Η δυναμική του «κεντρώου» χώρου και η πρόκληση της κυβερνώσας Αριστεράς
Του Χρήστου Φωτόπουλου
Στην πολιτική γεωγραφία ο «κεντρώος» χώρος, παρουσιαζόταν ανέκαθεν ως ο χώρος του «μέτρου», η περιοχή της «πολιτικής μεσότητας», το «πολιτικό περιβάλλον» που καλλιεργούσε διακριτικές και επιλεκτικές αποστάσεις ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά συμβάλλοντας για τους δικούς του λόγους στη διαμόρφωση κυβερνητικών πλειοψηφιών μέσω αμφίπλευρων στρατηγικών προσέγγισης. Επί της ουσίας και σε κάθε περίπτωση ο «κεντρώος» χώρος από μόνος του σχεδόν ποτέ δεν κατάφερε να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα με όρους πολιτικής ηγεμονίας και το κυριότερο να διαμορφώσει μια αυθύπαρκτη, και πολιτικά ρηξικέλευθη δυναμική, γεγονός, που τον καθιστούσε χώρο έλξης ποικίλων και αμφιλεγόμενων «διασταυρώσεων». Η διαπίστωση αυτή άλλωστε είχε αφομοιωθεί βαθιά από τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν το 1974 ερχόμενος στην Ελλάδα αρνήθηκε να δημιουργήσει ένα, κόμμα «κεντρώο» με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της «Ένωσης Κέντρου», ιδρύοντας ένα πρωτοποριακό για την εποχή κίνημα με στοιχεία δημοκρατικού σοσιαλισμού αλλά και γνήσιου πατριωτισμού. Κίνημα που προχώρησε σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις αλλά και δραστικές παρεμβάσεις για την κοινωνική αναγνώριση και ενίσχυση των «μη προνομιούχων» και όλων εκείνων των κοινωνικών κατηγοριών που η παραδοσιακή Δεξιά είτε αγνοούσε, είτε καθήλωνε για δεκαετίες στο κοινωνικό περιθώριο.
Στις μέρες μας, μέρες που αναζητούν μια δεύτερη μεταπολίτευση η πολιτική στρατηγική που επιδιώκει την ανάδειξη του «κεντρώου» χώρου σε ρυθμιστή της πολιτικής ζωής, μάλλον δεν αντιλαμβάνεται τις δομικές του αδυναμίες, αφού ακόμα και σήμερα παραμένει μια άνευρη, ρευστή και ασαφής «πολιτική περιοχή» που δρα άλλοτε ευκαιριακά, κι άλλοτε χωρίς κανένα αξιακό έρμα λόγω μιας εγγενούς σύγχυσης ταυτότητας, η οποία – ειδικά στη χώρα μας – εδράζεται σε συγκεκριμένα ιστορικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά συμβάντα.
Υπό την έννοια αυτή, ο φαντασιακός χώρος ενός πολιτικού κέντρου, από μόνος του δεν δύναται να διαμορφώσει μια αυθύπαρκτη και τολμηρή πολιτικά δυναμική αφού εντός του συνυπάρχουν ετερογενή αλλά και αμφιλεγόμενα στοιχεία που κατά κανόνα κινούνται στη βάση προσωπικών φιλοδοξιών ενώ πολύ εύκολα μετακινούνται από τη μία άκρη στην άλλη.
Κατά συνέπεια, για όσους σκέπτονται πολιτικά και εντάσσουν τον «πολιτικό τους εαυτό» στην προοδευτική και δημοκρατική παράταξη, το δίλημμα στο οποίο σήμερα καλούνται να τοποθετηθούν, είναι το, αν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δύναται να εκφράσει τις δυνάμεις μιας προοδευτικής και δημοκρατικής συμπόρευσης με στόχο την αλλαγή σελίδας στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ή θα επιδιώξει την ταύτισή του με ένα ασαφές και πολιτικά ουδέτερο «κέντρο» το οποίο στερείται ιδεολογικής ταυτότητας και υπολείπεται των ιστορικών του ευθυνών. Υπό την έννοια αυτή το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα συνεχίσει να συνομιλεί με το φαντασιακό ενός «ουδέτερου» «κεντρώου» χώρου ή θα τολμήσει να συμμετάσχει σε μια εναλλακτική στρατηγική προοδευτικής διακυβέρνησης με στόχο την απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς Μητσοτάκη; Θα ανασυνθέσει εκείνα τα στοιχεία που πηγάζουν από τις ιστορικές παρακαταθήκες της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, τους κοινωνικούς αγώνες και τις συλλογικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης ή θα παραμείνει στη λογική ενός «λευκού μέσου όρου» που θα περιμένει το εκλογικό του αποτέλεσμα για να δει ευκαιριακά τι θα πράξει με γνώμονα τη μικροπολιτική των συσχετισμών;
Αν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συνεχίσει να πορεύεται στο μοναχικό δρόμο των «ίσων αποστάσεων» φλερτάροντας με αυτό που ουσιαστικά ο ιδρυτής του ιστορικά και πολιτικά απέρριψε, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι η αυτοκατάργησή του και η οριστική απομάκρυνση από τις ιστορικές του καταβολές προσφέροντας στον συντηρητισμό πολιτικό χρόνο και οξυγόνο κυβερνητικής επιβίωσης.
Το μεγάλο πολιτικό στοίχημα είναι η έντιμη και καθαρή πρόκληση της Προοδευτικής διακυβέρνησης – όπως ετέθη από το συνέδριο ενός νέου κόμματος που βρίσκεται εν κινήσει και αυτό είναι ο Συριζα – προοδευτική Συμμαχία για μια ακέραιη πολιτική και προγραμματική σύμπλευση που θα οδηγήσει και πάλι τη Πατρίδα και τους Έλληνες σε δρόμους κοινωνικής δικαιοσύνης , Ευημερίας , κοινωνικού κράτους και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Το παραπάνω στοίχημα για το λαό μας κερδίζεται με ένα προαπαιτούμενο, κάθε Έλληνας πολίτης που εντάσσει τον ευατό του στο προοδευτικό Χώρο να δώσει τη μάχη στις επερχόμενες εκλογές να είναι ο Σύριζα – προοδευτική συμμαχία πρώτο κόμμα.