Η άποψη των Οθωμανών Τούρκων για την Επανάσταση και την Άλωση της Τριπολιτσάς
Του Παν. Βέμμου
Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του «Τριπολιτσά, μαρτυρική πόλη».
Το θέμα αυτό δεν έχει μελετηθεί επαρκώς από την ελληνική ιστοριογραφία. Πρόσφατα ένα άρθρο (2010) του John Alexander ( Γιάννης Αλεξανδρόπουλος) ομότιμος καθηγητής ιστορίας του ΑΠΘ από τη Στεμνίτσα και το βιβλίο «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση» (2019) της Σοφίας Λαΐου και Μαρίνου Σαρηγιάννη μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για το πώς η άλλη πλευρά, οι Οθωμανοί Τούρκοι, είδαν και ερμήνευσαν τα γεγονότα αυτά.
«Σε γενικές γραμμές, και τουλάχιστον μέχρι την Έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι Οθωμανοί λόγιοι τείνουν να ερμηνεύουν τα διάφορα επαναστατικά κινήματα με κοινωνικούς μάλλον, παρά εθνικούς όρους. Με άλλα λόγια ως αποτυχίες της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που θα μπορούσαν να προληφθούν (ή αντίστοιχα να αποφευχθούν στο μέλλον) αν λαμβάνονταν τα κατάλληλα μέτρα εξυγίανσης και δικαιοσύνης» γράφουν η κα. Λάιου και ο κ. Σαρηγιάννης και συνεχίζουν..«Η επίσημη αντιμετώπιση της Ελληνικής Επαναστασης και η ενταξή της στην αλυσίδα των πολιτικών εξελίξεων ήταν έργο των βακανουβίς (επίσημων ιστοριογράφων του Σουλτάνου).»Ένας από αυτούς, επί Μαχμουτ Β΄ (1808-1839), ο Σανιζαντέ υποστηρίζει ότι εγκαταλείφθηκαν οι ορθοί πολιτικοί κανόνες, ο στρατός έχασε την πειθαρχία του και κατάφερε να εξαγριώσει τους Έλληνες χωρικούς (ραγιάδες) τους οποίους οι στρατιώτες προσέλαβαν, λεηλατούσαν και αδικούσαν. Έτσι, οι Ρώσοι που πάντα επιθυμούσαν να εκδιώξουν τους μουσουλμάνους από τα όρια της Ευρώπης, πλησίασαν τους Ρωμιούς και με την ενθάρρυνση και άλλων ευρωπαίων βασιλέων άρχισαν να τρέφουν ελπίδες ότι θα ξέφευγαν από την οθωμανική κυριαρχία.
Οι εμπορικές σχέσεις των Ελλήνων με την Ευρώπη και την ίδρυση σχολείων με καθηγητές εκπαιδευμένων στο ‘’Φραγκιστάν’’, όπως αναφέρει «Προώθησαν τις τέχνες και επιστήμες που αποτελούν μέσα λύτρωσης και ελευθερίας αλλά και, όλως ιδιαιτέρως υποκίνησαν τον εθνικό ζήλο.» Αποδίδει δε την οργάνωση της Επανάστασης στον Καποδίστρια, ο οποίος επισκέφθηκε το 1819 την Κέρκυρα, όπου έγραφε επιστολή στα γαλλικά, την οποία χαρακτηρίζει ‘’μυστικές οδηγίες’’. Είναι γνωστό ότι ο υπουργός εξωτερικών του Τσάρου παροτρύνει τους συμπατριώτες του να φροντίσουν την παιδεία τους και την ηθική και πνευματική τους ανάπτυξη, αποφεύγοντας κάθε βίαιη ή ανατρεπτική κίνηση. Τελικά, ο Σανιζαντέ αποδίδει την εξέγερση σε υποκίνηση τόσο από το χριστιανικό ιερατείο, όσο και από τα ευρωπαϊκά κράτη.
