Αγροδιατροφή και τουρισμός το δίπτυχο ανάπτυξης
-Η Πρωινή παρουσιάζει τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τη Δυτική Ελλάδα
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Η εύφορη γη και το πολιτιστικό απόθεμα είναι οι δύο βασικοί πυλώνες που θέτει ως βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Δυτικής Ελλάδας η μελέτη που δημοσίευσε χθες η Διεύθυνση Μελετών & Οικονομικών Αναλύσεων της Εθνικής Τράπεζας, με τίτλο «Δρόμοι Περιφερειακής Ανάπτυξης», σημειώνοντας ότι η πορεία των τελευταίων 20 ετών μαρτυρά δυσκολία να ακολουθήσει πλήρως την ανοδική τάση της χώρας.
Όπως αναφέρει ο συντάκτης της έκθεσης, ο συνδυασμός της εύφορης γης, της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης-η ευρύτερη περιοχή ήταν πάντα στην καρδιά της Ελλάδας- του πολιτισμού και της καινοτομίας έδωσε στον όρο «Ελλάδα» παγκόσμια εμβέλεια και μπορεί σήμερα να προσφέρει εξωστρέφεια και βιώσιμη ανάπτυξη σε βάθος χρόνου.
«Από κοιτίδα του πρώτου πολιτισμού σε ελλαδικό έδαφος (μυκηναϊκός), μέχρι τον τόπο γέννησης των Ολυμπιακών Αγώνων, και μέχρι το σημείο εκκίνησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους (επανάσταση 1821), η περιοχή αυτή συνεχώς αποδεικνύει ότι διαθέτει διαχρονικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που της επιτρέπουν να ξεχωρίζει σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες. Λειτουργώνταςωςκομμάτιαενόςπαζλ, ταίδιαβασικάχαρακτηριστικάμπορούννασυνδυαστούνκαιπάλι, προσαρμοσμέναστιςαπαιτήσειςτηςτρέχουσαςσυγκυρίας, καιναλειτουργήσουνωςπυλώνεςμεσοπρόθεσμηςανάπτυξης, προσδίδονταςστηνπεριοχήτηδυναμική που της αρμόζει – με έμφαση στον εξωστρεφή της χαρακτήρα. Ειδικότερα: Το δυνατό χαρτί της εύφορης γης μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξης του κλάδου τροφίμων. Η αφθονία πολιτιστικών σημείων ενδιαφέροντος αποτελεί ευκαιρία για την ανάπτυξη εναλλακτικού τουρισμού. Για την αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης κρίσιμες είναι οι επενδύσεις υποδομών. Καταλυτικός είναι ο ρόλος της ανάπτυξης καινοτομίας μέσω της τεχνολογίας», επισημαίνει σχετικά η έκθεση.
Πλεονέκτημα η αγροτική παραγωγή
Σύμφωνα με τον συντάκτη της έκθεσης, η εύφορη γη μπορεί να λειτουργήσει ως εξαγωγική βάση τροφίμων, καθώς ο πρωτογενής τομέας έχει πρωταγωνιστικό ρόλο για την περιοχή (1/3 της παραγωγικής δραστηριότητας) και αποτελεί σημαντικό τροφοδότη της χώρας, καλύπτοντας το 35-40% της εγχώριας παραγωγής, ενώ έχει υψηλές επιδόσεις σε ένα μεγάλο εύρος καλλιεργειών και κτηνοτροφίας, επιβεβαιώνοντας την υψηλή ευφορία του εδάφους της.
Κυρίαρχορόλοστηντοπικήπαραγωγή έχουν παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, στο ελαιόλαδο η περιοχή καλύπτει το 40% των ελληνικών εξαγωγών, iσε φρούτα και λαχανικά καλύπτει το 23% των ελληνικών εξαγωγών (με κορυφαία τα εσπεριδοειδή, πεπονοειδή και πατάτες) ενώ συγκεντρώνει το 1/3 της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας.
