με κουτρούλια(παλιά), ενώ στην συνέχεια με τα μηχανήματα που βγήκαν. Ήταν μια δύσκολη και κουραστική δουλειά. Η οικογένειά μου είχε 18 στρέμματα σταφίδας εδώ στον Μπισκινόκαμπο και στην Ζαχάρω(εκεί που βρίσκεται σήμερα το Γυμνάσιο). Εγώ έκανα όλες τις δουλειές: θειάφισμα και κλάδεμα και ράντισμα και χαράκωμα και ξέφυλλο και κορφοκόπισμα. Το ράντισμα γινόταν μέχρι αργά και μετά άρχιζε να γίνεται η σταφίδα (οι ρώγες της σταφίδας). Τον Αύγουστο γινόταν ο τρύγος (μετά τις 15 Αυγούστου). Κάναμε την πρώτη δουλειά στα αλώνια, τα προετοιμάζαμε να μην έχουν χορτάρια πάνω και απλώναμε τα πρώτα χέρια. Μετά, τα δεύτερα τα πηγαίναμε σε οινοποιείο, που ήταν εδώ δίπλα. Αυτή ήταν η δουλειά της σταφίδας δεν είχε άλλες δουλειές.

Από όλη την διαδικασία η πιο δύσκολη δουλειά ήταν το χαράκι, γιατί έπρεπε να είσαι γονατιστός κάτω και έβγαζες γύρω-γύρω την φλούδα στην κάτω μεριά. Όλες οι δουλειές ήταν δύσκολες, γιατί ήσουν μέσα στη ζέστη τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.»

Η ιστορία του εργοστασίου του ΑΣΟ  στον Μπισχινόκαμπο

Παράλληλα, ο  κ. Παπασπύρου, αφηγείται την ιστορία του εργοστασίου του ΑΣΟ  στον Μπισχινόκαμπο που ξεκίνησε την λειτουργία του το 1932.

«Το εργοστάσιο του ΑΣΟ φτιάχτηκε το 1930 (κάποιοι λένε ότι ξεκίνησε απ’ το  1928 και το 1930 τελειοποιήθηκε) και το 1932 άρχισε να λειτουργεί. Παίρναν τα σταφύλια με τα άλογα ή με τα κάρα και τα πήγαιναν στο οινοποιείο(όχι τα πρώτα, αλλά τα δεύτερα). Τα πρώτα τά ξέραιναν και τα έκαναν σταφίδες. Τα πρώτα ήταν η πιο καλή ποικιλία σταφύλια, διάλεγαν τα πιο γινωμένα, τα πιο καλά. Τα άλλα και τα σάπια τα πήγαιναν στο οινοποιείο με τα κάρα. Τα ζυγίζανε, τα ρίχνανε μέσα στην γούρνα που είχε το οινοποιείο με τον σαλίγκαρο και εκεί τα κόβανε. Ανάλογα την ζήτηση για το πούλημα, άλλα γίνονταν λευκό κρασί και άλλα κόκκινο (2 ποικιλίες). Όταν ήθελαν κόκκινο πήγαινε και το σταφύλι μαζί στην δεξαμενή. Αν ήθελαν λευκό πήγαινε μόνο ο μούστος. Στο οινοποιείο έκαναν την διαδικασία για να το φτιάξουν. Αφού το άφηναν 15 μέρες περίπου, πολλές φορές και μήνα, το τράβαγαν το κρασί (τον μούστο) και έμενε μέσα στην δεξαμενή η ρώγα. Μετά έμπαιναν οι εργάτες μέσα στις δεξαμενές και την έβγαζαν έξω, την ξαναστύβανε σαν τσιφλιά που ήταν το μηχάνημα. Πέταγαν την ρώγα και το μούστο το πήγαιναν στη δεξαμενή. Αυτή ήταν η διαδικασία του κρασιού και διατηρούνταν με φάρμακα. Άμα ήθελαν να το κρατήσουν ως μούστο, να μην το κάνουν καθόλου κρασί δεν το έψηναν καθόλου και το κρατάγανε. Υπήρχε και χημείο που ο χημικός του έκανε εξετάσεις.

Εγώ στο  εργοστάσιο του ΑΣΟ είχα διοριστεί σαν εργατοφύλακας. Μετά όμως έκατσα στα μηχανήματα εκεί. Θυμάμαι κόσμο που δούλευε στο εργοστάσιο από την περιοχή μας, όπως: ο Αγγελόπουλος Αριστείδης, ο Γεωργακόπουλος Σωκράτης (2-3 αδέρφια Γεωργακόπουλοι). Από τη Ζαχάρω ερχόταν ένας Καραπαναγιώτης, ο Καρατζιάς, ο Αρέτος οΤσιόπελας, περίπου 25-30 άτομα προσωπικό.

