Αιρετικά και επίκαιρα: Ένα «παιδί» καθόλου, μα καθόλου σοφό
Όσο απομακρύνονταν οι Έλληνες από τον γενάρχη τους Οδυσσέα, «τον άντρα τον πολύτροπο», και βούλιαζαν στην τρυφηλή ζωή των διορισμών και των επιδοτήσεων, τόσο μεράκλωναν με τον «Σταυρό του Νότου». Οι σχολές του εμπορικού ναυτικού άδειαζαν από σπουδαστές – «πού να θαλασσοπνίγεται το παιδί; ο βουλευτής μας θα τον βολέψει σε γραφείο με σφραγίδες!». Στις μουσικές όμως σκηνές οι θαμώνες τρέκλιζαν (βοηθούσε και το αλκοόλ) λες κι είχαν μόλις δέσει το καράβι τους. Ο Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Όταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη!», οι αποκάτω αφηνίαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας.
Στο νέο κρεσέντο μηδενισμού και πρωτοφανούς αθλιότητας του Χρήστου Χωμενίδη στα «ΝΕΑ», εκτενές απόσπασμα του οποίου παραθέτω προς γνώσιν και αποτροπιασμό, έχει ήδη απαντήσει με τον πλέον κατάλληλο (ενίοτε και ακατάλληλο τρόπο) καταρχήν, η Έλενα Ακρίτα, καθώς και πλήθος γνωστών και άγνωστων ανθρώπων, οι οποίοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να αποκαταστήσουν πρωτίστως την ηθική τάξη των πραγμάτων. Αξίζει κανείς να ανατρέξει τόσο στην απάντηση της Ακρίτα, όσο και στο ίδιο το κείμενο του συγγραφέα, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει με σαφήνεια, πώς μορφοποιείται το διακύβευμαμετά το νέο λιβελλογράφημα καισυνάμα πώς αποκρυσταλλώνεται η διάσταση ανάμεσα σε δύο κόσμους και πράγματι, ως έναν βαθμό, ανάμεσα σε δύο ακροατήρια. Με την διαφορά ότι ισχύει μάλλον το αντίθετο απ’ αυτό που διατείνεται μετά τόσης πομπώδους επιτάσεως ο Χωμενίδης. Όπως επισημαίνει καίρια η Ακρίτα, «οΧωμενίδηςομοιογενοποιεί το κοινό του Θάνου Μικρούτσικου θεωρώντας το προφανώς είδωλο του ιδίου καθρεφτισμένο σε θολά νερά. Ενδεχομένως αυτός (και η παρέα του) πήγαινε με πούρα, τσερόκι, σινιέ κι όλα αυτά τα μικροαστικά λιγούρικα που περιγράφει. Όμως, believeitornot, ο κόσμος όλος δεν είναι οι κολλητοί οι δικοί του. Όλοι μας πηγαίναμε στους συνθέτες που αγαπάμε, στις μεγάλες συναυλίες, στις ανθισμένες πίστες των ρεμπετάδικων, στης όπερας τα χρυσοποίκιλτα – άσε που ξέραμε και το μικρό όνομα του Ροσίνι».
Κατά συνέπεια, θα συμπλήρωνα προεκτείνοντας τον συλλογισμό ότι μάλλον το δικό του ακροατήριο είναισε αδρές γραμμές συμπαγές και ομοιογενοποιημένο. Κατά καιρούς υιοθετούνδιάφορες ευφάνταστες ονομασίες.«Μένουμε Ευρώπη», «Παραιτηθείτε», «Κίνημα της γραβάτας» κλπ. Είναι όμως το ίδιο σινάφι Αντίθετα, όλοι όσοι σπεύδουν σήμερα να υπερασπιστούν το έργο, αλλάκαι το κοινό του αποθανόντος, καθώς εκεί στοχεύει δειλά και μνησίκακα ο Χωμενίδης, συγκροτούν ένα πολυποίκιλο και υπέροχα ετερόκλητο πλήθος.Αυτό μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση και γι’ αυτό θεωρώ το μοχθηρό της υπόθεσης αξιοσημείωτο. Ο άνθρωπος δεν πρόλαβε να μπει στο χώμα και άρχισαν οι «σκύλοι» την σκύλευση του νεκρού και των «θαυμαστών» του. Αλλά δεν τόλμησαν να κάνουν κάτι τέτοιο όσο ζούσε κι έστεκε όρθιος.Το κάνουν τώρα που δεν είναι σε θέση να μιλήσει. Ευτυχώς μιλούν άλλοι εις το όνομα αυτού και εις το όνομα μιας ολόκληρης γενιάς (και βάλε), που δεν έχασε ποτέ την φωνή της και το θάρρος της. Και δεν πρόκειται να βουβαθεί ούτε τώρα, ανεχόμενη τα ηθοπλαστικά κηρύγματα για την δήθεν ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς, η οποία φυσικά και ευθύνεται, αποκλειστικά μάλιστα, για την κρίση, και ας μην κυβέρνησε ούτε μέρα.
Εν ολίγοις, για μία ακόμη φορά ο Χωμενίδης το παίζει σοφός αλλά η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα καθόλου, μα καθόλου σοφό παιδί.