Αναπολώντας το χθες: Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”120009″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Πάνου Παρασκευάκου
-Παππού ανυπομονώ να ανοίξουν τα σχολεία.
-Εσύ όταν ήσουν μικρός, σαν και μένα, ανυπομονούσες παππού;
Μια απλή- αθώα, παιδική ερώτηση, είπα. Μα! όταν συνέχισε …
-Παππού εσείς είχατε μεγάλο σχολείο; ήταν ωραίο; είχατε δέντρα –κούνιες- παιχνίδια στο σχολείο σας παππού;
Τότε! διαισθάνθηκα ότι δεν πρόκειται για παιδική περιέργεια, αλλά για μια… συνέντευξη απ’ την μικρή μου εγγόνα και αυθόρμητα, υποσυνείδητα σχεδόν, με κυρίευσε ένας μικρός πανικός, γιατί όπως σε όλες τις συνεντεύξεις, θα έπρεπε να μπλέξω την αλήθεια με το ψέμα, θα έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα στην πραγματικότητα και το πρέπει, , θα έπρεπε να ακροβατήσω ανάμεσα στην ουσία και τη σκοπιμότητα.
Άλλωστε, ποια η ουσία και ποια η σκοπιμότητα, να ταράξεις μια αθώα παιδική ψυχούλα με εικόνες και βιώματα μιας άλλης εποχής, αδιάφορης για εκείνη, ποιος ο λόγος να γκρεμίσεις τα όνειρα για το μέλλον της με το παρελθόν και τους εφιάλτες του.
-Ναι κούκλα μου, ήταν πολύ ωραίο το σχολείο μου, μπορεί να μην είχε δέντρα και παιχνίδια αλλά ήταν πολύ ψηλό και είχε μεγάλα παράθυρα, είχε κάτι πράσινα μεγάλα θρανία που καθόμαστε τέσσερα- τέσσερα παιδιά, ένα μεγάλο πίνακα, μαυροπίνακα τον λέγαμε, ένα μεγάλο αριθμητήριο ίσα με το μπόι μας, και μια μεγάλη μπάλα με όλες τις χώρες της γης που την λέγανε υδρόγειο σφαίρα.
Μέχρι εκεί έφθανε η αλήθεια μου για την μικρή και πέρα από εκεί το μυαλό μου ταξίδεψε σε εκείνο το παλιό διώροφο, με τον κινηματογράφο από κάτω και επάνω τα πέντε –έξι δωμάτια για αίθουσες, σε εκείνη την απότομη –ανηφορική- στενή και σκοτεινή σκάλα που οδηγούσε σε αυτές, την μαύρη καπνισμένη ξυλόσομπα με τα μαύρα μπουριά γύρω-γύρω στην αίθουσα και οπωσδήποτε στο ¨προαύλιο¨ που ήταν η ταράτσα , μια ταράτσα μαντρωμένη γύρω-γύρω πάνω από το μπόι μας, με ένα μικρό υπόστεγο από κορμούς δένδρων που προστάτευε τις τουαλέτες με τις τούρκικες ¨χαβούζες¨ και την τεράστια τσιμεντένια γούρνα με τις βρύσες.
Δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω καλά- καλά τις εικόνες στο μυαλό μου και η μικρή ¨δημοσιογράφος¨ είχε έτοιμη την επόμενη ερώτηση της, αναμενόμενη θα έλεγα.
-Παππού πως ήταν οι δάσκαλο σας; , ήταν μεγάλοι ή μικροί ;, ήταν καλοί ή αυστηροί οι δάσκαλοι σας ; σας μάλωναν; σας τιμωρούσαν; σας αγαπούσαν Παππού ;
-Αγγελούδι μου, ήταν λίγο αυστηροί , για να διαβάζουμε, αλλά ήταν πολύ καλοί όπως και τώρα , μας αγαπούσαν και ήταν οι καλύτεροι μας φίλοι, όπως θα είναι και για σένα.
