FOLLOW US: facebook twitter

«Ανθολόγιο»: Κωνσταντίνος Καβάφης

Ημερομηνία: 29-04-2022 | Συντάκτης:

Γράφει ο Γιάννης Κυριαζόπουλος


Ο Κ.Π. Καβάφης, όπως του άρεσε να υπογράφει στο κάτω μέρος των γραπτών του, γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα (29 Απρίλη 1863-1933) στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έζησε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Υπήρξε ένας ευαίσθητος άνθρωπος με λεπτούς τρόπους, που ήξερε όμως καλά να χειρίζεται την καυστική ειρωνεία του, όπως προκύπτει κι από την ποίησή του. Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές του οποίου τα ποιήματα γράφτηκαν στην καθαρεύουσα και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Πρωτοεμφανίστηκε κατά κύριο λόγο μέσα από την Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη ο οποίος τον ανέδειξε κόντρα στην τότε έντονα ασκούμενη προς τον ποιητή κριτική.



Στον Καβάφη, εκτός των άλλων, υπάρχει έντονη η λατρεία του για τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, στον οποίο συνεχώς αναφέρεται. Γρήγορα όμως, καταλαβαίνουμε πως χάνεται η ιστορική υπόσταση στο ανάγνωσμα, η γραφή του υπεκφεύγει. Τελείως αυθαίρετα και ελεύθερα αποδίδει το γεγονός με έναν δικό του, τραγικό τρόπο, αναδεικνύοντας την υπόσταση της συνειδήσεώς του. Συλλαμβάνει την εξής ιδέα, πως είμαστε όλοι προορισμένοι να ηττηθούμε μπροστά στο θάνατο και είναι χαρακτηριστικός ο στίχος: «Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα


Τρώες

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—
Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.

Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.



Το επόμενο είναι ένα πολύ σύνθετο ποίημα, με φοβερή μαεστρία και ρυθμό. Τόσο που θα μπορούσε να αποδοθεί σαν σκηνή σε θεατρικό έργο. Ίσως από τα ωριμότερά του, αναφερόμενο στο θάνατο ενός φίλου του. Εδώ πλέον φαίνεται καθαρά η διάκριση που κάνει ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και την ηθική του Χριστιανισμού, τον οποίο και περιφρωνεί βαθιά, επιλέγοντας μάλιστα στο τέλος να μην χρησιμοποιήσει καν την κατάληξη –ισμός όπου υποδηλώνει την συστηματική ιδεολογία, παρά φέρνει την λέξη “Χριστιανοσύνη”. Ήδη, από τις αρχές του περασμένου αιώνα, έχει εντοπίσει ένα βασικό πρόβλημα της νεοελληνικής αντίληψης, ότι δηλαδή η αρχαία Ελλάδα και ο Χριστιανισμός είναι πράγματα αντίθετα και δεν συγχέονται.

Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.



Ένα από τα γνωστότερά του ποιήματα είναι το “Όσο μπορείς”. Είναι σαν μια υπόσχεση που δίνει· έναν ορκισμένο θυμό, για την ξεπεσμένη ποιότητα της καθημερινότητάς μας. Πρόκειται για ένα ποίημα γραμμένο από έναν άνθρωπο ο οποίος έζησε ο ίδιος την νυχτερινή ζωή, την διασκέδαση και τον τζόγο μέσα στο ρεύμα της εποχής του, παρόλα αυτά, προσδίδει με βαθιά επικριτική ματιά, μία προσωπικά ε π α ν α σ τ α τ ι κ ή στάση έναντι της φλυαρίας των κοινών της ζωής.

Όσο Mπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος