Ανησυχητική απόσυρση των νέων από την αγορά εργασίας
Μια… διαφορετική εικόνα για τη μείωση της ανεργίας δίνει έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, που υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι το διάστημα 2018-2021 δεν αυξήθηκαν αλλά μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας για τους νέους.
«Καμπανάκια» για την εργασιακή κατάσταση των νέων στην Ελλάδα χτυπά έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, που αναφέρεται στη χρονική περίοδο από το 2018 έως το 2021 – και δεν κρύβει τον προβληματισμό της (και) για την ελληνική οικονομία.
Η μελέτη δείχνει ξεκάθαρα ότι η εικόνα της αγοράς εργασίας και της δομής της απασχόλησης δεν είναι ενθαρρυντική για τους νέους και τις νέες της χώρας μας: ενώ τα ποσοστά ανεργίας τους δείχνουν να μειώνονται τα τελευταία χρόνια, η μείωση αυτή δεν οφείλεται στην αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά κυρίως στη μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και εν μέρει στη μείωση του πληθυσμού (αποτέλεσμα και του brain drain) που σημαίνει ότι λιγότεροι νέοι άνθρωποι εργάζονται στη χώρα μας παρότι το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί.
Επιπροσθέτως, η αρχική εικόνα των γενικών ποσοστών ανεργίας της νεολαίας που φανερώνει, έτσι και αλλιώς, μία άσχημη εργασιακή κατάσταση, συνιστά μόνο τη μισή αλήθεια. Η ενδελεχής μελέτη των στοιχείων δείχνει ότι υπάρχει μία πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ της ανεργίας της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας, ειδικά στην κρίσιμη για την μετάβαση από το σχολείο στην εργασία ηλικία των 20-24 ετών.
Υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά…
Τονίζεται επίσης ότι η νέα γενιά στην Ελλάδα έχει το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο συγκριτικά με όλες τις προηγούμενες γενιές (παρά την έντονη διαρροή «εγκεφάλων» προς το εξωτερικό) και ταυτόχρονα έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας τόσο ως προς τις μεγαλύτερες ηλικίες όσο και ως προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τη γενική αυτή εικόνα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το νεαρής ηλικίας εργατικό δυναμικό είναι κατά κανόνα σε θέση να ικανοποιήσει την πλειονότητα των αναγκών μιας αγοράς εργασίας υψηλής ειδίκευσης, αλλά δυστυχώς το παραγωγικό και οικονομικό σύστημα της χώρας μας δεν προσφέρει ικανοποιητικό αριθμό θέσεων εργασίας υψηλών δεξιοτήτων ώστε να αξιοποιήσει παραγωγικά και να αναπτύξει περαιτέρω τα ταλέντα και τις γνώσεις των νέων.
Βασικά συμπεράσματα της μελέτης
► Η σημαντική μείωση του ποσοστού ανεργίας που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια είναι περισσότερο το αποτέλεσμα της μείωσης του εργατικού δυναμικού και όχι τόσο της αύξησης της απασχόλησης. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις νέες και τους νέους, που είδαν την απασχόλησή τους (θέσεις εργασίας) να μειώνεται από το 2018 μέχρι το 2021, παρότι το ποσοστό ανεργίας τους μειώθηκε! Η εικόνα αυτή δημιουργεί σαφείς προβληματισμούς για τη δυναμική που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία κατά την περίοδο που ακολουθεί την έξοδο από τις πολιτικές των μνημονίων με τους «δανειστές».
► Όχι μόνο σε σύγκριση με τη Γερμανία αλλά και με την Πορτογαλία, η απόδοση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας τα χρόνια μετά την κρίση είναι πολύ προβληματική. Η θέση των νέων της χώρας μας ως προς την ανεργία είναι σημαντικά χειρότερη ακόμη και από την Πορτογαλία. Αυτή η παρατηρούμενη υστέρηση συγκριτικά με μία χώρα η οποία είχε διαχρονικά παρόμοιες και ελαφρώς χειρότερες επιδόσεις από τη χώρα μας καθιστά την εικόνα της οικονομίας μας ιδιαίτερα απογοητευτική και θα πρέπει να σημάνει συναγερμό στους υπεύθυνους για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.