Αντίθετα, ο Τσεβντέτ Πασάς που χρησιμοποίησε το υλικό που είχαν συγκεντρώσει οι βακανουβίς, την τότε ανέκδοτη αφήγηση του Γιουσούφ Μπέη, αλλά και τις οθωμανικές μεταφράσεις του Σπ. Τρικούπη και Ιων. Φιλήμονος ερμηνεύει την Ελληνική Επανάσταση ως ‘’εθνική αφύπνιση’’ των Ρωμιών παρά στις ενδογενείς αδυναμίες του οθωμανικού κράτους. Βέβαια, ο Τζεβντέτ γράφει στο δεύτερο μισό του 19ου αι., μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και το έθνος ως έννοια είχε ενταχθεί στην οθωμανική πολιτική σκέψη.
Μια άλλη ιστορική πηγή, που διακρίνεται για την αμεσότητα του αφηγητή, αφού ήταν Μοραίτης, είναι του Μοραβή Γιουσούφ Μπέη. Όπως ο ίδιος αναφέρει, ήταν γίος του Ναυπλιώτη στην καταγωγή Αχμέτ Πασά Σαλαμπάς, που υπηρέτησε ως βαλής από το 1781-1807 σε Ναύπακτο, Γιάννενα, Μπεντέρ, Εύβοια και Τριπολιτσά. Ο δε Φωτάκος αναφέρει ότι η μητέρα του ήταν χριστιανή που είχε αιχμαλωτίσει ο πατέρας του στα Ορλωφικά και ζούσε στο Ναύπλιο. Τη συνάντησε, όταν υποδυόμενος τον ξένο περιηγητή, δρούσε ως κατάσκοπος της Φιλικής Εταιρείας. Ο Γιουσούφ γνώριζε καλά ελληνικά και είχε επαφές με Έλληνες (Ορλάνδο, Κανακάρη) κατά τη πολιορκία του Ναυπλίου (1821-1822), ήταν υψηλός αξιωματούχος της κεντρικής διοίκησης και βρισκόταν με την έναρξη της Επανάστασης στο Ναύπλιο για να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούσαν ενοικιάσεις φόρων. Επέζησε της πολιορκίας και μεταφέρθηκε με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους αιχμαλώτους στη Σμύρνη και στη συνέχεια στην Κων/πολη. Στην Πόλη έγραψε τις αναμνήσεις για τα δύο χρόνια που παρέμενε στο Ναύπλιο και πήρε πληροφορίες από επιζώντες της Άλωσης της Τριπολιτσάς.
Στην αφήγηση του αναφέρεται στην πρόσκληση Ελλήνων προκρίτων, λίγο πριν την Έναρξη της Επανάστασης στην Τριπολιτσά και την άρνηση κάποιων να συμμορφωθούν, την επίθεση εναντίον των Οθωμανών στα Καλάβρυτα, την Καρύταινα και τη συγκέντρωση μουσουλμάνων στην Τριπολιτσά.
Ο Μοραβή Γιουσούφ Μπέης ξεκινά την περιγραφή για τη πολιορκία της Τριπολιτσάς, παρατηρώντας ότι παρόλο η πόλη βρίσκεται στο κέντρο του Μοριά και μπορούσε να περιμένει βοήθεια απ’όλες τις κατευθύνσεις σε ώρα ανάγκης, η μόνη ενίσχυση που ήρθε ήταν ο Μουσταφά Μπέης, κεχαγιάς (αναπληρωτής) του απόντα Βαλή Χουρσίτ πασά στις αρχές Μαίου 1821.
