ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ: «Πως γίναμε έτσι»
Ποιος ξέρει πόσοι δολοφόνοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας…
Καμιά φορά, που παρακατέχομαι από τέτοιους φόβους, με πιάνει σύγκρυο, όταν αντιλαμβάνομαι πως κάποιος κανόνισε το βήμα του πάνω στο δικό μου, και σταματάει κι αυτός στις ίδιες βιτρίνες. Δεν μπορώ να μη βάζω κακό με το νου μου. Είμαι κι εγώ παιδί μιας εποχής δολοφόνων.
Γιώργος Ιωάννου – Ομόνοια 1980
Αυτό που με θυμώνει περισσότερο είναι η υποκρισία τους. Η τάχα ευαισθησία τους. Ο επίπλαστος ανθρωπισμός τους. Το όψιμο ενδιαφέρον τους για το συνάνθρωπο που χάθηκε στα ταραγμένα νερά της προβλήτας. Λες και ενδιαφέρθηκαν ποτέ για κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό τους ή τον πολύ στενό κύκλο τους.
Τους έχω σιχαθεί όλους. Όχι μόνο αυτούς που βγαίνουν στην τηλεόραση. Όχι μόνο τα προβεβλημένα πρόσωπα της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας και της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Όχι μόνο τον υπουργό, ο οποίος προχωρά σε μία ξεκάθαρα εμετική, για κυβερνητικό παράγοντα σύγχρονου δυτικού δημοκρατικού κράτους, δήλωση, μόνο και μόνο για ικανοποιήσει τον, κατά την άποψή του, σκληρό πυρήνα του εκλογικού του ακροατηρίου, κι ας παρεμβαίνει ωμά στο έργο της δικαιοσύνης. Σιχαίνομαι και τους άλλους, που δεν βγαίνουν στην τηλεόραση, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Γι’ αυτό όποτε τύχει να κατέβω στην αγορά, στην όποια αγορά, δε θέλω να χαιρετήσω άνθρωπο. Πέρα από πέντε φίλους κι άλλους τόσους γνωστούς που εκτιμώ πραγματικά, οι υπόλοιποι δεν με απασχολούν. Δεν θέλω να ξέρω αν ζουν ή αν πέθαναν, κι ας αδικώ και κάποιους οι οποίοι πραγματικά δεν φταίνε, παρά μόνο στο ό,τι γεννήθηκαν και δαύτοι όπως και η αφεντιά μου, σε μια εποχή δολοφόνων.
Έρχονται εκλογές, το έχουμε εμπεδώσει, αλλά μην περιμένετε να διαβάζετε πανηγυρικούς παντού και πάντα. Σήμερα η απόγνωση για την τραγική ελληνική κοινωνία, για ακόμη μία φορά ξεχειλίζει, όπως τα νερά της βροχής που έπνιξαν την Εύβοια, τον Βόλο, την Αθήνα. Οι πληγές αυτής της χώρας καίνε όπως η φωτιά που έκαιγε ανενόχλητη για είκοσι μέρες στον Έβρο, σε μία κατά τα άλλα εθνικά ευαίσθητη περιοχή, πέρα από ανεκτίμητης αξίας για το φυσικό της κάλλος, την περιβαλλοντική της σημασία, εν γένει την ίδια τη ζωή.
Υπάρχει χρόνος όμως να πεθάνουμε, είτε από την παντελή απουσία πολιτικής προστασίας, ή από το χέρι ενός εν δυνάμει εγκληματία. Τόσοι υποψήφιοι δολοφόνοι αλωνίζουν. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να κόψει το νήμα της ασήμαντης ζωής μας, της ζωής του παιδιού μας, του εγγονιού μας, της γυναίκας μας, του αδερφού μας, της μάνας ή του πατέρα μας, του θείου, του φίλου, του άγνωστου συνανθρώπου.
Στον άγνωστο συνάνθρωπο λοιπόν. Αυτόν που πέθανε γιατί κάποιοι δεν έδιναν δεκάρα ή που τον σκότωσαν γιατί σε αυτήν την εποχή, δεν είναι απλώς η ανθρώπινη ζωή πολύ φτηνή. Είναι επίσης αξιοσημείωτα ακριβοί οι δολοφόνοι της.