FOLLOW US: facebook twitter

Εν Λεχαινοίς 1956: Στην παρακαμπτήριο της απραξίας

Ημερομηνία: 12-04-2021 | Συντάκτης:
Του Σπύρου Μαντά*

Στην εποχή της ταχύτητας, το τρένο καθυστέρησε.

Στον καιρό της ελαχιστοποίησης του κόστους, η ποίηση βουβάθηκε.

Κάποτε είχαν διασταυρωθεί σε έναν επαρχιακό σταθμό. Και ήτανε απόβραδο με κρύο, με σηκωμένους τους γιακάδες του μηχανοδηγού, με μυρωμένο το τσιμπούκι του ποιητή. Φυσούσε ο αέρας το κάρβουνο της μηχανής, το ταξίδευε στην πίπα του ποιητή, μοσχοβολούσε ο κόσμος όλος…

Με το κασκέτο του στραβά

Καλό τιμόνι κουμαντάριζε

Το τρένο για τον ουρανό.

Εμένα με ξυπνούσε από τα χαράματα, στην Πελοπόννησο του ΄56. Η ίδια πάντα διαδικασία. Πρώτα το σφύριγμα της ικανοποίησης λίγο πριν το φρενάρισμα. Μετά οι φωνές της ζωής να διαλαλούν το εμπόρευμα της ανάγκης. Και τέλος ο αποχαιρετισμός μέσα στην επιτάχυνση του χρόνου.

Τότε οι τεράστιοι ευκάλυπτοι ρίχναν στη δίνη του κενού κάτι μουντοπράσινα μακρόστενα φυλλαράκια, μέχρι να σταματήσει και το τελευταίο μαντήλι.

Έβρισκες τις αποχρώσεις του ρυθμού στην επανάληψη της τραβέρσας.

Υπόκωφος, βαρύς, στη ζεύξη του ποταμού.

Οξύς, παιγνιδιάρικος, στην ανοικτή κατηφόρα.

Το μαστίγωμα της αλυσίδας στην άσφαλτο, δήλωνε προτεραιότητα. Τότε αφηνόσουν με σιγουριά στην στροφή της γραμμής. Που αχρήστευε την έννοια του τιμονιού, για να δεις καλύτερα τη θάλασσα. Πώς υγραινόταν το τελευταίο χώμα, πώς αδυνάτιζε το πρώτο κύμα. Και χόρευες. Χωρίς βήματα, χωρίς μουσικές, χωρίς ντάμα. Μόνος, εσύ και η βαλίτσα σου, ίσως και η σκέψη του προορισμού σου.

Ο σταθμάρχης είχε πέντε παιδιά και από πάνω αριστερόφερνε. Ίσως γι’ αυτό δεν έβγαζε ποτέ το κόκκινο καπέλο του.

Στον τηλέγραφο διαλαλούσε όσα του απαγόρευαν στη ζωή. Τρεις τελείες (…) του πόνου, μια παύλα (-) της ελπίδας, πάνω στην κορδέλα που δεν τελείωνε ποτέ. Όταν κάποτε λαχάνιαζε, την πήγαινε παιγνίδι στα παιδιά και άναβε τσιγάρο.

Αυτός ταξίδευε έξω από τις γραμμές, χωρίς βαγόνια και εισιτήρια.

Από την άλλη πλευρά ο κλειδούχος. Πέθανε πέρυσι από την καρδιά του.

Στο συγκεκριμένο δευτερόλεπτο έπρεπε να πετύχει. Μια φορά άργησε κι έχασε το δάχτυ-λο.

Άσκοπες παλινδρομήσεις στις μανούβρες της ρουτίνας. Είχε την ψευδαίσθηση πως απ’ αυτόν εξαρτιόταν το δρομολόγιο. Όταν συνερχόταν το ’ριχνε στο κρασί.

Μπορεί να είναι εικόνα ουρανός, σιδηρόδρομος και δέντρο

Ο σταθμός είχε πάντα δύο πρόσωπα.

