ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ: Η ψυχική υγεία σε μία ανισόρροπη χώρα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”148520″ img_size=”full”][vc_column_text]Το ερώτημα είναι πάντοτε το ίδιο: Σου αρέσει αυτό που ζούμε; Στην πραγματικότητα εννοούμε αν αρέσει συγκεκριμένα στο συνομιλητή μας αυτό που ζει, εκκινώντας από το άμεσο περιβάλλον, το σπίτι, τη γειτονιά, τη δουλειά, την πόλη, τη χώρα του, και κατόπιν προσλαμβάνοντας μεγαλύτερες διαστάσεις. Πάμε πάλι λοιπόν: Σου αρέσει αυτό που ζεις; Τόσο απλά, χωρίς μακροσκελείς διατυπώσεις και δυσνόητους αστερίσκους. Δεν θα συζητήσουμε ούτε για τον Φρόυντ, ούτε για τον Άντλερ. Θέλω απλώς να συζητήσουμε πως αισθάνεσαι για τον κόσμο, και τη ζωή σου μέσα σε αυτόν.
Συνήθως η απάντηση είναι «όχι πολύ καλά». Αναμενόμενη μεν, αν και δε συνοδεύεται πάντα από ένα τεκμηριωμένο και τελικά ορθό σκεπτικό. Και ακριβώς επειδή η απάντηση σε αντίθεση με την ερώτηση δεν είναι εύκολο να είναι ιδιαίτερα απλή, μία πρώτη απάντηση έδωσε το ίδιο το θέμα το οποίο όρισαν για φέτος η Παγκόσμια Ομοσπονδία για την Ψυχική Υγεία (WFMH) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας: «Η Ψυχική Υγεία σε έναν Άνισο Κόσμο». Αμέσως ανοίγεται πλατύς ο δρόμος της διαφώτισης, ακόμη και για τον πλέον αδαή, αρκεί να επιθυμεί να διαφωτιστεί.
Υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι που, ως τυπική κατηγοριοποίηση, μάλλον δεν ξαφνιάζουν κανέναν. Οι ανισότητες μεταξύ χωρών, οι ανισότητες εντός της κάθε χώρας, και η δριμεία επιδείνωση εν γένει των ανισοτήτων και κατ’ επέκταση των δεικτών ψυχικής υγείας μετά τον covid.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της WFMH επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής ενδιαφέροντα:
– Αυξάνεται η πόλωση ανάμεσα στις πλούσιες χώρες που γίνονται πλουσιότερες και τον υπόλοιπο κόσμο που ζει σε συνθήκες φτώχιας.
– Έχουν αναδειχτεί ανισότητες που αφορούν το γένος, την εθνικότητα, την έμφυλη ταυτότητα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τον σεβασμό των δικαιωμάτων σε πολλές χώρες, με συνέπειες στα δικαιώματα των ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας. Το θέμα αυτό επιχειρεί να αναδείξει ότι η πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας παραμένει άνιση με το 75-95% των ανθρώπων σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος να μην έχουν καμία πρόσβαση και στις πλουσιότερες χώρες τα πράγματα να μην είναι πολύ καλύτερα.
– Απουσία επένδυσης στην ψυχική υγεία και σε κάθε περίπτωση δυσανάλογη με το συνολικό προϋπολογισμό της υγείας, με αποτέλεσμα τελικά η φροντίδα της ψυχικής υγείας να καταλήγει στο κενό.
– Η πανδημία του COVID 19 τόνισε ακόμα περισσότερο τις ανισότητες στα ζητήματα υγείας και κανένα έθνος, ακόμα και πλούσιο, δεν ήταν έτοιμο να τις αντιμετωπίσει. Θα συνεχίσει να πλήττει τους ανθρώπους όλων των ηλικιών με νόσηση και μερικές φορές θάνατο, με συνέπειες στην οικογένεια, οικονομικές επιπτώσεις και εργασιακή ανασφάλεια, ενώ η τήρηση αποστάσεων οδήγησε σε κοινωνική απομόνωση.
Με άλλα λόγια, ήταν ήδη δύσκολη η κατάσταση, ήρθε κι ο covid και το τερμάτισε. Στην Ελλάδα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ισχύουν όλα τα παραπάνω στον υπερθετικό βαθμό, και σε σχέση με την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και ψυχικής υγείας, και σε σχέση με τα μεγάλα κενά στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, και φυσικά σε σχέση με τις δραματικές συνέπειες των επανειλημμένων lockdown, της μειωμένη λειτουργίας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας λόγω covid, της εργασιακής ανασφάλειας, της μαζικής φτωχοποίησης κλπ. «Ένας στους δύο ανθρώπους που περπατάει στο δρόμο αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα», ισχυρίστηκε σε ανύποπτο χρόνο γνωστός επιδημιολόγος, επιχειρώντας να καταδείξει το μέγεθος του παράλληλου, διογκούμενου προβλήματος. Γιατί το πρόβλημα είναι όντως τεράστιο, σε βαθμό που οι αγχώδεις διαταραχές από τις οποίες πάσχουν περίπου οι εννέα στις δέκα, έχει καταλήξει πια να θεωρείται κάτι πολύ λάιτ.
Και κανείς δε νοιάζεται. Και κανείς δεν ενδιαφέρεται. Και κανείς δε δίνει δεκάρα. Γιατί σε αυτό τον τόπο, έχουμε συνηθίσει να αφήνονται τα πράγματα στην τύχη τους. Ποιος θα τολμούσε να εγείρει στα σοβαρά μείζον ζήτημα ψυχικής υγείας, σε μία χώρα βαθιά ανισόρροπη;[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]