Δεδομένουαυτούτουπροσανατολισμού, ενδεικτικότουοφέλουςδιαρθρωτικώναλλαγώνείναιότιηαυξημένητυποποίησηστοελαιόλαδο (μόλις 30% τωνεξαγωγώνέναντι 68% στηνΙσπανία και σχεδόν 100% στην Ιταλία) μπορεί να προσφέρει υπεραξία της τάξης των €1,3/κιλό, ενώ στα φρούτα υπάρχει δυνατότητα διπλασιασμού τιμής εξαγωγών μέσω αποτελεσματικού branding (ακολουθώντας το παράδειγμα χωρών με αντίστοιχα χαρακτηριστικά όπως η Χιλή).
Τουριστική υστέρηση
Σε αντίθεση με την αγροδιατροφή, ο τουριστικός τομέας παρουσιάζει σχετική υστέρηση συγκριτικά με τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής (καλύπτοντας το 7% των ξενοδοχειακών κλινών χώρας), και χαμηλή εξωστρέφεια (καλύπτοντας μόλις το 3% στον τουρισμό εξωτερικού). Η πολιτιστική κληρονομιά (με μνημεία UNESCO της Ελλάδας) και τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής (γαλάζιες σημαίες, κοντινά νησιά, φύση) συνθέτουν ένα μωσαϊκό που μπορεί να αποτελέσει τη βάση εναλλακτικών μορφών τουρισμού (όπως πολιτιστικός, ναυτικός, οινοτουρισμός, αθλητικός), με οφέλη σε όρους επέκτασης τουριστικής περιόδου και αυξημένης δαπάνης (με την περιοχή να υστερεί κατά 25% έναντι του ελληνικού μέσου όρου).
Στρατηγικά πλεονεκτήματα για την περιοχή σε αυτή την προσπάθεια είναι η απουσία κορεσμού (σε συνδυασμό με χαμηλή εξάρτηση από πρακτορεία και μαζικό τουρισμό) και η ευκαιρία να τοποθετηθεί στη διεθνή τουριστική αγορά με διαφοροποιημένο τουριστικό μοντέλο που θα βασίζεται στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Επιπλέον ο ισχυρός τουρισμός δύναται να ενισχύσει τον πρώτο πυλώνα (της αγροτοπαραγωγής) μέσω της προώθησης τοπικών προϊόντων σε ξενοδοχεία και επιχειρήσεις εστίασης.
Αναγκαία η επιχειρηματικότητα
Η ευρύτερη περιοχή Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας έχει υψηλή συνεισφορά στην εγχώρια οικονομία, της τάξης του 10% σε όρους επιχειρηματικής προστιθέμενης αξίας (καθώς και σε όρους πληθυσμού) – μοιρασμένο σχεδόν εξίσου μεταξύ των δύο Περιφερειών.
ΤοελαφρώςπτωτικόμερίδιοτηςπεριοχήςστοεπιχειρηματικόΑΕΠτηντελευταίαεικοσαετία (9,3% το 2021, από 10,2% το 2001) υποδηλώνει ότι δυσκολεύεται να ακολουθήσει τη δυναμική της χώρας, κάτι που δεν συνάδει με την ιστορική της πορεία. «Η εικόνα αυτή μοιάζει ασύμβατη με την ιστορική εξέλιξη της περιοχής, η οποία αποτελεί μικρογραφία της ελληνικής γης και του ελληνικού πολιτισμού, έχοντας λειτουργήσει πολλάκις σαν προπύργιο ανάπτυξης και εξωστρέφειας για την Ελλάδα. Ειδικότερα, συνδυάζοντας εύφορη γη χαρακτηριστικά συνδυαστικά, σαν κομμάτια ενός παζλ, έφεραν τη περιοχή στο επίκεντρο των εξελίξεων της αρχαίας αλλά και της νεότερης ιστορίας. Το ερώτημα είναι αν αυτό το μοτίβο μπορεί να αναπαραχθεί ξανά στο σημερινό οικονομικό γίγνεσθαι, με τους 4 πυλώνες μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης να προσδίδουν στην περιοχή δυναμική επανεκκίνηση με έμφαση στον εξωστρεφή της χαρακτήρα. Καθένας από τους 4 παραπάνω πυλώνες μπορεί να δώσει αναπτυξιακή ώθηση στη Δυτική Ελλάδα», καταλήγει η έκθεση.