Όταν ηρεμούσε, νόμιζες πως σταματούσαν ακόμη και οι δείχτες του τεράστιου ρολογιού. Τα μαρμάρινα τραπέζια και οι ψάθινες καρέκλες του καφενείου, χωρίς ταξιδιώτες, μελαγχολούσαν στην ακινησία του καμπίσιου ήλιου. Έλεγες πως θα ξεθωριάσουν και αυτά τα εφτά γράμματα που όριζαν την μικρή κωμόπολη.

Το σήμα δινόταν με το μικρό καμπανάκι. Ένας ολόκληρος κόσμος ζωντάνευε τότε. Ο κυρ-Φώτης, βαστάζος, με το χοντρό ζωνάρι στη μέση. Ο μπαρμπα-Γιάννης με το μπρίκι στη φωτιά. Ο Νικόλας δίπλα στο κλειδί. Ο σταθμάρχης με το “σήμα” στο χέρι, σχεδόν σε στάση προσοχής.

Βαλίτσες, καλάθια, δέματα, σακιά, παραγγελίες, συμβουλές, υπενθυμίσεις…

Σταθμός, Αθήνα, Πειραιάς, Αυστραλία…

Κάποια περίοδο επαναλαμβανόταν σχεδόν καθημερινά.

Από τα χαράματα έφτανε η πομπή. Φίλοι, συγγενείς, περίεργοι.

Το θύμα στη μέση. Αμίλητο και χλωμό.

Στο σφύριγμα του αποχαιρετισμού, η κραυγή της μάνας διέλυε αυταπάτες και προσχήματα.

Ένας βρεγμένος σταθμός, η τελευταία ανάμνηση του μετανάστη.

Το καλαματιανό, το πατρινό, το πρωτευουσιάνικο…

Σμπαράλιαζαν τα σύνορα της μικρής μας πόλης, μεγενθύνοντας τις απόπειρες της φαντασίας μας.

Προς το παρόν μάς έφταναν τα έντυπα του Λούτα. Δυο αντικρινά καθίσματα, το μαγαζί του. Άνοιγε το παράθυρο και πέταγε τη γνώση στα χαλίκια. Στην εφημερίδα της μιάμισης δραχμής, στο περιοδικό του τάλιρου, χτιζόταν το αυριανό όνειρο.

Μπορεί να είναι εικόνα τοίχος από τούβλα, εξωτερικοί χώροι και δέντρο

Ο τσακατσούκας συνέχιζε να πουλάει πασατέμπο.

Ο βιολιντζής, με το ροζ μαντήλι, κέφι…

Και ήρθε η στιγμή το κάρβουνο να γίνει στάχτη.

Να σκουριάσουν οι χαλύβδινες κλειδώσεις της ρόδας στην παρακαμπτήριο της απραξίας.

Ο παλιός σταθμός αχρηστεύτηκε.

Η ώχρα με την υγρασία δώσανε στον τοίχο του μια νέα διάσταση του χάρτη και οι ταξιδιώτες μπερδευτήκανε.

Δώδεκα και κάτι το ρολόι τώρα, κάθε μέρα.

Δικαιώθηκε η γκρίνια της αναμονής στην απουσία πια της καθυστέρησης.

Φούντωσε και το χορτάρι μεσ’ τις ράγες, λησμονιά του τελευταίου δρομολόγιου.

Μόνο τα χελιδόνια δεν μετακομίσανε. Αλλά ήρθανε και άλλα.

Κάθε θάνατος θα γεννάει πάντα μια ζωή…

*Ο Σπύρος Μαντάς μεγάλωσε στα Λεχαινά και θυμάται με νοσταλγία τα παλιά και τον  παλιό σταθμό του τρένου, όπου ο πατέρας του εργαζόταν στον ΟΣΕ

Φωτογραφίες Ανδρέας Μίγκος


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος