Έστα Παπαγεωργίου: «Είδα το σπίτι μας να βυθίζεται»
26.03.1993 έγινε ο μεγάλος σεισμός στον Πύργο Ηλείας
-Θυμάμαι 31 χρόνια μετά…..
Γράφει η Έστα Παπαγεωργίου*
Το ημερολόγιο μετρούσε την επόμενη μέρα αλλά ακόμα διασκεδάζαμε τις γιορτές των φίλων μας, μέρα του Ευαγγελισμού. Επιστρέφοντας από το Κατάκολο, βλέπαμε -εκστασιασμένοι- ένα φεγγάρι κυκλωμένο με άσπρο στεφάνι και είπαμε «ένα ποτό ακόμα» στο αγαπημένο μας μπαράκι.
Γυρίζοντας σπίτι -ένα αστικό διώροφο του 1880, στο ισόγειο το οικογενειακό βενζινάδικο και πίσω- στην παλιά αποθήκη -το ανακατασκευασμένο studio -που έμενα, ενώ στον α’ όροφο κατοικούσαν η μαμά μου και ο αδερφός μου -και η αυλή και ο κήπος με τις μπουκαμβίλιες, τις τριανταφυλλιές, τα οπωροφόρα δέντρα και οι γάτες -αλλά ο Ρόκυ, το λυκοσκυλάκι μας, αλυχτούσε, ενώ ο Ψίνος -ο αλητάκος κουφός άσπρος γατούλης μου- που ένιωθε μόνο τους παλμούς από τις χορδές της κιθάρας μου, περίμενε στην πόρτα να μπει μέσα.
Σηκώθηκα το πρωί, πήγα στο αρχιτεκτονικό γραφείο -που δούλευα τότε- και γύρισα για το μεσημεριανό διάλειμμα. Ενώ έπλενα τα χέρια μου στο μπάνιο ήρθε η πρώτη ισχυρή σεισμική δόνηση… Η πόρτα δεν άνοιγε, σοβάδες έπεφταν στο κεφάλι μου και βίωνα τον τρόμο.
Όταν σταμάτησε, βγήκα από το μπάνιο, άνοιξα την ενδιάμεση πόρτα και αλαφιασμένη πήγα στη μαμά μου- στο βενζινάδικο. Τότε τηλεφώνησε ο αδερφός μου από το μαγαζί του και είπε να ανέβω πάνω να ελέγξω ως μηχανικός! Ήταν η προτελευταία φορά που ανέβηκα… Μπήκα από την πόρτα της κουζίνας -προσθήκη γύρω στο 1930.
Οι τσατουμάδες είχαν πάρει κλίση όπως και τα κασώματα στις πόρτες. Η εξωτερική πετρόχτιστη τοιχοποιία δεν είχε πληγεί αφού το κτήριο είχε θωρακιστεί με περιμετρικό σενάζ μετά τους σεισμούς του 1965, που μωρό ανέβαινα τη μαρμάρινη σκάλα, μπουσουλώντας, να δω τους μαστόρους -μάλλον γι’ αυτό έγινα μηχανικός…
Ώσπου ήρθε η δεύτερη δόνηση… Με τη μαμά μου τρέξαμε έξω από το βενζινάδικο, στο πλάτωμα της μάντρας του σιδηροδρομικού σταθμού… Άναψα ένα καμελάκι και ξαφνικά όλα έγιναν ασπρόμαυρα…
Σε λίγο ήρθε η τρίτη και ισχυρότερη δόνηση… Τζάμια έσπαγαν από παντού … η δυναμική μαμά μου «χαμήλωσε» στην αγκαλιά μου μέχρις που είδαμε το κτήριο -στην Πατρών 59, να βυθίζεται… στη γη, η μαμά μου να ουρλιάζει «Έστα μου, τα σπίτι μας» και ξαφνικά σηκώθηκε ξανά -χωρίς σοβάδες… η ελαστικότητα της αμμόπετρας…
Τότε άλλαξαν όλα… Οι άνθρωποι, οι σχέσεις, η πόλη…
Έφυγα… δε μπορούσα να το αντιμετωπίσω. Πήρα το μηχανάκι μέχρι την πλατεία…
Τα νέα είχαν διαδοθεί. Ήρθαν δημοσιογράφοι, αρχικά από Πάτρα. Ο φίλος Γιάννης -από τα φοιτητικά χρόνια, προσφέρθηκε να με φυγαδεύσει. Περάσαμε από το βενζινάδικο -το ήξερε επειδή είχε φιλοξενηθεί κάποτε, η μάνα μου είχε ανακτήσει δυνάμεις και άνοιξε το μαγαζί- γιατί ο κόσμος είχε ανάγκη βενζίνη να φύγει… Την παρακάλεσα να μπει 5 λεπτά μέσα να μου φέρει 2 αλλαξιές ρούχα- φοβόμουνα…
Και «λιποτάκτησα»…
Επί μια βδομάδα κυκλοφορούσα με τους σοβάδες στα μαλλιά…
Έκτοτε δεν κλείνω πόρτες στα δωμάτια.
*Η Έστα Παπαγεωργίου είναι από τον Πύργο και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Μικροϊστορίες… της στιγμής”- Eκδόσεις “Χάρτινοι Ήρωες”