Αιρετικά και επίκαιρα: Φθινοπωρινές αγωνίες
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”144891″ img_size=”full”][vc_column_text]Το φθινόπωρο είναι ήδη εδώ. Όχι από την άποψη των καιρικών συνθηκών, αλλά από αυτή των προβλημάτων που θα το χαρακτηρίσουν. Η επιστροφή των παραθεριστών γίνεται με ταχείς ρυθμούς, η πανδημία έρχεται από τα νησιά στις μεγάλες πόλεις, η ενδοοικογενειακή μετάδοση αρχίζει να αυξάνεται και οι νοσηλείες ομοίως.
Ο εμβολιασμός δεν έχει καν πλησιάσει τα επίπεδα που απαιτεί η μετάλλαξη Δέλτα και γι’ αυτό η κυβέρνηση έσπευσε να ανακοινώσει τα μέτρα για τη διαχείριση, κυρίως, των ανεμβολίαστων πολιτών.
Επομένως δεν προκάλεσε καμιά έκπληξη η ευθεία αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου ήδη από τη Δεύτερα, μια μέρα πριν από την ανακοίνωση των μέτρων, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών:
«Δυστυχώς μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας αρνείται να συνεισφέρει στην εθνική προσπάθεια, καθώς αρνείται τον εμβολιασμό. Οι λόγοι είναι γνωστοί, αλλά πια μη αποδεκτοί από την επιστημονική κοινότητα, από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, από την κυβέρνηση. Η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει και κυρίως δεν μπορεί να παραμείνει όμηρος τέτοιων αντιλήψεων».
Το τεράστιο οικονομικό βάρος των λοκντάουν αποτελεί απαγορευτικό παράγοντα για τυχόν επανάληψή τους, και όσο ο εμβολιαστικός στόχος δεν επιτυγχάνεται, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να αντιπαρατεθεί με τους ανεμβολίαστους και τους αντιεμβολιαστές . Σε κάθε περίπτωση -όπως υποστηρίζει- αποκλείεται να ξανακλειδώσει την οικονομία, η οποία ακόμη δεν έχει αναπληρώσει σε κανέναν τομέα τις απώλειες από τα προηγούμενα λοκντάουν.
Κατά τα λοιπά θα συνεχίσει να ισχύει η – επίσης άτυπη – συμφωνία ότι η διαχείριση της πανδημίας θα γίνεται με ενιαίο τρόπο στην Ε.Ε., συνεπώς η πιθανότητα ενός πλήρους λοκντάουν είτε θα αφορά ολόκληρη την Ένωση είτε απλώς δεν θα συνιστά επιλογή.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει το ρίσκο ενός λοκντάουν, το οποίο θα μπορούσε όχι μόνο να εκτροχιάσει την οικονομία, αλλά και να υπαγάγει την ελληνική οικονομία σε έναν κορσέ επιτήρησης ακόμη αυστηρότερο από τον ήδη υπάρχοντα.
Ο δρόμος της σύγκρουσης πάντως δεν είναι απαραίτητα βατός. Ωστόσο η κυβέρνηση δεν έχει πια άλλον χρόνο για ήπια διαχείριση. Εφόσον δεν κατάφερε να μειώσει τον αριθμό των ανεμβολίαστων και πλέον έρχεται το φθινόπωρο, ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει στα προβλήματα που μετά βεβαιότητας θα δημιουργηθούν
● στα σχολεία,
● στα νοσοκομεία και τις άλλες μονάδες υγείας και φιλοξενίας αδύναμων κοινωνικών ομάδων,
● στο εμπόριο,
● στην εστίαση, η οποία σταδιακά θα μεταφέρεται σε εσωτερικούς χώρους,
● στους χώρους φιλοξενίας θεαμάτων.
Ο αποκλεισμός των ανεμβολίαστων ή/και η επιβάρυνσή τους με το οικονομικό κόστος των διαγνωστικών τεστ είναι ένα από τα καυτά σημεία που αναμένεται να προκαλέσουν δυσαρέσκεια όχι μόνο σε αυτούς που θα αποκλειστούν ή θα επιβαρυνθούν, αλλά και σε όσους, παρά τις πολύ ισχυρές επιφυλάξεις τους, θα υποχρεωθούν να εμβολιαστούν για να μην επωμιστούν το κόστος που συνεπάγεται η αρχική επιλογή τους.
Όλο αυτό το πρόβλημα διασταυρώνεται χρονικά με μια μαρτυρική αντιπυρική – μόνο κατ’ όνομα, δυστυχώς – περίοδο, με τεράστιες καταστροφές, οι οποίες έφεραν την Ελλάδα, με 8,5 φορές παραπάνω καμένες εκτάσεις συγκριτικά με πέρυσι, να μετράει πάρα πολλές και πολύ δύσκολα ιάσιμες πληγές.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να δώσει όσα χρήματα είναι δυνατόν να διατεθούν για την «ανακούφιση» των πληγέντων, αλλά, σε περιοχές με πολύ βαρύ φορτίο λόγω της ολοσχερούς καταστροφής τους, το τι συνιστά «ανακούφιση» δεν είναι αυτονόητο. Δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι τα όποια μέτρα μπορούν να αντισταθμίσουν τις ζημιές, ιδιαίτερα εκεί όπου οι άνθρωποι και η τοπική οικονομία θα χρειαστούν αρκετά χρόνια – ίσως και δεκαετίες – για να ορθοποδήσουν.
Η δε προετοιμασία για τις φθινοπωρινές και χειμερινές συνέπειες από τις φετινές πυρκαγιές (πιθανές ισχυρές πλημμύρες) είναι μια εξίσου δύσκολη υπόθεση, καθώς πλημμυρικά φαινόμενα ίσως δούμε όχι μόνο σε περιοχές που επλήγησαν φέτος, κάποιες εκ των οποίων συγκεντρώνουν πολύ ισχυρές πιθανότητες, αλλά και σε περιοχές που ούτως ή άλλως βρίσκονταν σε κίνδυνο λόγω παλαιότερων πυρκαγιών και πλημμελών ή ανύπαρκτων αντιπλημμυρικών έργων.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]