ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΣ για το ΝΑΙ ή ΟΧΙ στα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια
Του Γιώργου Ευθυμίου, Εκπ/κού
Δεν εκφράζουμε τη γνώμη μας ως ειδικοί που κατέχουμε άριστα το θέμα. Άλλοι είναι εκείνοι που, εντρυφώντας από δεκαετίες τώρα στο ζήτημα αυτό, έχουν βαρύνουσα άποψη κι όταν την εκφράζουν χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς σκοπιμότητες γίνονται οι σωστοί ταγοί περί του πρακτέου.
Εμείς θα μιλήσουμε βασιζόμενοι στην προσωπική μας πείρα ως θητεύσαντες κάποτε σε Παν/μιο και στα όσα παρατηρούμε ότι συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Παιδείας.
Η πείρα μας λοιπόν μας λέει ότι το Δημόσιο Παν/μιο σχεδόν ποτέ δεν έπαιξε στην εντέλεια το ρόλο που ένα τέτοιο ίδρυμα επιβάλλεται να παίζει ως η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ και της ΗΘΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΕΝΟΣ ΛΑΟΥ. Και είναι σ’ όλους γνωστό ότι ο ρόλος του είναι διττός. Είναι η μετάδοση της γνώσης με την οποία λύνονται τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει ο άνθρωπος από τότε που τον παρέλαβε από το πρωτόγονο στάδιο και τον ανέβασε στα δυσθεώρητα ύψη της κατάκτησης του επιστητού κόσμου από τη μια, κι από την άλλη είναι η εσωτερική – ψυχική του καλλιέργεια, που επιτυγχάνεται με την αυτογνωσία του, στην οποία τον οδηγεί με συστηματικό τρόπο ο Πανεπιστημιακός Δάσκαλος ως υπεύθυνος φορέας της Αγωγής, αλλά και κυρίως με το παράδειγμά του, όταν ο ίδιος είναι πρότυπο αδιαμφισβήτητο.
Για να δούμε όμως αυτοί οι δύο ρόλοι υπηρετούνται από τα Παν/μια; Χωρίς να είμαστε απόλυτοι μας δίνεται το δικαίωμα να αμφιβάλλουμε για την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης διπλής αυτής παιδείας στου νέους μας. Γιατί λίγοι έχουν πάρει στα σοβαρά πως το Παν/μιο είναι ο καθρέφτης της ταυτότητας ενός λαού, που υποτίθεται ότι τον εφοδιάζει με γνώσεις και του διαπλάθει τον χαρακτήρα.
Η Πολιτεία από τη μια δίνει την εντύπωση ότι φροντίζει για την Παιδεία, επειδή το θεωρεί χρέος της, αφού και στους πιο υπανάπτυκτους λαούς υπάρχει ένα σύστημα Αγωγής, καλό ή κακό, χωρίς όμως να έχει αντιληφθεί πως είναι η πεμπτουσία της ύπαρξής του και της πορείας του στο μέλλον.
Οι υπηρέτες του πνεύματος, όχι βέβαια όλοι, από την άλλη, οι καθηγητές, οι σοφοί όπως τους λέγαμε κι εξακολουθούμε να τους λέμε, που έχουν τη μονοκρατορία της έδρας και ταυτόχρονα το αλάθητο της αυθεντίας, δεν αντιληφθήκαμε, όσοι ανοίξαμε με χίλια μύρια βάσανα την πόρτα κάποιου Παν/μίου, πως νοιάστηκαν, εκτός ελαχίστων, για την ποιοτική αναβάθμιση της Παιδείας μας κι ούτε για τον εκσυγχρονισμό της με βάση τα νέα δεδομένα που παγκοσμίως προκύπτουν σ’ όλους τους τομείς των επιστημών.
Ενθυμούμεθα τη δεκαετία του εξήντα ότι για το χρέος της Πολιτείας προς τους ναούς του Πνεύματος, για να επιτελούν στο ακέραιο το καθήκον τους, βγαίναμε στους δρόμους και διαδηλώναμε για το 15% προς την Παιδεία, χωρίς βέβαια καμιά ανταπόκριση και τότε, όπως συμβαίνει και σήμερα που οι νέοι μας διαδηλώνουν μόνο για το 5% και το ΥΠΕΠΘ προσφέρει μόλις και μετά βίας το 3,4% με πλήρη μάλιστα ικανοποίηση των εκάστοτε ιθυνόντων αλλά και τέλεια απογοήτευση τόσο της νεολαίας μας όσο και εκείνων που πονάνε για τη μοίρα αυτού του τόπου.
