FOLLOW US: facebook twitter

ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ: Σε σπίτι που τρώου φαί εγώ το σέβουμε και ποτε μου δεν το μαγαρίζω!

Ημερομηνία: 09-08-2022 | Συντάκτης:

Του Ηλία Τουτούνη

Μια φορά ένας που είχε διδόμενα μ’ ένανε παπά από κάποιο μακρινό χωριό επειδή τον είχε γελάσει στο Μαζέϊκο (Κλειτορία) πανηγύρι και του πούλησε μια φοράδα τσινιάρα και μαρμάρα, ια να βγάλει το άχτι του, βρήκε σ’ ένανε σούρτη (αλογοκλέφτη) και τον έβαλε επί πλερωμή να πάει να κλέψει ένα βαρβάτο άλογο από κείνονε τον τραγογένη τον παπά που τον είχε γελασμένο στο πανηγύρι και είχε μεθύσει την φοράδα* και του την πασάρισε.

Ο σούρτης που ήτανε πονηρός, ντύθηκε διακονιάρης και μ’ ένα τράστο στον ώμο και με μια μαγκούρα στο χέρι, κίνησε για το ξένο και μακρινό χωριό να πάει να κλέψει το βαρβάτο άλογο του παπά, όπως τον είχε δασκαλεμένο ο άνθρωπος που τον έστειλε να βγάλει πέρα την δουλειά.

Σαν έφτασε στο χωριό που έμενε ο παπάς, ο σούρτης ρώτησε και βρήκε του παπά το σπίτι. Γύρισε ούλο το χωριά για διακονιά και το κοντόβραδο αγάλι – αγάλι  με την ρέγουλα έφτασε όξω από του παπά το σπίτι. Ο παπάς ήτανε όξω στην αυλή κάτου από μια μεγάλη μουριά με μια παρέα κάνα πεντάρι νοματαίους και κουβεντιάζαμε και κουτσοπίνανε. Αφού φώναξε από μακριά να μιλήσει του παπά. Ο παπάς τόνε ζύγωσε και τον ρώτησε τι θέλει.

Ο διακονιάρης του είπε ότι θέλει τίποτα άλλο, παρά μια άκρη στην χαμοκέλα να κοιμηθεί το βράδυ γιατί ’ξόμεινε στο χωριό. Ο παπάς τον καλοδέχτηκε και του είπε να κοιμηθεί όπου θέλει. Τότε ο διακονιάρης έπιασε μια άκρη, πιο πέρα από εκεί που κουβεντιάζανε, έκατσε και έστριψε ένα τσιγάρο. Μετά από λίγο βγήκε όξω η κι παπαδιά, με μια πιατέλα αχνιστό βραστό κρέας. Μόλις τον είδε ρώτησε τον παπά της ποιος είναι αυτός και ο παπάς της εξήγησε. Τότε πήγε κοντά του και του είπε να κοπιάσει κοντά στην παρέα να φάει και αυτός.

Ο διακονιάρης δεν ήθελε να πάει να φάει με τίποτα, τότενες τόνε πήρανε με το ζόρι και έκατσε και έφαγε, και όπως ήτανε πεινασμένος και κουρασμένος ήπιε και κάμποσο κρασί είπανε και κάμποσα τραγούδια και αργά μετά τα μεσάνυκτα, που έσπασε η παρέα, έγειρε εκεί στην άκρη της χαμοκέλας και εδεκεί ξεράθηκε στον ύπνο.

Το πρωί που σηκώθηκε ο παπάς με την παπαδιά  του κάτσανε κάτου από την μουριά και πίνανε καφέ. Σε κάποια στιγμή ξύπνησε και ο διακονιάρης και αφού του έδωσε η παπαδιά νερό να νιφτεί του είπε να του ψήσει ένα καφέ και να κάτσει μαζί τους.

Ευτούνος, εκεί που κουβεντιάζανε απάνου στον καφέ του τα μαρτύρησε ούλα του παπά, ποιος είναι και πως βρέθηκε εδεκεί στο σπίτι του.

-Παπά μου, εψές θα σου έκλεβα τ’ άλογο, αυτή ήταν η διάτα που είχα και θα πλερωνόμουνα καλά, αλλά σε σπίτι, που τρώου φαΐ, εγώ το σέβουμαι και ποτέ μου δεν το μαγαρίζω. Αν μ’ άφηνες μόνο να κοιμηθώ το είχα ειδωμένο που το είχες και είχα σκοπό να σηκωνόμουνα την νύχτα θα το έπαιρνα από το αλώνι και θα γινόμουνα αμολόητος, να και τα πανιά που θα έδενα τα πόδια του να μην αγκουρμαστείς τα πέταλα… και έβγαλε από το σακούλι του κάτι πανιά και σχοινάκια που θα έδενε στα πόδια του αλόγου.

Ο παπάς έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα και αφού τον ευχαρίστησε του ’δωκε λίγο ψωμί και τυρί για να τρώει για δυο μέρες μέχρι που να φτάσει στον τόπο του και ο δήθεν διακονιάρης έφυγε.

Αποχαιρετώντας τον παπά του είπε:

-Τήρα να τύχει και χάσεις τ’ άλογό σου, έλα στο τάδε χωριό και ψάξε να με βρεις.

Ο διακονιάρης έφυγε και γύρισε στο χωριό του άπραγος, λέγοντας σ’ εκείνονε που του είχε δώκει την δουλειά, ότι δεν βρήκε τ’ άλογο να το κλέψει.

Εκείνος όμως που ήθελε να κλέψει τ’ άλογο το έβαλε ντερμεντέ και σώνει να πάει να το πάρει ο ίδιος και μετά από κανά δυο μήνους κίνησε και πήγε και το βούτηξε τ’ άλογο του παπά.

Ο παπάς χωρίς άλλη κουβέντα πήγε και βρήκε τον διακονιάρη όπως του είχε ειπεί. Ο διακονιάρης του είπε ότι τ’ άλογο το έχει στην τάδε μεριά μέσα σε μια μεγάλη καλύβα για να μην το βλέπει ο κόσμος μέχρι να το σούρει μακριά.

Ο παπάς πήγε την νύχτα και βρήκε τ’ άλογό του, αλλά δεν έβγαλε κουβέντα, ούτε και το πήρε

Την άλλη ημέρα πήγε στο χωριό βρήκε τον παπά του χωριού τον αγροφύλακα και τον πρόεδρο και τους είπε το και το. Εκείνοι μαζί πήγανε στην καλύβα του κλέφτη και το βρήκανε μέσα δεμένο. Τότε το πήρανε και το πήγανε στο χωριό και φωνάξανε τον κλέφτη να πάει στο καφενείο του χωριού, τάχα τον θέλει ο παπάς. Ευτούνος μόλις έφτασε το καφενείο δεν ήξερε τι συνέβαινε, αλλά μόλις βγήκε από μια άλλη μεριά ο αγροφύλακας με το κλεμμένο άλογο τον ζώσανε τα μαύρα φίδια.

Ο πρόεδρος επειδή τον ήξερε τι σκατά κουμάσι ήτανε, είχε ειδοποιήσει την χωροφυλακή και τον τσακώσανε επί τόπου. Ο παπάς πήρε τ’ άλογό του και γύρισε πάλενες στο σπίτι του. Το ψωμί που είχε δώκει στον διακονιάρη του είχε σώσει τ’ άλογο!

Σημείωση:

*Όσα εκ των υποζυγίων (άλογα-γαϊδούρια- μουλάρια) ήσαν άγρια ή κλωτσούσαν οι ιδιοκτήτες, όταν τα πήγαιναν για πούλημα στα παζάρια, πρώτα τα μεθούσαν και μετά τα έβγαζαν στο παζάρι. Η μέθη των υποζυγίων επιτυγχανόταν με κρασί ή ούζο. Σ’ ένα κουβά με οινοπνευματώδες ποτό έριχναν μέσα καρπούς από βρώμη ή κριθάρι και αφού αυτοί έπειτα από αρκετή ώρα απορροφούσαν το οινόπνευμα φούσκωναν. Οι ιδιοκτήτες των ζώων, εσκεμμένα άφηναν τα ζώα νηστικά περίπου δυο μέρες, και μετά τα τάγιζαν από αυτό και έτσι τα ζώα μεθούσαν ελαφρά και ήσαν πιο ήρεμα. Η δόση βασικά ήταν μια οκά ούζο σε τρεις οκάδες καρπό, ή μιάμιση οκά κρασί σε τρείς οκάδες καρπό. Εν τω μεταξύ η δόση ήταν και ανάλογη με το σωματότυπο του κάθε ζώου.

Φώτο Ηλίας Τουτούνης


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος