Ο Δημήτρις Βεργέτης είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Παγκόσμιας Ψυχαναλυτικής Εταιρίας, διευθυντής του περιοδικού “αληthεια”. Η συνέντευξη-ποταμός που ακολουθεί με σοκαριστικές πληροφορίες για τη φύση του έρωτα και τον τρόπο που τον αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι μέσα στους αιώνες ξεκίνησε στις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα και τελείωσε στις 3 το πρωί.

 

— Πόσο διαφορετική είναι η έννοια του έρωτα από την αρχαιότητα έως σήμερα; Άλλο ο έρως ο αρχαίος και άλλος ο σύγχρονος…

Και άλλος ο μεσαιωνικός ή ο Αναγεννησιακός. Υπάρχει μια πλήρης διαφοροποίηση. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς ότι έχει επιβιώσει ανά τους αιώνες, σαν κοινό σημείο στήριξης όλων των εκδοχών του έρωτα, είναι η σχεδόν αυθόρμητη διαίσθηση ότι αυτό που διακυβεύεται στο επίπεδο του έρωτα έχει να κάνει με την έλλειψη, ότι κάπου ο έρωτας βρίσκεται σε συνάφεια, σε εγγύτητα με ένα ορισμένο καθεστώς της έλλειψης, η οποία λειτουργεί και σαν αρχή ερωτικοποίησης και επιθυμητότητας ενός αντικειμένου. Δηλαδή ένα αντικείμενο καθίσταται επιθυμητό στο βαθμό που έρχεται να λειτουργήσει στις παρυφές της έλλειψης, υποσχόμενο την αναπλήρωσή της. Ήταν πάντα σαφές ότι ο έρωτας, σε όλες του τις εκδοχές, διατηρούσε προνομιακές σχέσεις με την επιθυμία. Ο έρωτας και η επιθυμία αποτελούν ένα αδιάσπαστο ζευγάρι και σε πολλές περιπτώσεις η μία έννοια τείνει να αφομοιώσει την άλλη. Υπάρχει μια εκτεταμένη συνωνυμική επικάλυψη της επιθυμίας και του έρωτα. Η σκέψη και η διαίσθηση ανίχνευαν πάντα την εμπλοκή μιας θεμελιώδους έλλειψης στην αφύπνιση του έρωτα, κάτι που πιστοποιείται εξαρχής και στην αρχαιοελληνική σύλληψή του όπου ο Έρωτας πολιτογραφείται ως τέκνο του Πόρου και της Πενίας, και η πενία καταγράφεται σαν ένα συστατικό κληροδότημα της έλευσής του στο πάνθεον των Θεών. Ο έρωτας φέρει, λοιπόν, το στίγμα της πενίας, της έλλειψης, της ένδειας. Πηγή της ακαταμάχητης ισχύος του είναι το ανεξάντλητο κοίτασμα της έλλειψης. Στους αιώνες, βέβαια, εξελίχθηκε όχι σαν μια εννοιολογική κατηγορία, αλλά πρωτίστως μέσα από κοινωνικές πρακτικές και μέσα από συμβολικά συστήματα που οριοθετούσαν τον τρόπο πρόσβασης του ανθρώπου στη σεξουαλικότητα και έτσι από εποχή σε εποχή οι διαφορές είναι όντως αβυσσαλέες. Όπως θα δούμε, πιστεύω, και στη συνέχεια. Ο Λακάν επισημαίνει ότι άλλο ένα κοινό στοιχείο που μπορεί να εντοπίσει κανείς στον έρωτα, με διαχρονική παρουσία στις εκδοχές που διατυπώθηκαν για το καθεστώς εγγραφής του στον ανθρώπινο ψυχισμό, είναι ότι συγκροτείται σαν μια μεταφορά.

Υπάρχει ένας μινιμαλιστικός φορμαλισμός που υπεισέρχεται στη μορφοποίηση της ερωτικής εμπειρίας. Η ερωτική εμπειρία μορφοποιείται ακριβώς σε συνάρτηση με έναν ορισμένο μινιμαλιστικό φορμαλισμό, τον οποίο τον κομίζει κατά κάποιο τρόπο η αλγοριθμική συγκρότηση της μεταφοράς. Η μεταφορά είναι δομημένη σαν μια υποκατάσταση. Είναι ένα σημαίνον στη θέση ενός άλλου σημαίνοντος, όπως λέει ο Λακάν, ακολουθώντας το γλωσσολογικό υπόδειγμα. Στην περίπτωση του έρωτα πρόκειται για δύο υποκείμενα, των οποίων η σχέση διαρθρώνεται ακριβώς σαν μια μεταφορά. Και συγκεκριμένα, μπορούμε να μιλήσουμε για έρωτα από τη στιγμή που υπάρχει διυποκειμενική σύμπραξη ανάμεσα σε δύο παρτενέρ, και, πιο συγκεκριμένα, από τη στιγμή που πραγματοποιείται ένα είδος αντιστροφής, από τη στιγμή που ο εραστής αντιμετατίθεται στη θέση του ερωμένου και ο ερώμενος στη θέση του εραστή. Η μεταφορά είναι το σχήμα που οικοδομεί μια ορισμένη ερωτική γέφυρα ανάμεσα σε δύο υποκείμενα. Γιατί υπάρχει πάντα ένα υποκείμενο που πρώτο πέφτει στα δίχτυα και την γοητεία του έρωτα, καθώς υποκύπτει στη σαγήνη μιας μοναδικής συνάντησης, από την οποία εξέρχεται με το σημάδι και το πάθος του ερωτευμένου υποκειμένου, και που εν συνεχεία απευθύνει τον έρωτά του σε κάποιον ή σε κάποια που συγκροτείται ως δυνητικός παραλήπτης. Για να υπάρξει ακριβώς μια ερωτευμένη διυποκειμενικότητα, θα πρέπει αυτός που αρχικά ήταν σε ρόλο παραλήπτη, να υποστεί ένα είδος μεταμόρφωσης και να μετατοπιστεί στη θέση του εραστή, να λειτουργήσει σαν εραστής, να αναλάβει και αυτός μέσα το ρόλο την έξαψη ενός υποκειμένου που ζει τον έρωτα. Όπως λέμε κάπως απλοϊκά στην καθημερινή διάλεκτο, ο παρτενέρ ανταποκρίνεται ή δεν ανταποκρίνεται. Αυτή όμως η ανταπόκριση ενθυλακώνει μια ορισμένη μεταφορά, μια ορισμένη μεταμόρφωση της υποκειμενικότητας, μια μεταφορική μετάλλαξη της υποκειμενικότητας, που παραμένει άδηλη ή δυσδιάκριτη, και φυσικά αδιανόητη για τον σεξολόγο ή τον σύμβουλο γάμου. Από τη θέση του παθητικού δέκτη, μετατρέπεται κανείς ένα ενεργητικό, ερωτευμένο υποκείμενο και συμπεριφέρεται διαφορετικά απέναντι στον αρχικό παρτενέρ, αυτόν που εγκαινιάζει τη διαδικασία, τοποθετώντας τον πλέον στη θέση του ερωμένου, του αντικειμένου ενός έρωτα. Αντιλαμβανόμαστε εδώ ότι ο έρωτας, όταν συγκροτείται σαν ένα διυποκειμενικό κύκλωμα, συνεπάγεται πάντα μια διαδικασία απο-υποκειμενικοποίησης κατά την οποία ο εραστής αποδέχεται σε έναν δεύτερο αποδέχεται, κατά κανόνα με ικανοποίηση, το ρόλο του αντικείμενο. Ο εραστής επανεγγράφεται στη σχέση ως αντικείμενο του έρωτα. Στο σεξ αρκεί ο δέκτης να συναινέσει σε ρόλο αντικειμένου για να κουμπώσει η σχέση. Στον έρωτα απαιτείται ένας επιπλέον χρόνος όπου συντελείται το θαύμα της μεταφορικής αντιστροφής των ρόλων, ένα είδος υποκειμενικής μετάλλαξης. Ο έρωτας δεν είναι το σεξ, πασπαλισμένο με συναισθήματα. Αναφέρομαι στον έρωτα στο βαθμό που υπάρχει σαν μια αδιαίρετη εμπειρία ανάμεσα σε δυο παρτενέρ και όχι απλά σαν εσωτερικό συναίσθημα και ιδιωτική ονειροπόληση μιας μοναχικής συνείδησης.

 

Οι γυναίκες ονειρεύονται έρωτες και οι άνδρες παρτούζες. Τον έρωτα τον συντηρούν οι γυναίκες γιατί είναι ‘ερωτομανείς’, έχουν μια ανεξάντλητη έφεση προς το ερωτικό πάθος, ενώ οι άντρες είναι σεξομανείς και αδιαφορούν για τον έρωτα και γι αυτό το λόγο δεν υπάρχει διάφυλη σχέση.

 

— Υπάρχει κάποια στιγμή αμοιβαίου έρωτα, ή ο έρωτας είναι πάντα μονόπλευρος;

Ο έρωτας ξεκινάει πάντα κατά τρόπο μονόπλευρο. Ο ένας εκ των δύο κεραυνοβολείται κατά κάποιο τρόπο, υφίσταται αυτή την ερωτική κεραυνοβόληση και καταλαμβάνεται από το ερωτικό πάθος, το οποίο το απευθύνει σε κάποιον και παραμένει όντως δεσμώτης μιας μοναχικής εμπειρίας στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση. Ενώ, αντίθετα, στο βαθμό που ενεργοποιείται αυτός ο μινιμαλιστικός φορμαλισμός της μεταφοράς, επέρχεται αυτή η μεταφορική αντιμετάθεση των ρόλων και ο έρωτας καθίσταται αμοιβαίος, καθώς ο ερώμενος μεταμορφώνεται σε εραστή. Δεν λέει απλά και μόνο ένα ναι, δεν παρέχει απλά και μόνο μια συναίνεση. Αλλά, αντίθετα, μεταλλάσσονται οι ταυτίσεις του και οι υποκειμενικές συντεταγμένες του. Η μαρτυρία της λογοτεχνίας είναι ανεξάντλητη επί του θέματος. Το παράδειγμα που επικαλείται ο Λακάν, το μείζον παράδειγμα που αντλεί από την αρχαιοελληνική γραμματεία, είναι η σχέση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου. Ο Αχιλλέας, αμούστακος νεαρός, είναι σαφές ότι βρίσκεται σε θέση και ρόλο ερωμένου. Είναι το αντικείμενο της ερωτικής σχέσης και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου κατά κάποιο τρόπο αναλαμβάνει αυτός -μέσα σε μια συγκυρία αναμφίβολα ιδιόμορφη μια και ο παρτενέρ του είναι νεκρός- το ρόλο του εραστή απέναντι στο σύντροφό του.

 

— Ήταν πιο μεγάλος ο Πάτροκλος;

Σαφώς ήταν πολύ μεγαλύτερος, ο Αχιλλέας ήταν νεαρούλης έφηβος.

 

— Ποια η διαφορά έρωτα αγάπης και σεξ;

Στην ουσία σεξ, καύλα, καψούρα όλα πάνε μαζί. Είναι λέξεις οι οποίες αναμφίβολα δεν κυκλοφορούν μόνες τους μέσα στην γλώσσα, αλλά υπάρχει μια ευρύτατη γκάμα, ένα σμήνος επινοημένων λέξεων, οι οποίες αναφέρονται στη σεξουαλικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αγάπη είναι μια έννοια ανύπαρκτη στον αρχαϊκό κόσμο ως τέτοια, είναι μια εκχριστιανισμένη, αποσαρκωμένη και μαραγκιασμένη εκδοχή του έρωτα, τουλάχιστον έτσι έφτασε στους νεότερους χρόνους. Πιθανώς στις προγενέστερες κοινωνίες να υπήρχε όντως αυτό το συναίσθημα, αλλά ποια ήταν ας πούμε η συμβολική του στοιχείωση, πώς λειτουργούσε στις προσωπικές σχέσεις, με ποιες μορφές εκφραζόταν κ.τ.λ., έχουμε μάλλον μια αποσπασματική και θολή εικόνα. Αυτό που γνωρίζουμε για την αγάπη είναι ότι έχει προέλθει από την εκχριστιανισμένη ανασύνταξη της ερωτικής εμπειρίας που ήταν ταυτόχρονα και ένα είδος πτώχευσης και λιμπιντικής αφυδάτωσης. Ο εκκλησιαστικός θεσμός ευνούχισε τον έρωτα, καθυπόταξε τη σεξουαλικότητα στην ανηδονική τελεολογία της αναπαραγωγής, εξόρισε την επιθυμία από το κρεβάτι και εξύψωσε την εγκράτεια σε θεάρεστο ιδεώδες. Είναι δεδομένο ότι στη χριστιανική, αγαπητική εκδοχή του, ο έρωτας ήταν ευνουχισμένος. Στην καλύτερη περίπτωση, συρρικνώνεται σε μια φιλεύσπλαχνη, αλτρουιστική διαθεσιμότητα απέναντι στον πλησίον. Ο έρωτας προϋποθέτει ακριβώς μια εξορκιστική αποστασιοποίηση, ή μάλλον μια φοβική αποποίηση της σεξουαλικότητας που καταλήγει στη διφορούμενη ενοχοποίηση της σάρκας. Λέω διφορούμενη γιατί οι πρακτικές ενοχοποίησης μπορούν να λειτουργήσουν και σαν ανομολόγητοι φορείς εντατικοποίησης του ερωτισμού, τον οποίο στιγματίζουν. Χρωστάμε πολλά στον Φουκώ και στον Λακάν που μας υποψίασαν επαρκώς για τα διφορούμενα της ενοχοποίησης. Επιπλέον, στο εσωτερικό του χριστιανισμού ανά τους αιώνες συνυπήρξαν ετερογενή ρεύματα ενστερνιζόμενα συχνά αποκλίνοντες προσανατολισμούς. Για την δεσπόζουσα χριστιανική δογματική, πάντως, υπάρχει ασυμβίβαστο ανάμεσα στην αγάπη και το σεξ, τη σεξουαλικότητα. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι ο Ωριγένης, ένας από τους επιφανείς στοχαστές της χριστιανικής δογματικής και πρωτεργάτης της αλληγορικής ερμηνείας των Γραφών, είχε θεωρήσει σκόπιμο, προκειμένου να κερδίσει την βασιλεία των ουρανών, να υιοθετήσει κατά γράμμα το χωρίο 19-12 από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και να προσφέρει τα γεννητικά του όργανα στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Αλεξανδρείας όπου διέπρεπε με το κήρυγμά του, προκειμένου να αποκτήσει το περιπόθητο διαβατήριο εισόδου στον Παράδεισο. Δηλαδή στο Παράδεισο μπαίνει κανείς παραδίδοντας στην είσοδο τα αχαμνά του στον Άγιο Πέτρο. Δεν μπαίνει κανείς στον Παράδεισο με όλες του τις αποσκευές. Ευτυχώς για τους πιστούς, η Εκκλησία δεν συνέστησε το παράδειγμά του. Αναμφίβολα, όμως, υπήρξε μια πτώχευση του ανθρώπινου έρωτα μέσα σε όλη την παράδοση της χριστιανικής διαχείρισης των σωμάτων. Το ερωτικό πάθος, όπως μας υπενθυμίζουν οι μυστικιστικοί έρωτες ορισμένων αγίων γυναικών, είχε ως μοναδικό σημείο επιτρεπτής αναφοράς την υπερβατική φιγούρα του Κυρίου ως εξιδανικευμένου μνηστήρα. Η διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και το σεξ είναι πιο περίπλοκη. Καταρχήν, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Ο έρωτας ακόμη και στην κεραυνοβόλα έκλαμψή του, προϋποθέτει αυτό που Λακάν αποκαλούσε «la parole d’amour», το ερωτόλογο, την ερωτική φράση, μια ορισμένη κινητοποίηση της γλώσσας. Μάλιστα, έρωτας ήταν πάντα συνυφασμένος με μια ορισμένη ποιητική αναβάθμιση της εμπειρίας του κόσμου και όχι μόνο της φιγούρας του παρτενέρ. Η ερωτική σύμπλευση έχει ως εναρκτήρια προϋπόθεση μια ερωτική εξομολόγηση, μια κατάθεση του ερωτικού συναισθήματος μέσα στη γλώσσα. Ο έρωτας ερωτοτροπεί με τις λέξεις , εμφιλοχωρεί και ενσωματώνεται στα ερωτόλογα που επιστρατεύει για την εκφορά του. Υπάρχει, λοιπόν, μια βαθύτατη αλληλεγγύη ανάμεσα στον έρωτα και την ποιητική του λόγου, ενώ αντίθετα το σεξ είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιείται μέσα σε ατμόσφαιρα και καθεστώς κατανυκτικής σιωπής, το πολύ-πολύ να διακόπτεται από κάποια βογγητά, αλλά μέχρι εκεί. Δεν χρειάζεται να μιλάει κανείς. Παρότι και στο σεξ φυσικά παρεισφρέει η γλώσσα, πολλές φορές ερωτικοποιημένη, αλλά εκεί οι λέξεις και τα σημαίνοντα που παρεισφρέουν στη σεξουαλική δραστηριότητα, είναι σαφώς εμποτισμένα με λίμπιντο, στάζουν λίμπιντο κατά κάποιον τρόπο. Είναι διεγέρτες, καταλύτες και αυτή η ερωτικοποίηση, η σεξουαλικοποίηση μάλλον της γλώσσας, ποσώς ενδιαφέρεται για την ποιητική των λέξεων. Αντίθετα, αυτή η σεξουαλικοποίηση των λέξεων είναι σαφές ότι, μεταξύ άλλων, στη σημερινή εποχή αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπικής και χρηματοπιστωτικής αξιοποίησης θα έλεγα, δεδομένου ότι υπάρχει το ροζ τηλέφωνο, υπάρχουν όλοι αυτοί οι μηχανισμοί που είναι θεμελιωμένοι πάνω στη διακίνηση της λίμπιντο μέσα από τη σεξουαλικοποίηση ορισμένων λέξεων και φραστικών στερεότυπων. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να συντάξει μια πλήρη λίστα σεξουαλικών διεγερτικών λέξεων και φράσεων. Ενώ, αντίθετα, ο έρωτας είναι ανοιχτός στην ποιητική. Ο έρωτας εγκαθίσταται στη σάρκα σαν μια ποιητική ενόρμηση.