Το κρασί παλιά, πολύ παλιά, το διώχνανε από τη θάλασσα. Λένε μάλιστα ότι ερχόταν καράβι και άπλωναν σωλήνες από εδώ μέχρι εκεί και το έδιωχναν από το οινοποιείο, για να το πουλήσουν. Είχαν και πολλά βαρέλια πεντακοσάρια και έβαζαν το κρασί μέσα. Δεν τα θυμάμαι καλά γιατί ήμουν 3-4 χρονών τότε. Μετά ερχόταν το τρένο, ένα φορτηγό τρένο με βαρέλια πάνω, έβαζαν τις μάνικες από μέσα και το έριχναν στα βαρέλια. Τα γέμιζαν και το τρένο έφευγε, δεν ξέρω που το πήγαιναν.

Όταν πηγαίναμε παλιά στα χωράφια για δουλειά λέγαμε δημοτικά τραγούδια και κάναμε καλαμπούρια, τώρα δεν υπάρχει τίποτα.

Η ζωή στον Μπισκινόκαμπο τότε ήταν καλύτερη γιατί υπήρχε κόσμος, επικοινωνία, ο κόσμος γύριζε και υπήρχε ζωντάνια. Υπήρχαν χρήματα, αλλά ήταν και οι σταφίδες όπου δούλευε πολύς κόσμος με αυτή. Τώρα έχει νεκρώσει ο τόπος, δεν βλέπεις κανένα, μόνο αυτοκίνητα, τίποτα άλλο. Τυχαίνει και ημέρα να μη δω κανέναν.

Στις ελιές δεν υπάρχει κόσμος, τότε έβρισκες εργάτες. Εγώ έπαιρνα 15 εργάτες από το Μπισκίνι: η Καλογεροβασίλενα, η Λαμπρογιαννούλα, η Κρίνα η γυναίκα του Διονυσάκη του Κρι, του Αγγελέτου η πεθερά έρχονταν για μεροκάματο. Υπήρχε κόσμος, τώρα τίποτα.

Στο εργοστάσιο δούλευαν μόνο άντρες. Η δουλειά του εργοστασίου δεν ήταν τόσο σκληρή δουλειά. Άλλοι πεδάγανε τσίπουρα και μετά την παραλαβή κρατάγανε μόνο 3-5 άτομα εργάτες στο εργοστάσιο. Στο εργοστάσιο έκατσα ως υπάλληλος 18 χρόνια. Το εργοστάσιο περιλαμβάνει τις δεξαμενές, το ζυγιστήριο, το μηχανοστάσιο γιατί πρώτα δούλευε με μηχανές. Μετά ήρθε το ρεύμα, εγώ το θυμάμαι με μηχανές μόνο. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες από την εποχή στο εργοστάσιο, μόνο ο Κούκλινος(παλιός φωτογράφος) είχε. Παλιά το σπίτι μας ήταν εκεί που είναι τώρα το οινοποιείο (του πατέρα μου το σπίτι) και του έκαναν αναγκαστική απαλλοτρίωση. Το μισό ήταν του πατέρα μου και το άλλο μισό ήταν του μπάρμπα μου του Μανώλη του δασκάλου. Έτσι αφού του το πήραν το σπίτι εκείνο, όταν παντρεύτηκε έφτιαξε αυτό το σπίτι που μένω τώρα. Εγώ δεν έχω μείνει καθόλου επάνω στο Μπισκίνι στο χωριό, ξέρω όμως ότι  ο προπάππους μου ήταν ο πρώτος παπάς και έφτιαξε την εκκλησία, τον Αϊ Γιάννη. Είχε έρθει από την Αμπελιώνα (ιστορικό χωριό). Το σπίτι μας εκεί τώρα  το είχε πάρει ο Αγγελόπουλος ο σκηνοθέτης μαζί με το δικό του που ήταν κολλητά και το έχει κάνει ξενώνα. Ήταν ξαδέρφια με τον Αγγελόπουλο ο πατέρας μου.»

Απομαγνητοφώνηση συνέντευξης: Πιπερίδη Ελίνα
Μοντάζ: Πανωραία Μακρή


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

opap

olympia

Screenshot