Ο Γιουσούφ προσδιορίζει τρείς διακριτές ομάδες μεταξύ των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς. Α) Τους ντόπιους της ίδιας πόλης και άλλους που αναζήτησαν καταφύγιο από άλλες πόλεις και την ύπαιθρο. Β) οι ξένοι, στην πλειοψηφία τους Τούρκοι από την Ανατολία και γ) Τα αλβανικά μισθοφορικά στρατεύματα με αρχηγό τον Ελμάς Μπέη. Αυτός μαζί με τον πατέρα του είχαν υπηρετήσει στο παρελθόν τον Αλή Πασά, αλλά στην συνέχεια προσχώρησε στις δυνάμεις του Χουρσίτ Πασά. Ο Γιουσούφ τρέφει τις επιφυλάξεις γι’ αυτόν και κάνει ιδιαίτερα σκληρά σχόλια χαρακτηρίζοντάς τον «κακό προδότη της πίστης και του κράτους.» Υπογραμμίζει τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των ηγετών των μουσουλμάνων και ιδιαίτερα μεταξύ του Μουσταφά Μπέη και του Σαλίχ Αγά που δίχασε το λαό. Το δε αλβανικό σώμα προχώρησε στη παραβίαση της τιμής του μουσουλμάνου, λεηλατώντας απροκάλυπτα τις περιουσίες των ντόπιων και αποσπώντας τους την προσοχή από την άμυνα της πόλης.
Παρά τις δώδεκα χιλιάδες εκλεκτό στρατό που διέθεταν, γύρισαν πίσω από τις επιχειρήσεις βαριά ηττημένοι. Μέρα με τη μέρα ο στρατός καταπονούνταν και στις τάξεις του γεννιόταν ψυχρότητα και δολιότητα και καθώς δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν παραιτούνταν από τη μάχη και τη σύγκρουση. Σταδιακά λόγω της αγωνίας που προκαλούσε η πείνα και οι αρρώστιες η κατάσταση χειροτέρευε. Έτσι, πολλοί που είχαν έλθει από άλλους καζάδες (επαρχίες) έφευγαν κρυφά τη νύχτα, συναντιόταν με γνωστούς τους απίστους (Έλληνες) που ήταν έξω, κάνοντας συμφωνίες για ασφαλή επιστροφή και εγκατάσταση στις πατρίδες τους. Στη διάρκεια της φυγής τους, οι άπιστοι τάχα θα όριζαν φρουρά να τους συνοδεύει. Όταν όμως έφθαναν στο καθορισμένο σημείο οι προδότες τους επιτίθονταν με ενέδρα και τους έκαναν όλους μάρτυρες. Μας δίνει ακόμη την πληροφορία ότι από τα μέσα του καλοκαιριού πέθαιναν καθημερινά είκοσι με τριάντα άτομα λόγω των κακουχιών (πείνα και αρρώστιες).
Ο Γιουσούφ έτσι θρηνεί ότι στο τελευταίο στάδιο απόγνωσης ων πολιορκημένων και μετά από περίοδο έντονης συζήτησης, ο λαός άρχισε να συζητά την εναλλακτική λύση να ζητήσει έλεος από τον εχθρό και να αδειάσει την Τριπολιτσά με ασφαλή τρόπο. Για το σκοπό αυτό έστειλαν αντιπροσώπους με έμπιστους καπετάνιους και απίστους οπλαρχηγούς, συναντήθηκαν μαζί τους «τώρα και ξανά» και κατέληξαν σε συμφωνία να φύγουν με ασφάλεια με μέρος της κινητής περιουσίας τους ή τα όπλα τους στο λιμάνι της Γαστούνης στη βορειοδυτική ακτή του Μοριά και απο εκεί επιβιβάζονται σε πλοία για ταξίδι προς τα βόρεια προς τα «όρια της Αλβανίας». Αναφέρει ότι η συμφωνία για κάθε ηγετική οικογένεια μουσουλμάνων είχε ατομικό χαρακτήρα με έναν από τους «κεφάλους του καταραμένου μιλέτ». Για παράδειγμα ο βοεβόδας της Πάτρας και η συνοδεία του από τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Ασημάκη Ζαίμη. Ο