ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ: Αθλητισμός της αξιοπρέπειας
Την τελευταία εβδομάδα διεξήχθη στο Μόναχο της Γερμανίας το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου, με τις συμμετοχές από την Ελλάδα να μετράνε πέντε μετάλλια συνολικά, τα τέσσερα από αυτά χρυσά.
Σχεδόν όλοι όσοι παρακολούθησαν την προσπάθεια των Ελλήνων αθλητών, παρατήρησαν ουσιαστικές διαφορές στις συμπεριφορές τους, σε σχέση με εκείνες που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν.
Σε μια σύντομη σημειολογική ανάλυση, κανένας αθλητής δεν ευχαρίστησε ούτε τον Θεό ούτε την Ελλάδα για τη νίκη του. Δεν ακούστηκε κανένα προκάτ επικοινωνιακό τσιτάτο τύπου «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», ούτε φάνηκε πουθενά οι αθλητές να είχαν την πεποίθηση ότι κάποια υπερφυσική δύναμη τούς προέτρεψε προς τη νίκη.
Αντίθετα, φάνηκαν πλήρως συνειδητοποιημένοι ότι η νίκη τους αποκτήθηκε με σκληρούς κόπους και θυσίες, με ελάχιστη οικονομική και πρακτική βοήθεια από την ελληνική πολιτεία, και σαφώς, με ανύπαρκτες κρατικές υποδομές. Αντίστοιχα, ήρθε και στην επιφάνεια η επιλεκτική λογική της ελληνικής πολιτείας να δίνει την ελληνική ιθαγένεια σε ανθρώπους, όπως η Ελίνα Τζένγκο -η χρυσή ακοντίστρια-, αφού πρώτα τους έχει επιβάλλει να βιώσουν έναν Γολγοθά, και μόνο όταν έχει να κερδίσει κάτι από αυτούς. Έ, μην μας φάει και τα μετάλλια η Αλβανία.
Πέραν από τις προσωπικές ιστορίες, που σχεδόν όλοι οι αθλητές μοιράστηκαν με το κοινό τις πραγματικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν, αυτό που σημάδεψε περισσότερο την παρουσία τους -εκτός προφανώς από την επιτυχία τους- ήταν και οι στάσεις ειλικρινούς ευγένειας μεταξύ τους. Όλοι χάρηκαν για τις επιτυχίες των συναθλητών τους, ακόμα και εκείνοι που δεν διακρίθηκαν με κάποιο μετάλλιο, έσπευσαν να αγκαλιάσουν τους πρωταθλητές. Ειδικά στην περίπτωση της πρωταθλήτριας Αντιγόνης Ντρισμπιώτη, η οποία κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο τόσο στα 35χλμ. όσο και στα 20χλμ. στο βάδην με την ιστορία της να συγκλονίζει όλη την χώρα, η συναθλήτρια και συν-διαγωνιζόμενή της στα 20χλμ βάδην, Χριστίνα Παπαδοπούλου, μετά τη λήξη του αγώνα έπεσε πάνω της και την αγκάλιασε με ενθουσιασμό.
Δεν έχουμε συνηθίσει τέτοιες συμπεριφορές στον ελληνικό αθλητισμό, όπου οι περισσότεροι αθλητές είτε φοράνε μια άψογη επικοινωνιακή μάσκα που τους απαλλάσσει από κάθε είδους συναίσθημα είτε ο ανταγωνισμός και ο αριβισμός με τον οποίο έχουν γαλουχηθεί σπάει περισσότερα ρεκόρ από τις αθλητικές τους επιδόσεις.
Στον σύγχρονο αθλητισμό, οι αθλητές έχουν μετατραπεί σε εμπορευματικές αξίες. Πωλούνται και αγοράζονται από σπόνσορες, γίνονται τα κεντρικό πρόσωπα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, ταυτίζονται με συγκεκριμένα προϊόντα, σε ένα σύνολο από μαρκετίστικες κινήσεις που αυξάνουν τόσο το οικονομικό και συμβολικό κεφάλαιο των αθλητών, όσο και των εταιρειών που τους «νοικιάζουν». Οι αθλητές, με τη σειρά τους, γίνονται brands, δηλαδή, το όνομά τους ισοδυναμεί μόνο με κεφάλαιο, που αν θέλουν να το διατηρήσουν, οφείλουν να είναι πάντα νικητές.