► Το μικρότερο ποσοστό ανεργίας στην περιφέρεια της Αττικής δεν οφείλεται στα καλύτερα εργασιακά χαρακτηριστικά των κατοίκων της (επίπεδο εκπαίδευσης) ή στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που ευνοούν την εύρεση εργασίας (φύλο, υπηκοότητα, ηλικιακή κατανομή), αλλά το αντίθετο. Είναι ο τόπος κατοικίας (με ότι αυτό συνεπάγεται) που βελτιώνει τα ποσοστά ανεργίας στην Αττική και όχι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του πληθυσμού της. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιδείνωση στις εργασιακές προοπτικές που «προσφέρουν» στους κατοίκους της η Δυτική Μακεδονία, η Δυτική Ελλάδα, η Ήπειρος και η Κεντρική Μακεδονία.
► Εστιάζουμε στη συνέχεια στο βασικό τμήμα των ευρημάτων που αφορούν στην εργασιακή κατάσταση των νέων της χώρας, συμπεριλαμβάνοντας και τις ηλικίες από 25 έως 29 έτη. Από τα δεδομένα προκύπτει ότι παρουσιάζουν σημαντικά ψηλότερο ποσοστό ανεργίας σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η αρνητική αυτή επίδοση δε συμβαδίζει με τα μορφωτικά τους προσόντα, τα οποία είναι σημαντικά ανώτερα από αυτά των μεγαλύτερων ηλικιών. Το χειρότερο ίσως είναι, ότι από το 2018 έως το 2021 δεν αυξήθηκαν αλλά οριακά μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν οι νέοι/ες της χώρας.
► Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αν και νέοι/ες στην αγορά εργασίας, το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων μεταξύ τους είναι ήδη μακροχρόνια άνεργοι/ες. Αυτοί/ές που βρήκαν εργασία παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά μη εθελούσιας μερικής απασχόλησης και μη εθελούσιας προσωρινής απασχόλησης σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Ο χρόνος εργασίας τους είναι σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν των μεγαλύτερων ηλικιών, που είναι ήδη πολύ μεγάλος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
► Εκτός από λίγα επαγγέλματα υψηλής τεχνολογίας στα οποία κατέχουν μεγαλύτερα μερίδια, τα συνηθισμένα επαγγέλματα προς τα οποία κατευθύνονται οι νέες και οι νέοι είναι τα κακοπληρωμένα επαγγέλματα των υπηρεσιών χαμηλής ειδίκευσης, παρά το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο. Αλλά ακόμη και στα εισοδήματα που κερδίζουν από την εργασία τους, έχουν πολύ μικρότερες αμοιβές από τους εργαζόμενους μεγαλύτερων ηλικιών. Πρόκειται για μία εισοδηματική διάκριση εις βάρος των νέων που δεν παρατηρείται σε τέτοιο βαθμό στις άλλες δύο χώρες με τις οποίες συγκρίθηκαν.
Πίσω λοιπόν από τη «μαγεία» της στατιστικής υπάρχει μια πιο σκοτεινή εικόνα, την οποία φωτίζει έρευνα του ινστιτούτου ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Μαζί με την ανεργία, και ιδιαίτερα την ανεργία των νέων, που παραμένει στα τρομακτικά επίπεδα του 25%- 34% για τους μέχρι 29 ετών, πέφτει και η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Γεγονός που προδίδει τόσο το ότι η φυγή εκτός χώρας για αναζήτηση δουλειάς συνεχίζεται όσο και ότι οι νέοι παρά τα υψηλά προσόντα τους απογοητεύονται και παραιτούνται από την αναζήτηση μιας «κανονικής» θέσης εργασίας.
Αυτό είναι άλλωστε και το μείζον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, παρά την υποτιθέμενη ανάπτυξη για την οποία επαίρεται η κυβέρνηση: οι λίγες, κακής ποιότητας και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας που προορίζονται για τον ανθό της χώρας, ο οποίος, μοιραία, μαραίνεται πρόωρα.