“ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ” του λογοτέχνη, Γρηγόριου Ντάφλου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”154643″ img_size=”full”][vc_column_text]( Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή με την ταυτότητα του ονόματος να έχει δευτερεύουσα σημασία)
Ο υπέργηρος σήμερα κ. Χρήστος Ν………… Συνταξιούχος δάσκαλος που κατάγεται από κάποιο χωριό των Ιωαννίνων και διαμένει στην Αθήνα και με την αφορμή της επικείμενης γιορτής των Χριστουγέννων και της ονομαστικής του, « εν ταυτώ », εορτής, μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία.
Έτος 1956 στα Γιάννενα ήμουν σπουδαστής στο πρώτο έτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Έμενα σ’ ένα δωματιάκι στην οδό Χαώνων στα Γιάννενα το οποίο χρησιμοποιούσα και σαν υπνοδωμάτιο και σαν αναγνωστήριο αλλά και σαν κουζίνα για να μαγειρεύω τα φασόλια τις πατάτες και τα κρεμμύδια που κάθε Κυριακή κουβαλούσα φορτωμένος από το χωριό μου, έπειτα από εφτά ώρες ποδαρόδρομο, μαζί δε και το καλαμποκίσιο ζυμωτό ψωμί. Ο καιρός εκείνη τη χρονιά από τα τέλη κιόλας του Οκτωβρίου ήταν βροχερός σχεδόν καθημερινά. Από τις αρχές δε του Δεκεμβρίου προστέθηκε και το ισχυρό κρύο με τις παγωνιές, τα χιονόνερα και τις χιονοθύελλες. Τα παπούτσια που φορούσα ήταν πάνινα (οι ελβιέλες όπως λέγονταν τότε). Δεύτερο ζευγάρι δεν υπήρχε. Λόγω λοιπόν των κακών αυτών καιρικών συνθηκών οι πατούσες από κάτω σάπισαν και έλειωσαν, και κάποια υπολείμματα που είχαν απομείνει τα μπάλωνα κάπως η με χοντρό σχοινί ή με λεπτό σύρμα για να κρατιούνται όσο ήταν δυνατόν και να μπορώ να πηγαινοέρχομαι στη Σχολή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας τουλάχιστον γιατί τις άλλες εξόδους μου τις έχω κόψει. Βέβαια πόνταρα και στην (ίσως) μειωμένη όραση των συμφοιτητών μου, που ήθελα να πιστεύω ότι είχαν,δε θα τα παρατηρούσαν αφού το από πάνω μέρος τους το μπογιάτιζα συχνά με λευκό και γαλάζιο στουπέτσι. Πολλές κοπέλες με συμπαθούσαν και με έκαναν παρέα αλλά τις απέφευγα επειδή πίστευα ότι τ’ όκαναν από οίκτο, παρ’ όλο που ήμουν συμπαθητικός νέος.
Τέλος πάντων για να μη πολυλογώ είχα φτάσει σε απόγνωση. Πως θα την περάσω; Τι θα κάνω για παπούτσια; Χρήματα δεν υπήρχαν. Κάθε βράδυ έβλεπα στον ύπνο μου να φοράω ολοκαίνουργα δερμάτινα σκαρπίνια.