Αναμενόμενη απάντηση – σε αναμενόμενη ερώτηση, , φιλτράροντας σκοπίμως την αλήθεια με τα στοιχεία εκείνα και μόνο, που θα οδηγούσαν το παιδί να αναπτύξει σχέσεις αγάπης- φιλίας- αποδοχής, σχέσεις ζωής με τους δασκάλους του, ως αυτονόητη μετάβαση στο ¨τώρα¨, όπως και ¨τότε¨, όπως και ¨πάντα¨.
Άλλωστε ο κορμός της αλήθειας, ότι οι δάσκαλοι μας αγαπούσαν, φρόντιζαν και ανησυχούσαν για μας, ότι προσπαθούσαν για το καλύτερο μέσα σε αντίξοες συνθήκες και ¨αντί- άξιο¨ εκπαιδευτικό σύστημα, παρέμεινε. Η αλήθεια ότι ευελπιστούσαν για το μέλλον μας δεν αλλοιώθηκε.
Άλλωστε πάντα, ο κορμός παραμένει σταθερός- ορθός και αγέρωχος, κλαδιά- παρακλάδια- φυλλώματα καταστρέφονται και χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, όπως χάθηκαν και εκείνα τα παρακλάδια της μνήμης μου, με το τράβηγμα του αυτιού, με εκείνη την λεπτή βέργα λυγαριάς, ¨ βίτσα¨ την έλεγαν, ή τον χοντρό ξύλινο χάρακα, με την τιμωρία όρθιοι να κοιτάμε τον τοίχο, με εκείνο το ¨να φέρεις αύριο πενήντα φορές γραμμένο¨ ότι ¨η προπαραλήγουσα δεν περισπάται¨.
Χάθηκαν μαζί με την ανάμνηση της επίσκεψης του ¨Κου Επιθεωρητή¨ που ο δάσκαλος μας μετέφερε την ¨ιερά εξέταση του¨ ξεκινώντας από το πρωί τον έλεγχο, μαλλιά με τη ψιλή- αυτιά και νύχια καθαρά- ποδιά ατσαλάκωτη- γιακάς και σοσόνια κάτασπρα….
Και σαν η μικρή ¨δημοσιογράφος¨, απελευθερώθηκε από το άγχος των πρώτων ερωτήσεων, όπως άλλωστε και κάθε δημοσιογράφος, ξεθάρρεψε και άρχισε να ρωτά ακατάπαυστα.
-Παππού, τι τσάντες είχατε; ήταν ωραίες και πολύχρωμες σαν την δική μου;
-τι φοράγατε Παππού ; τι παπούτσια είχατε; ,
-τα τετράδια σας είχαν ζωγραφιές;
-…………………………………………………
O παππούς ταξιδεύοντας στα ¨σοκάκια¨ της μνήμης του, βρήκε εκείνη την μεγάλη- καφέ- βαριά- δερμάτινη τσάντα, ¨σάκα¨ την έλεγε τότε, με τις πολλές θήκες και τις τσέπες μπροστά, εκείνη που του έφερε ο δικός του Παππούς από το παζάρι και μετά στον ¨μπαλωματή¨ της γειτονιάς, να ράψει τα ξέφτια με την νάιλον κλωστή και την σακοράφα και να την βάψει με το βερνίκι των παπουτσιών, ώστε να μοιάζει καινούργια και να καμαρώνει σαν ¨γύφτικο σκερπάνι¨.
Θυμάται πως ήταν πολύ βαριά, ποιο βαριά η τσάντα από εκείνα τα ¨εικοσαράκια¨, τα τετράδια με τα είκοσι φύλλα, τρία όλα και όλα, ένα με γραμμές για την καλλιγραφία, ένα με τετραγωνάκια για τα μαθηματικά – όχι αριθμητική το λέγανε- και ένα μισό γραμμές και μισό κενό να ζωγραφίζουνε για την ¨παντογνωσία¨ , που πρόσεχε μη τσαλακωθεί ή μουτζουρωθεί κανένα φύλλο και δεν είχε άλλο.
