Η ανάπτυξη που δεν έρχεται…
Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου καθηγητή και πρώην πρύτανη ΑΠΘ
Η αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη ακολουθεί απολύτως την κατεύθυνση των μνημονιακών συνταγών. Είναι δηλαδή μονότονα προσανατολισμένη στην προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων, προκειμένου να τους εκχωρηθεί η αξιοποίηση των πιο προσοδοφόρων «φιλέτων» της ελληνικής οικονομίας.
Είτε πρόκειται για εκτάσεις γης και φυσικά οικοσυστήματα, όπως το Ελληνικό για αστική ανάπτυξη, η Βόρεια Χαλκιδική για εξόρυξη χρυσού και τα ελληνικά νησιά, τα δάση και οι παραλίες για τουριστική αξιοποίηση, είτε πρόκειται για υποδομές και δίκτυα στρατηγικής σημασίας, όπως τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα συγκοινωνιακά και ενεργειακά δίκτυα, είτε τέλος πρόκειται για πολύτιμα φυσικά αγαθά, όπως το νερό της ύδρευσης, η συνταγή είναι η ίδια. Η ανάπτυξη θεωρείται ταυτόσημη με την προσέλκυση ξένων επενδυτών, στους οποίους πωλούνται οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της αναζήτησης ξένων ιδιωτικών επενδύσεων αγγίζει βέβαια τα όρια της παράνοιας, όταν οι… ξένοι επενδυτές αντί να φέρνουν στη χώρα ιδιωτικά κεφάλαια, ενισχύονται με δανειοδοτήσεις από ελληνικές τράπεζες. Πρόσφατο και χαρακτηριστικό το παράδειγμα με τους ξένους επενδυτές του Ελληνικού, οι οποίοι εξασφάλισαν χρηματοδότηση από ελληνικές τράπεζες, σε μια κορυφαία έκφραση μιας σπάνιας ελληνικής αρετής που έγινε γνωστή διεθνώς σαν… φιλοξενία.
Την ίδια στιγμή που η χώρα τεμαχίζεται και πωλείται σε ξένα οικονομικά συμφέροντα, μεγάλες δημόσιες επενδύσεις παγώνουν και συγχρηματοδοτούμενα από Ευρωπαϊκά ταμεία έργα με μεγάλο κοινωνικό αποτύπωμα ακυρώνονται. Κορυφαίο, αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα, το πολύπαθο έργο του μετρό της Θεσσαλονίκης και των επί χρόνια σχεδιαζόμενων επεκτάσεών του, που με διάφορα αστεία προσχήματα σταματούν και ακυρώνονται, σε μια προσπάθεια να ξηλωθεί ό,τι καλό έγινε τα τελευταία χρόνια. Κατά αντίστοιχο τρόπο παγώνουν και οι μεγάλες υποδομές και τα οδικά δίκτυα που είχαν ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια να κατασκευάζονται με τη μορφή των συγχρηματοδοτούμενων δημόσιων έργων.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ήταν πλήρως κατανοητή και απολύτως εξηγήσιμη η σπουδή των ξένων δανειστών να επιβάλουν, μέσω των μνημονίων, την πώληση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας σε φιλικά τους οικονομικά συμφέροντα. Αφού έτσι επετεύχθη και η εισροή ρευστού για την άμεση εξόφληση του χρέους προς αυτούς, αλλά και η διασφάλιση της κερδοφορίας των φιλικών τους ιδιωτικών συμφερόντων, που στο εξής θα έχουν το πλεονέκτημα να αξιοποιούν εκείνα τον ελληνικό πλούτο.
Όμως το να ακολουθεί την ίδια ακριβώς πολιτική μια ελληνική κυβέρνηση και μάλιστα οικειοθελώς, υπονομεύοντας τις μελλοντικές αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και ωθώντας την και πάλι στον εθισμό του εξωτερικού δανεισμού, αυτό παραμένει στη σφαίρα του ανεξήγητου. Ακόμη και αν αυτή η πολιτική αποδοθεί σε ακραία νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία…
Οι ιδιωτικές επενδύσεις από μόνες τους δεν φέρνουν την ανάπτυξη της οικονομίας
Η ελληνική εκδοχή του ακραία νεοφιλελεύθερου, όσο και οπισθοδρομικού αναπτυξιακού μοντέλου που προτιμά τη λύση της ήσσονος προσπάθειας, που επιλέγει δηλαδή την πώληση των ελληνικών δημόσιων αγαθών σε ξένα ιδιωτικά κεφάλαια, προκειμένου εκείνα να προχωρήσουν στην αξιοποίησή τους, είναι μια πολιτική που έχει αποβεί και διεθνώς οικονομικά ατελέσφορη και η οποία και στη χώρα μας έχει αποδειχθεί εθνικά επιζήμια.
Πρώτα από όλα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτή η εμμονή στο ακραία νεοφιλελεύθερο μοντέλο για την οικονομική ανάπτυξη, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την επώδυνη εμπειρία της οικονομικής κρίσης, με τις γνωστές συνέπειες που αυτή είχε στην ύφεση και στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Κι αυτό γιατί η εκχώρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας σε ιδιωτικά συμφέροντα πριν ακόμη από την κρίση, στέρησε την ελληνική οικονομία από τη δυνατότητα αξιοποίησης των συγκριτικών αναπτυξιακών της πλεονεκτημάτων και την κατέστησε ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της και να γίνει παραγωγική και αυτοδύναμη. Με συνέπεια την απόλυτη εξάρτησή της από υπερμεγέθεις δανειοδοτήσεις, οι οποίες συσσωρεύτηκαν και προκάλεσαν το τεράστιο εξωτερικό χρέος που οδήγησε την Ελλάδα στην οικονομική ομηρία.
Ακόμη, η επιλογή της εκχώρησης των ελληνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών σε ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα μπορεί προσωρινά να εμφανίζεται ως ανταποδοτική, καθώς το αντίτιμο της πώλησης ενισχύει προσωρινά τα ελληνικά δημόσια ταμεία, μακροπρόθεσμα όμως αποδυναμώνει την ελληνική οικονομία, αφαιρώντας της τα χαρακτηριστικά της αντοχής και της διάρκειας και καθιστώντας την ευάλωτη, όπως η ιστορία απέδειξε, στην πρώτη οικονομική κρίση.
Οι Κινέζοι επιχειρηματίες και πολιτικοί τους οποίους επισκέφθηκε προ ημερών ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να είχαν μεγάλο ενδιαφέρον να επενδύσουν στην Ελλάδα, που γι’ αυτούς αποτελεί στρατηγική πύλη για την είσοδό τους στην Ευρώπη, δεν είχαν όμως, όπως αποδείχθηκε, κανένα κίνητρο να του εξηγήσουν τη γνωστή κινεζική παροιμία που έχει κατ’ εξοχήν εφαρμογή στον τομέα της οικονομίας, σύμφωνα με την οποία: «Αν σε έναν φτωχό δώσεις ένα ψάρι, θα τον χορτάσεις για μια μέρα. Αν όμως του μάθεις να ψαρεύει, τότε θα του εξασφαλίσεις τροφή για όλη του τη ζωή».
Έτσι, η ελληνική οικονομία χορταίνει σήμερα με ελληνικά μεν ψάρια, που έχουν όμως ψαρέψει κινεζικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά και άλλων εθνικοτήτων οικονομικά συμφέροντα.
Αφού η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, που βρισκόμαστε εκτός μνημονίων, να στερεί από την εθνική οικονομία και τους Έλληνες πολίτες τη δυνατότητα του ψαρέματος και μάλιστα στα δικά μας χωρικά ύδατα.