Η Πολιτεία, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε και δεν έχει σκοπό να προσφέρει τα μέσα εκείνα, για να έχουν τα Παν/μια μας την αυτονομία τους και αυτοτέλειά τους κι ούτε ενδιαφέρεται για μια ορθολογιστική οργάνωσή τους, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Τα προγράμματά της και η δυνατότητα για έρευνα είναι εκείνη των περασμένων δεκαετιών και γι’ αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται περίεργο που και η έρευνα καρκινοβατεί και η παραπαιδεία ανθίζει από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού μέχρι και αυτούς τους φοιτητές που βρίσκονται επί πτυχίω και καταφεύγουν στη βοήθεια Παν/κών φροντιστηρίων, για να ανταποκριθούν στις πτυχιακές τους εξετάσεις.
Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Οι υποψήφιοι φοιτητές που για τον Α ή Β λόγο ατύχησαν στις εισαγωγικές τους εξετάσεις, επειδή και οι γονείς τους θέλουν να τους σπουδάσουν και οι ίδιοι θέλουν να αποκτήσουν ένα εφόδιο μεγαλύτερο από το απολυτήριο του Λυκείου, για να σταδιοδρομήσουν σήμερα που οι πόρτες είναι κλειστές για δουλειά και μόνο ένα διδακτορικό δίπλωμα μπορεί – αν και είναι αμφίβολο κι αυτό – να εξασφαλίσει τη δυνατότητα για κάποια εργασία, καταφεύγουν στο εξωτερικό και υποχρεώνονται οι γονείς να ξοδέψουν ολόκληρη περιουσία, χωρίς πολλές φορές να ευοδωθεί η προσπάθεια, γιατί συχνά τα παιδιά μας λησμονούν εκεί στα ξένα την «ΙΘΑΚΗ» τους, άλλοτε παρασυρόμενοι από τις παρέες, που εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους σήμερα κι άλλοτε επαναπαυόμενοι στη σκέψη πως έχουν βολευτεί με τον ιδρώτα του πατέρα, γιατί να μη ζήσουν την ξένοιαστη ζωούλα τους με τις χαρές και τις απολαύσεις που τους προσφέρει η Κίρκη της ξενιτιάς;
Γι’ αυτό το ορθότερο, θα ‘λεγα πως είναι να καταργηθούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στις Ανώτατες Παν/κές Σχολές, όπως γίνεται και σε κάποιες άλλες Χώρες και όπως ακόμη γίνεται και στη Χώρα μας με την εισαγωγή στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο που παλιότερα εισαγόμασταν με εξετάσεις.
Αν ωστόσο κάποιοι νέοι θέλουν για τους δικούς τους λόγους να σπουδάσουν στο Χάρβαρντ ή στην Οξφόρδη, γιατί έχουν την οικονομική δυνατότητα, κανείς δεν τους εμποδίζει.
Αν δε νοιαζόμαστε για την Πατρίδα μας, που σε λίγα χρόνια, λόγω του ξενιτεμού των νέων μας, αφού τους κλείνουμε με τις εισαγωγικές εξετάσεις το δρόμο να σπουδάσουν και να σταδιοδρομήσουν σ’ αυτήν, θα δούμε να μείνει στο μισό πληθυσμό της, ως καθαρό δηλ. Ελληνικό πληθυσμό, οπότε θα αναπληρωθεί για τις ανάγκες της στο εργατικό δυναμικό της στις πόλεις και στα χωριά με πρόσφυγες και μετανάστες…..
Αυτά τα σκέφτονται άραγε οι ρυθμίζοντες την τύχη της Χώρας μας; Ή το μυαλό τους είναι στο να καταργήσουν τα επαρχιακά Παν/μια, όπως του Πύργου και την Κοινωνιολογία από τη Γ’ τάξη του Λυκείου, καθώς ήθελε στο απώτερο παρελθόν μια Υπουργός Παιδείας να κάνει την Ιστορία της Β΄και Γ’ Λυκείου προαιρετική κι ακόμη ως πρώτη γλώσσα την Αγγλική και δεύτερη την Ελληνική;
Μελετήστε το θέμα, κύριοι υπεύθυνοι της μοίρας της Ελλάδας και του Ελληνικού λαού, πριν πάρετε την τελεσίδικη απόφασή σας για τα Ιδιωτικά Παν/μια.
Ευελπιστούμε!