Θυμάται εκείνο το κοντό παντελονάκι, με τις ζάρες στη μέση –πιέτες το έλεγε η μαμά- το γύρισμα στο τέλος στο μπατζάκι -ρεβέρ το έλεγε η μαμά- και τις τιράντες – για να είναι όμορφο έλεγε η μαμά- κρύβοντας το δάκρυ της όταν το έφτιαχνε με πιέτες και τιράντες, από το παλιό παντελόνι του μεγάλου ξάδελφου που ήταν και λίγο παχουλός, για να μη μου πέφτει και άφηνε το ρεβέρ για να μπορεί να το μακρύνει του χρόνου που θα ψίλωνα.
Θυμάται τη μαμά, που ήταν καλή μοδίστρα, να ζωγραφίζει πάνω στο ¨στρατσόχαρτο¨
ένα μικρό πουκαμισάκι- σακάκι για εκείνον , ένα φορεματάκι για την ξαδέλφη του και διάφορους γιακάδες –πατρόν το έλεγε η μαμά- για να φτιάξει τις ¨ποδιές τους¨ με το μπλε ύφασμα που έκοβε από το ¨τόπι¨ ο ¨εμποράκος¨ περνώντας μια φορά τον μήνα από τη γειτονιά με το ¨κάρο του¨ φωνάζοντας ¨ότι πάρετε με δώσεις, μια δραχμούλα τον μήνα¨.
Θυμάται τον ¨γκαζοντενεκέ¨ πάνω στη φωτιά από τα ξύλα που έβραζε το νερό για να βάλει η μαμά το ¨λουλάκι¨ για να κάνει κάτασπρους τους γιακάδες και τα σοσόνια τους.
Θυμάται εκείνα τα αθλητικά παπούτσια για τις ¨γυμναστικές επιδείξεις¨ , τα ¨ελβιέλα¨ όπως τα λέγανε , που τα πέρναγαν από βραδύς με ¨στουπέτσι¨ για να είναι κάτασπρα.
Και το οδυνηρό, μα και νοσταλγικό ταξίδι του Παππού στα ¨καλντερίμια¨ των αναμνήσεων, βρίσκει απάγκιο σε εκείνα τα δειλινά στην ¨παραγκούπολή¨, σε εκείνα τα δειλινά που ανακατευόντανε η μυρωδιά του πετρελαίου με την οσμή του ¨πισσόχαρτου¨ , που τρεμόπαιζαν και μπερδευόντουσαν οι σκιές από το φυτίλι της λάμπας που φώτιζε , με τα γράμματα της ¨καλλιγραφίας¨ της επόμενης μέρας.
Και σαν η μικρή ¨δημοσιογράφος¨ έφτανε στο τέλος των ερωτήσεων, ένα βάρος πλάκωσε το στήθος του παππού, με τον φόβο της τελευταίας ερώτησης και την άγνοια της τελευταίας απάντησης.
– Παππού γιατί δάκρυσες; γιατί κλαις Παππού;
-Μακάρι κορίτσι μου – αγγελούδι μου, όταν γίνεις και εσύ Γιαγιά, να δακρύζεις για τα παιδικά σου ανέμελα χρόνια.
Γιατί ήξερε ότι, όταν η μικρή του εγγόνα γίνει Γιαγιά, , θα βρεθεί όπως και αυτός μπροστά στην ατελέσφορη αντιστοίχηση και σύγκριση του ¨τότε¨ και του ¨τώρα¨ , δύο εποχών που θα τις χωρίζει ένα ¨χάσμα γενεών¨.
Πως θα γευθεί όπως και ο Παππούς την πικρή γεύση του αναπάντητου,
¨πότε είναι καλύτερα για τα παιδιά¨, ¨πότε είναι ποιο χαρούμενα ¨, ¨πότε είναι ποιο ευτυχισμένα¨ ._[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]
ΥΠΕΡΟΧΗ Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ,ΕΔΩΣΕς ΤΟΣΟ ΠΑΡΑΣΤΑΝΤΙΚΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΛΕς ΚΑΙ ΕΠΕΡΑΣΕς ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΕΙ ,,, ΧΑΡΑ ΜΟΥ ,,