Η αριθμητική της Κεντροαριστεράς
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”93167″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Χρήστου Μαχαίρα
Ο γενικός κανόνας θέλει τις εκλογές να µηδενίζουν το χρονόµετρο, αλλά οι εξαιρέσεις είναι πάντα µέσα στη ζωή. Μπορεί το αποτέλεσµα της κάλπης της 7ης Ιουλίου να έδωσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη εντολή διακυβέρνησης της χώρας και στον Αλέξη Τσίπρα εντολή µετασχηµατισµού του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντας και τους δύο ενώπιον ενός νέου πολιτικού τοπίου, στην περίπτωση του Κινήµατος Αλλαγής, ωστόσο, τα πράγµατα µοιάζουν πιο περίπλοκα.
Η διάψευση
Η αλήθεια είναι ότι η Φώφη Γεννηµατά κατάφερε να περάσει το σκάφος του ΚΙΝΑΛ µέσα από τις συµπληγάδες του διπολισµού σε συνθήκες υψηλής και αµφίπλευρης πίεσης. Με δεδοµένο µάλιστα το πολιτικό κόστος που επέφερε η πρόσφατη ρήξη µε τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τις διαρροές που αυτή προκάλεσε προς την πλευρά της Νέας ∆ηµοκρατίας, το 8% της κάλπης των βουλευτικών αποτελεί εκλογική επίδοση που κρατά το Κίνηµα Αλλαγής στο παιχνίδι.
Αρκεί, όµως, αυτή η ανάγνωση για να τοποθετήσει κανείς το ΚΙΝΑΛ στο νέο σκηνικό; Αν µιλάµε για µια φωτογραφικού χαρακτήρα απεικόνιση της πολιτικής πραγµατικότητας, ίσως και να αρκεί… Αν επιδιώκουµε, αντίθετα, να διαπιστώσουµε πώς διαγράφεται το µέλλον του Κινήµατος υπό το πρίσµα των νέων συνθηκών και της πολιτικής επιρροής των αντιπάλων του, τότε πιθανόν απαιτούνται επιπλέον εργαλεία.
Κατ’ αρχάς, το ίδιο το εκλογικό ποσοστό του ΚΙΝΑΛ δεν µπορεί να διαβαστεί εν κενώ, παρά σε συνάρτηση µε το ποσοστό της Νέας ∆ηµοκρατίας και, κυρίως, µε αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Η Χαριλάου Τρικούπη επένδυσε στη γνωστή σχέση «40-20-10», αλλά η εκλογική πραγµατικότητα είχε άλλη γνώµη. Η Νέα ∆ηµοκρατία προσέγγισε όντως το 40%, το ΚΙΝΑΛ κινήθηκε δύο µονάδες κάτω από τον στόχο, εκεί όµως όπου η εκτίµηση έπεσε παντελώς έξω ήταν στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όχι µόνο δεν βυθίστηκε, αλλά βύθισε το αφήγηµα της «στρατηγικής ήττας» του Τσίπρα.
Νέοι συσχετισμοί
Από το βράδυ της περασµένης Κυριακής, στον εσωτερικό συσχετισµό της Κεντροαριστεράς δεν υπάρχει µια σχέση 2 προς 1, που πράγµατι θα άφηνε ανοιχτό το παιχνίδι διεκδίκησης του προοδευτικού ακροατηρίου, αλλά µια σχέση 4 προς 1, που αποτυπώνει µε σαφή και οριστικό τρόπο ποιος εκπροσωπεί την προοδευτική παράταξη στην Ελλάδα.
Οι συσχετισµοί, συνεπώς, δεν είναι ευνοϊκοί για το Κίνηµα Αλλαγής, όσο κι αν το 8% της κάλπης δηµιουργεί αίσθηση αντοχής και καλλιεργεί προσδοκίες ανάκαµψης. Το πρόβληµα που έχουν άλλωστε να επιλύσουν η Φώφη Γεννηµατά και το επιτελείο της δεν είναι πρωτίστως ποσοτικό, αλλά πολιτικό, καθώς η επόµενη περίοδος ή θα επιβάλει στο ΚΙΝΑΛ να αποφασίσει «µε ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει» ή θα το οδηγήσει σε υπαρξιακή κρίση µε άδηλη κατάληξη.
Έχοντας διανύσει µέσα σε λίγες και µόνο µέρες προ της κάλπης την απόσταση που χωρίζει τη γραµµή της «τρίτης εντολής» από εκείνη της «ψήφου ανοχής», για να καταλήξει τελικά στη γραµµή της «χρήσιµης ψήφου», το ΚΙΝΑΛ σκόρπισε σύγχυση, εµφανιζόµενο να διεκδικεί την ψήφο των πολιτών για να εγγυηθεί την (διασφαλισµένη) πολιτική σταθερότητα και να συµβάλει στην… κατάργηση της απλής αναλογικής.
Το δίλημμα
Αν η αµφισηµία που χαρακτήρισε την προεκλογική παρουσία του Κινήµατος Αλλαγής συνεχιστεί και µετεκλογικά, ο κίνδυνος να βρεθεί εκτός πεδίου διαµόρφωσης των πολιτικών εξελίξεων είναι ορατός. Μπορεί το ΚΙΝΑΛ να βγήκε ζωντανό µέσα από τις εκλογικές µυλόπετρες του διπολισµού, στις συνθήκες ωστόσο που διαµορφώνονται είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκροτήσει έναν τρίτο ευκρινή πόλο.
Η πολιτική αυτονοµία είναι προφανώς ζητούµενο, αλλά, όπως θα έλεγε και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, το ΚΙΝΑΛ δεν µπορεί να υποδύεται «το ΚΚΕ του Κέντρου». Είτε θα προσανατολιστεί προς την πλευρά της Νέας ∆ηµοκρατίας, όπως και θα επιθυµούσε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, είτε θα συµµετάσχει στην ανασύσταση του προοδευτικού µπλοκ, όπως ήδη ζητούν τα στελέχη του που θεωρούν µονόδροµο τη συνεργασία µε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό είναι το δίληµµα – όσο κι αν το ξορκίζει η ασαφής γραµµή ενός τρίτου (απροσδιόριστου, ακόµα) δρόµου…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]