«Ένα νοσοκομείο με τρεις αποκεντρωμένες υποδομές»
Ο καθηγητής Κοινωνικής & Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Γιάννης Τούντας, καταθέτει την πρότασή του για την Ηλεία και εξηγεί το φαινόμενο των «άγονων» προκηρύξεων
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της Ηλείας, το οποίο τέθηκε και στο αναπτυξιακό συνέδριο της «ΔιαΝΕΟσις» στην Αρχαία Ολυμπία, είναι οι παρεχόμενες υπηρεσίες περίθαλψης, οι οποίες είναι ευθέως αναντίστοιχες των δομών που υπάρχουν στον νομό.
Όπως τόνισε στην «Πρωινή» o Καθηγητής Κοινωνικής & Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της «ΔιαΝΕΟσις», Γιάννης Τούντας, η Ηλεία έχει τρία νοσοκομεία, επτά κέντρα Υγείας και 42 περιφερειακά ιατρεία, όλα όμως είναι προβληματικά και δεν είναι σε θέση να δώσουν αυτό που ζητά ένας πολίτης στο θέμα της περίθαλψης.
«Παρότι ο νομός έχει επάρκεια υποδομών Υγείας και μεγάλες δυνατότητες με ιαματικές πηγές, είναι σε προβληματική κατάσταση και αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα, διότι πέρα από το ότι δεν εξυπηρετούνται οι ανάγκες των κατοίκων της Ηλείας, και ένας ξένος τουρίστας είναι πιο διστακτικός στο να πάει και να μείνει σε ένα μέρος. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας αποτελούν σοβαρό κριτήριο για να επιλέξουν οι επισκέπτες πού θα παραθερίσουν, ειδικά όταν μιλάμε για ηλικιωμένα άτομα που σε λίγα χρόνια θα είναι το ένα τρίτο των τουριστών Αυτά τα άτομα που έχουν πρόβλημα υγείας, θέλουν υγειονομική ασφάλεια, παίζει μεγάλο ρόλο ειδικά σε όσους επιλέγουν διακοπές σε μεσογειακές χώρες μετά τη σύνταξή τους, είτε με μακροχρόνια ενοικίαση είτε με αγορά κατοικίας», εξήγησε.
Παράλληλα, κατέθεσε συνοπτικά την πρότασή του για την αναδιάρθρωση του νοσοκομειακού χάρτη της Ηλείας, τονίζοντας ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας, παρά την αναμφισβήτητη προσφορά του, χαρακτηρίζεται από διαχρονικές παθογένειες (υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, έλλειψη σχεδιασμού) καθώς και από αξίες και προτεραιότητες που ανήκουν στην Ελλάδα του χθες και όχι στην Ελλάδα του σήμερα – και ακόμα λιγότερο στην Ελλάδα του αύριο.
«Αυτό που συμβαίνει στην Ηλεία, συμβαίνει στο Λασίθι, στη Βοιωτία, στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές. Σίγουρα το να κλείσει ένα νοσοκομείο, είναι δύσκολο και υπάρχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Αυτό όμως που μπορεί να γίνει, είναι να γίνουν συγκροτήματα των νοσοκομείων σε έναν νομό και να γίνει μια ανακατανομή των ειδικοτήτων και των πόρων και των εργαστηρίων, έτσι ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν χρειάζεται κάθε ένα νοσοκομείο να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες και να μην μπορεί να το κάνει αυτό επειδή έχει έλλειψη ενός αναισθησιολόγου είτε ενός χειρουργού είτε δεν μπορεί να κάνει εφημερίες. Αν λοιπόν τα τρία νοσοκομεία αποτελέσουν ένα κοινό νοσοκομειακό νομαρχιακό σύμπλεγμα και κάνουν έναν κοινό σχεδιασμό εφημεριών, εργαστηρίων και ανθρώπινων πόρων και λειτουργήσουν σαν ένα νοσοκομείο αλλά με τρεις αποκεντρωμένες υποδομές, θα λυθεί αμέσως αυτό το πρόβλημα», εξήγησε και πρόσθεσε η Ελλάδα έχει περισσότερα νοσοκομειακά κρεβάτια από όσα χρειάζεται.
«Έχουμε περίπου 4,5 κρεβάτια ανά χίλιους κατοίκους όταν θα μπορούσαμε να είμαστε με επάρκεια 3,5 κρεβατιών ανά χίλιους κατοίκους. Άρα δεν χρειαζόμαστε περισσότερα κρεβάτια», σημείωσε.
Χαμηλοί μισθοί και συνθήκες εργασίες διώχνουν τους γιατρούς
Ο κ.Τούντας ανέφερε πως η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα νοσοκομειοκεντρικό σύστημα υγείας, με ανεπαρκέστατη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και περιθωριοποιημένη Δημόσια Υγεία και Πρόληψη, ανίκανο να ανταποκριθεί στις ανάγκες υγείας σημαντικού ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα η Ελλάδα σήμερα να είναι η χώρα με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας σε όλη την Ευρώπη.
Στο ερώτημα της Πρωινής για τις «άγονες» προκηρύξεις και για την απροθυμία γιατρών να καλύψουν κενές θέσεις στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, επισήμανε πως ο συνδυασμός αμοιβής και συνθηκών εργασίας έχει οδηγήσει στη μαζική μετανάστευση ιατρικού δυναμικού στο εξωτερικό.
«Αυτή η απροθυμία οφείλεται πρώτα από όλα στους χαμηλούς μισθούς που προσφέρονται. Είναι εξαιρετικά χαμηλοί οι μισθοί για έναν γιατρό. Επίσης οφείλεται στις συνθήκες και στο περιβάλλον εργασίας, που δεν είναι πια ευνοϊκό για έναν επιστήμονα και την επιστημονική του εξέλιξη ή για να αισθάνεται ότι επιτελεί σωστά το έργο του. Όλο αυτό μαζί διώχνει τους γιατρούς είτε στο εξωτερικό, όπου έχουμε μια σημαντική “αιμορραγία” γιατρών είτε προς τον ιδιωτικό τομέα. Άρα, μέσα στη γενικότερη αναμόρφωση του ΕΣΥ πρέπει να προβλέψουμε και νέα μισθολόγια, να συνδέσουμε την αμοιβή με την παραγωγικότητα, να δώσουμε τη δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου μέσα στο ΕΣΥ, ώστε να αυξήσουμε τους πόρους των νοσοκομείων, άρα και των εργαζομένων, και έτσι να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε συνθήκες ελκτικές για κάθε νέο επιστήμονα», τόνισε.