Πράγμα αδύνατο, όχι μόνο διότι ο σύγχρονος αθλητισμός έχει σύντομη ημερομηνία λήξης για τους ίδιους τους αθλητές σωματικά, όσο και για το γεγονός ότι βγαίνουν συνεχώς νέοι αθλητές έτοιμοι να γκρεμίσουν τους παλαιότερους, να αρπάξουν το βάθρο και το κεφάλαιό τους.
Ακριβώς για αυτό τον λόγο βλέπεις παιδιά που πάνω τους αιωρούνται όλες οι επιδιώξεις και οι κόποι της οικογένειάς τους, να φορτώνονται βάρη και στερήσεις τελείως διαφορετικές από τους συνομηλίκους τους. Να βγάζουν το σχολείο με χίλια ζόρια, να προπονούνται ατελείωτες ώρες της ημέρας, να μην γνωρίζουν καμία κοινωνικοποίηση εκτός του αθλητικού κέντρου στο οποίο περνάνε όλη τους τη ζωή. Ακόμα και ο ύπνος είναι πολυτέλεια για τους αθλητές, το γρήγορο φαγητό και το ποτό αποτελούν απαγορευμένες λέξεις.
Όταν όλα αυτά γίνονται, μάλιστα, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν δίνει δεκάρα ούτε σε πραγματικό ούτε και σε συμβολικό επίπεδο όσον αφορά τις αθλητικές υποδομές, παρά το μεγάλο φαγοπότι των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όπου ακόμα και εκείνα τα στάδια μαζί με το Ολυμπιακό Χωριό κατέληξαν να σαπίζουν μέσα στα χρόνια που έμειναν αχρησιμοποίητα, η μόνη που επενδύει πάνω στους νέους αθλητές είναι η ίδια τους η οικογένεια και κανένας άλλος.
Έτσι, ο κάθε αθλητής είναι καταδικασμένος να φτάσει μέχρι εκεί που μπορεί να τον τραβήξει το οικογενειακό του κεφάλαιο, ούτε βήμα πιο πέρα. Η ελληνική πολιτεία επένδυσε σε αθλητές τη δεκαετία του 1990 ώστε να υπάρξουν κάποια μετάλλια στην Ολυμπιάδα του 2004 και να μην κακοφανούμε ως η διοργανώτρια χώρα.
Τώρα βλέπουμε παιδιά που προπονήθηκαν σε άθλια στάδια, σε άθλιες συγκυρίες, μετά από άθλιες συνθήκες εργασίας, χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από την πολιτεία, αθλητές που για πρώτη φορά φαίνονται πολύ περισσότερο ως «άνθρωποι» παρά ως τα καλύτερα άλογα του ιπποδρόμου που αργότερα θα κοσμήσουν γιγάντιες αφίσες στους δρόμους και πάνω τους θα παιχτούν μαρκετίστικα στοιχήματα. Έχουν πλήρη επίγνωση τόσο των προνομίων που απολάμβαναν, όσο και εκείνων που δεν είχαν ποτέ, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν και την ψυχή τους στο διάβολο για αυτά τα προνόμια, για μια θέση στην «αριστεία» έτσι όπως την έχει επιβάλλει η αστική τάξη.
Και είναι παιδιά που στη χειρότερη δεν θα πάνε σε σπίτια παλάτια, ούτε σε έτοιμες καλοπληρωμένες δουλειές εάν και όταν «ηττηθούν». Δεν θα τους περιμένει καμία λαμπρή καριέρα κάπου αλλού, καμία διέξοδος όπου το όνομά τους θα αναγράφεται ακόμα με χρυσά γράμματα, έστω και με μικρότερο μέγεθος. Αντε να καταλήξουν προπονητές και δάσκαλοι.
Και όσο να πεις, το να αποζητάς και λίγο την αξιοπρέπεια, έχει μια ποιοτική διαφορά από το να είσαι απλά ένα άδειο χωνευτήρι διακρίσεων που μετά σε πετάνε στα αζήτητα.