Κιαμίλ Μπέης της Κορίνθου από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Αναγνώστη Κοπανίτσα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Γιουσούφ οι πρωτοβουλίες για τις συμφωνίες φαίνεται ότι συνελήφθησαν και πάλι από τον ντόπιο πληθυσμό. Επιβεβαιώνει ότι μια συμφωνία προφορική ή γραπτή έιχε συναφθεί και κατά συνέπεια βεβαιώνει την ύπουλη ευθύνη των Ρωμιών στα γεγονότα που ακολούθησαν. Έτσι, συνεχίζει ο Γιουσούφ, ενώ οι καλοί μουσουλμάνοι ήταν απασχολημένοι για το ταξίδι, βάσει της συμφωνίας, ο Αλβανός ηγέτης, ο ύπουλος Ελμάς προχώρησε στην προδοσία του. Τη «θλιβερή» νύχτα της Παρασκευής 3 του Μου Χαρέμ, οι Αλβανοί άνοιξαν τις πύλες τηε πόλης, όπως είχαν συμφωνήσει με τους απίστους και το ασκέρι των Ρωμιών μπήκε στην πόλη «κατά σωρό». Όταν αντελήφθησαν ότι οι άπιστοι είχαν μπει στην πόλη και λεηλάτησαν μουσουλμανικά μαγαζιά στο καρσί και παζάρ καθώς και τα σπίτια τους, κινητοποιήθηκαν καθυστερημένα και έσπευσαν να πολεμήσουν τον εχθρό. Περίπου 300 που βρίσκονταν στο λόφο με το νερόμυλο, αποσύρθηκαν κλείσθηκαν στη Μεγάλη Τάπια και άλλοι άξιοι ραγιάδες πολέμησαν στα σπίτια τους και άντεξαν για τρείς μέρες και τρείς νύχτες. Προσθέτει δε ότι μόνο τρία ή τέσσερα σπίτια παραδοθήκαν στον άπιστο, ενώ οι περισσότεροι υπερασπιστές επέλεξαν να καούν. Οι επιζώντες που αριθμούσαν πάνω από 40000 διακεκριμένοι άνδρες και απλός λαός έπεσαν στα χέρια του εχθρού και αμέσως όλοι «πέρασαν στο χώρο της ανυπαρξίας». Στη συνέχεια αναφέρει για την τύχη σημαντικών μουσουλμάνων και οι επιζήσαντες και εξαρτώμενα μέλη μοιράστηκαν στους προκρίτους και οπλαρχηγούς και «ο εχθρός με το πρόσωπο της προσποίησης έδειξε αμέσως ευγενική μεταχείριση και παρηγοριά». Επίσης γίνεται αναφορά στη δολοφονία μουσουλμάνων που μεταφέρονταν έξω από την πόλη αμέσως μετά τη πτώση της, καθώς και για την εκτέλεση ορισμένων διακεκριμένων επιζώντων, οι οποίοι θεωρούνταν επικίνδυνοι για την ελληνική υπόθεση, καθώς υποπτεύονταν ότι είχαν σχέση με τον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προετοίμαζε εκστρατεία στο Μοριά στις αρχές του 1822.
Σύμφωνα με το Γιουσούφ, οι χριστιανοί έσκαψαν στα νεκροταφεία, ξέθαψαν τους νεκρούς, τους έκαψαν, όργωσαν τα νεκροταφεία και τα έσπειραν με κριθάρι. «Αυτή η πράξη ήταν μια οδυνηρή απόδειξη της εχθρότητας που τρέφουν οι Ρωμιοί εναντίον του λαού του Ισλάμ τα τελευταία 400 χρόνια.»
Τέλος, κλείνει τον απολογισμό για το έπος της Τριπολιτσάς με μια συνοπτική ανασκόπηση της ευθύνης για την καταστροφή που αποτελεί και το κύριο θέμα του μνήματός του. Αποδίδει ευθέως τα βάσανα σε εκείνους τους μουσουλμάνους που παραδόθηκαν στην επιδίωξη μιας άνετης ζωής, την απληστία, την ακολασία και με αυτόν τον τρόπο παραβίασαν τους νόμους της ηθικής συμπεριφοράς και αφού «θεωρώντας όλες τις επαίσχυντες και απαγορευμένες πράξεις ως ανεκτές έγιναν αντικείμενο θείας τιμωρίας.»