Στις 12 του μήνα λοιπόν και πριν έρθουν οι διακοπές των Χριστουγέννων πήρα μια γενναία απόφαση::: Δεν τραβάει άλλο είπα…Εγώ δεν πρέπει να μάθω γράμματα…Δεν πρέπει να γίνω δάσκαλος κι’ ας είναι το όνειρό μου, κι’ ας το θέλω πολύ, κι’ ας το θέλει και η μάνα μου. Δεν έχω παπούτσια, είμαι φτωχός, τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;;;«Θα τη βγάλω πως θα τη βγάλω μέχρι τα Χριστούγεννα και με το νέο έτος θα διακόψω τις σπουδές μου και δε θα ξαναπάω στην Ακαδημία… Θα πάω να εργαστώ σαν σερβιτόρος στο Χάνι ( εστιατόριο) του Ντανάκα (στην Καλούτσιανη).» (συνοικία της πόλης)
Έτσι, την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων το πρωί πήγα στο Ντανάκα για να του ζητήσω δουλειά…Μόλις μπήκα στο χάνι βλέπω κάτω στο τσιμεντένιο πάτωμα ένα πενηντάρικο χιλιοδιπλωμένο και τσαλακωμένο. Γονάτισα σιγά σιγά προς τα κάτω δήθεν να ξύσω το πόδι μου και αφού το άρπαξα βγήκα έξω, και με περίσσια σοβαροφάνεια βγήκα στο δρόμο περπατώντας μέχρι το στενό και στρίβοντας δεξιά τόβαλα στα πόδια κοιτάζοντας παράλληλα και προς τα πίσω μήπως με ακολουθεί κάποιος χώθηκα σ’ ένα υποδηματοποιείο που βρίσκονταν κοντά στο τζαμί… Εκεί «ο μαγαζάτορας» είχε κρεμασμένες πολλές ελβιέλες.
–« Πόσο έχουν αυτά τα παπούτσια κύριε;;;»
Ο άνθρωπος για να δει το νούμερο των ποδιών μου είδε και τα χάλια των υποδημάτων που φορούσα:–
« Έχουν τριάντα δραχμές φίλε μου»…
–« Δε γίνεται να σου δώσω είκοσι;;;»…
–« Όχι…δε γίνεται…γιατί τα αγοράζω ακριβά. Να μου δώσεις τριάντα πέντε και να σου δώσω δυο ζευγάρια γίνεται…»
Από τον ενθουσιασμό μου δεν μπόρεσα να καταλάβω τι πρόταση ήταν εκείνη που μου έκανε.
–Μιλάτε στ’ αλήθεια κύριε…
–Θέλεις να σ’ ορκιστώ στα αυριανά Χριστούγεννα;; και μου κατέβασε δυο καινούργια ζευγάρια ολόϊδια μ’ αυτά που φορούσα.
Τον πλήρωσα, τον ευχαρίστησα, και σφίγγοντας το χέρι του, του ευχήθηκα καλές γιορτές.
Και πριν φύγω μου φωνάζει ο εκλεκτός μαγαζάτορας…Πω,πω έχει γούστο να το μετάνοιωσε!!!!!!!
–« Τι δουλειά κάνεις παλικάρι μου;;;» ..–
–Είμαι σπουδαστής, πηγαίνω για δάσκαλος του φώναξα κι εγώ, και πριν κλείσω την εξώπορτα της αναχώρησής μου ακούω δυνατά τη φωνή του…
« Και πούσαι δάσκαλε!! γύρνα πίσω!!!!…
Μα τι θέλει πάλι;; Έλα πάρε κι αυτά τα παλαιά πέτσινα παπούτσια, είναι καλά, μόλις τα βερνικώσεις θα γίνουν ολοκαίνουργα….νά!!! πάρε και το βερνίκι ».
Μα τι πράγμα ήταν αυτό;; Εγώ δερμάτινα παπούτσια;; Όταν τους πέρασα το μαύρο ΚΑΜΕΛ έγιναν ολοκαίνουργα Με τις υπόλοιπες δεκαπέντε δραχμές αγόρασα από το παλαιοπωλείο που βρίσκονταν κοντά στον πλάτανο επί της οδού Αβέρωφ και δυο παλιά πουκάμισα αλλά και ένα σακάκι. Πήρα και δυο πολύ καλές μπλούζες τις οποίες μου χρέωσε ο παλαιοπώλης. Δεν τον θυμάμαι πώς τον έλεγαν, ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Τι να σας πω!!!—Μην αγχώνεσαι καλέ μου φίλε, μου είπε, Θα μου τα ξοφλήσεις όποτε τα εξοικονομήσεις!!! Τρεις δραχμές έκαναν….
Με τον καινούργιο χρόνο επανήλθα στην Ακαδημία ανανεωμένος πλέον και με αναπτερωμένο το ηθικό μου τελείωσα τις σπουδές μου και έγινα ένας καλός δάσκαλος.
Αλήθεια δεν ήταν θαύμα;;;!!!…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]