Η Ελλάδα χάνει έδαφος στις εξαγωγές ελαιολάδου στον Καναδά
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”76775″ img_size=”full”][vc_column_text]Δεύτερη χώρα σε εξαγωγές ελαιόλαδου στον Καναδά ήταν η Ελλάδα στην τετραετία 2013-2016, ενώ το 2017 έχασε δύο θέσεις από την Ισπανία και Τυνησία.
Αυτό αναφέρεται σε ενημερωτικό έγγραφο του γενικού προξενείου της χώρας μας στο Τορόντο και υπογραμμίζεται ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για αύξηση των εξαγωγών μας στη συγκεκριμένη αγορά.
Το ελαιόλαδο διατίθεται τόσο στα ράφια των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, σε τιμές που δεν ξεπερνούν τα 15 καναδικά δολάρια για φιάλες των 700 ml, όσο και σε καταστήματα τροφίμων ντελικατέσεν, όπου απαντώνται καλύτερης ποιότητας και πιο ιδιαίτερα ελαιόλαδα, όπως αρωματικά, με βότανα, μπαχαρικά ή ακόμη και φρούτα, και, βέβαια, σε υψηλότερες τιμές.
Το τελευταίο διάστημα, καταβάλλεται προσπάθεια από συνεργατικά σχήματα παραγωγών αγουρέλαιου να προωθηθεί η μοναδική αυτή κατηγορία ελαιόλαδου και στην καναδική αγορά, που θα μπορούσε να έχει απήχηση μέσω εξειδικευμένων δικτύων διανομής λόγω των ισχυρών αντιοξειδωτικών του ιδιοτήτων.
Στην αγορά του Τορόντο κυκλοφορούν πολλές μάρκες ελληνικού ελαολάδου, τόσο συμβατικού όσο και οργανικού, σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ, στα καταστήματα με ελληνικά προϊόντα της ελληνικής ομογένειας (που συγκεντρώνονται, ως επί το πλείστον, στην περιοχή του Danforth) και στα καταστήματα τροφίμων ντελικατέσεν.
Παρατηρείται, επίσης, το ελαιόλαδο να είναι παραγωγής της Ελληνοκαναδικής εισαγωγικής εταιρείες, είτε από ιδιόκτητο ελαιώνα είτε από συνεργασία με Έλληνα παραγωγό, συσκευαζόμενο στον Καναδά και με την ετικέτα της εταιρείας.
Σημειώνεται ότι, στον Καναδά λόγω της μεγάλης ελληνικής ομογένειας, διενεργούνται και εισαγωγές ελαιόλαδου σε ανώνυμες μεγάλες συσκευασίες. Επίσης, γίνονται εισαγωγές σε τενεκέ με την δυνατότητα πολλάκις της δωρεάν παράδοσης κατ οίκον (με προκαταβολή του ποσού αγοράς).
Ο μέσος όρος τιμής λιανικής πώλησης του ελληνικού ελαιολάδου είναι 15,75 δολάρια (φιάλη των 700 ml), αρκετά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ιταλικά που πωλούνται 22,15 δολάρια (επίσης, φιάλη των 700 ml).
Ανταγωνισμός
Την πρώτη θέση στην ανερχόμενη καναδική αγορά ελαιόλαδου κατέχει η Ιταλία με εξαγωγές που καλύπτουν το 66% των συνολικών εισαγωγών.
Δεύτερη χώρα σε εξαγωγές ελαιόλαδου ήταν την τετραετία 2013-2016 η Ελλάδα ενώ το 2017 έχασε δύο θέσεις από την Ισπανία και Τυνησία.
Η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών της Ισπανίας (τριπλάσιες σε σχέση με το 2016) οφείλεται στις χαμηλές τιμές λιανικής, πολιτική την οποία χρησιμοποιούν κατά τρόπο μόνιμο και συστηματικό τα τελευταία χρόνια οι τυποποιητές της συγκεκριμένης χώρας. Αυτό προσφέρει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τις μεγάλες ποσότητες (ο μεγαλύτερος παραγωγός ελιαολάδου παγκοσμίως) και το χαμηλό κόστος παραγωγής, ενώ στη φήμη του ισπανικού ελαιολάδου έχει συντελέσει η διάκριση του σε αρκετούς διεθνούς διαγωνισμούς ελαιολάδου. Εκτιμάται ότι, ο εφετινός ευνοϊκός καιρός για τις ελιές στην Ισπανία (υγρή άνοιξη) θα έχει ως συνέπεια ακόμη μεγαλύτερη παραγωγή ελαιολάδου για το 2018-2019.
Μεγάλο βάρος έχει δώσει η Ισπανία τα τελευταία χρόνια και στην προώθηση του βιολογικού ελαιολάδου, αφουγκραζόμενη τις τάσεις των καταναλωτών που επιζητούν περισσότερα «εχέγγυα» για τα προϊόντα που καταναλώνουν, όπως την ανάλογη πιστοποίηση.
Στην τρίτη θέση ανήλθε το έτος 2017 η Τυνησία, με επιθετική πολιτική μάρκετινγκ (προβολή των στοιχείων: ελαιοκομική περιοχή της Μεσογείου, χρήση του ελαιολάδου από τα αρχαία χρόνια και ουσιαστικό μέρος της εγχώριας διατροφής) και πολύ χαμηλές τιμές στο ράφι. Η Τυνησία, προσπαθώντας να στραφεί από τις πωλήσεις σε χύμα στην εμφιάλωση και τυποποίηση τυνησιακών μαρκών, και εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι λάτρεις του καλού φαγητού και της εκλεκτικότητας των τροφίμων αναζητούν ελαιόλαδα από λιγότερο γνωστές ελαιοπαραγωγικές περιοχές, έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει το δικό της όνομα στην αγορά, ξεπερνώντας την Ελλάδα το 2017.
Ένας λόγος της κάμψης των εξαγωγών του ελληνικού ελαιολάδου στον Καναδά είναι, εκτός εγγενών προβλημάτων που έχουν προκύψει από τη δημοσιονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και αναγκάζουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να αναζητούν πιο κοντινές και με μικρότερο κόστος αγορές, είναι η μη συστηματική και με στοχευμένες προωθητικές ενέργειες προβολή του.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]