Η δικαιοσύνη είναι τυφλή;
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”100726″ img_size=”full”][vc_column_text]Γράφει ο Δικαιόπολις
Η δίκη για την υπόθεση του βιασμού και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη καθώς και οι αντιδράσεις (αρνητικές και θετικές) τις οποίες προκάλεσε η περιβόητη πια αγόρευση της εισαγγελέως Δόγκα, συνιστούν ένα σύνθετο ζήτημα, κυρίως αλλά όχι αμιγώς νομικό. Με αυτό το δεδομένο θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική όσο και απλουστευμένη αποτίμηση, η οποία εξάλλου νοείται και κατά τη δικονομική διαδικασία όπως π.χ. σε ένα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όπου η απλούστευση της παρουσίασης των πραγματικών και νομικών ζητημάτων είναι επιβεβλημένη ούτως ώστε να καταστεί δυνατό για το σύνολο των ενόρκων-πολιτών να συλλάβουν τόσο τις διαστάσεις της εκδικαζόμενης υπόθεσης, όσο και των αφηρημένων νομικών εννοιών που αναπόφευκτα τη συνοδεύουν.
Παράλληλα, είναι χαρακτηριστικό το έντονο ενδιαφέρον του κοινού για τη δίκη, ιδιαίτερα έτσι όπως αυτό εκφράστηκε τις τελευταίες μέρες στα social media, γεγονός το οποίο δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς η αγόρευση της Εισαγγελέως Αριστοτέλειας Δόγκα, επανέφερε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου την πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον ρόλο και τα όρια των δικαστικών λειτουργών σε ένα δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου. Έχουμε λοιπόν δύο σκέλη: Το ένα αφορά το ειδικό, δηλαδή τη συμπεριφορά και συγκεκριμένα τις συναισθηματικές εξάρσεις της κυρίας Εισαγγελέως, και το γενικό, το οποίο αφορά τη σχέση μεταξύ ορθολογισμού και συναισθήματος, μεταξύ διαδικασίας και ουσίας κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου.
Θεωρώ ότι πάρα πολλοί, ίσως η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, λόγω της φρικαλεότητας του εγκλήματος όσο και ακριβώς εξαιτίας της συναισθηματικά φορτισμένης αγόρευσης της Εισαγγελέως, παρασύρθηκαν και ταυτίστηκαν μαζί της. Αυτό είναι προφανώς (ή λιγότερο προφανώς) εξαιρετικά επικίνδυνο, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι αυτός ο ρόλος της. Αλίμονο αν ο κάθε δικαστικός λειτουργός εξωτερίκευε κατ’ αυτόν τον τρόπο τα συναισθήματά του για την εκάστοτε υπόθεση. Αυτή είναι η ποιοτική διαφορά που μας επιτρέπει να μιλούμε για νομικό πολιτισμό στην Ευρώπη και όχι για ζούγκλα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η κυρία Εισαγγελέας ακολούθησε το γράμμα και το πνεύμα της δικονομικής διαδικασίας, αναδεικνύοντας άριστα την αποδεικτική επάρκεια του κατηγορητηρίου. Αν είχε μόνο φροντίσει να αποφύγει ως όφειλε να εκφράσει με λεκτικές υπερβολές την ψυχική της ταύτιση με το θύμα στις οποίες προέβη σε συγκεκριμένα σημεία της αγόρευσής της, ούτε θα αδικούσε τον εαυτό της, ούτε πολύ περισσότερο θα μετέθετε την ουσία της υπόθεσης. Οι νόμοι υπάρχουν για να εφαρμόζονται χωρίς φόβο ή πάθος και είναι σαφές ότι γι’ αυτό τον λόγο βρίσκεται η κ. Δόγκα σε αυτή τη θέση.Όπως σε κάθε δουλειά. Αν δεν μπορείς να την κάνεις όπως πρέπει, ή πας σπίτι σου ή αντιμετωπίζεις τις συνέπειες.
Εξίσου σαφές όμως είναι ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι άνθρωποι, και αυτό είναι κατά την ταπεινή προσωπική μου κρίση το βαθύτερο φιλοσοφικό ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διαλεκτικής και στοχαστικής διερεύνησης. Το επισημαίνω διότι με αφορμή το αρνητικό παράδειγμα της κ. Δόγκα, ορισμένοι μετακινήθηκαν απότομα στο άλλο άκρο, δηλαδή ενός ιδεατού λειτουργού της δικαιοσύνης, ο οποίος κινείται απολύτως ορθολογικά, δίχως ίχνος ενσυναίσθησης ή οποιαδήποτε άλλης ψυχικής διεργασίας. Ο νόμος είναι ένα εργαλείο και υπ’ αυτήν την έννοια πράγματι κάτι άψυχο, φτιαγμένο από σίδερο ή σκαλισμένο σε πλάκες, άμα κανείς αρέσκεται σε βιβλικά αναγνώσματα. Η ερμηνεία του όμως εμπεριέχει αναγκαία την ψυχική-συναισθηματική διάσταση. Είναι αυτή η λεπτή κόκκινη γραμμή κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου ανάμεσα στον ορθολογισμό και στο συναίσθημα, ανάμεσα στη διαδικασία και την ουσία, πάνω στην οποία οφείλει να ισορροπεί ένας λειτουργός της δικαιοσύνης. Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε σε άρθρο του στην «ΕΦΣΥΝ» ο υποψήφιος διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Θωμάς Ψήμμας, «η πλήρης διάρρηξη μεταξύ ορθολογισμού και συναισθήματος, μεταξύ διαδικασίας και ουσίας, αποτελεί τον κοινό τόπο δύο εξίσου αδιέξοδων προσλήψεων του δικαιικού φαινομένου, του νομικισμού και του κοινού περί δικαίου αισθήματος.
Ούτε τυφλή λοιπόν, ούτε κουφή, ούτε άλαλη πρέπει να είναι η Δικαιοσύνη. Με το ένα μάτι διαβάζει το νόμο, και με το άλλο τη ζωή. Το μαντήλι το δένει ξανά όταν έχει ήδη αποφασίσει εντός της, ακριβώς επειδή αυτό το οποίο συμβολίζει υπέρκειται των ατόμων και των μεταξύ τους διαφορών. Φαίνεται ότι φοράει μαντήλι, γι’ αυτό και είναι δίκαιη. Όπως πρέπει να φαίνεται και η γυναίκα του Καίσαρα, κι όχι μόνο να είναι.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]