«Βραβείο» η Θεσσσαλονίκη: Αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο από τον Ηλείο λογοτέχνη Επαμεινώνδα Κωνσταντακόπουλο
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”117987″ img_size=”full”][vc_column_text]
Θεσσαλονίκη (Βιβ. «ΙΑΝΟΣ»), 1η Απριλίου 2004. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος με τον Επαμεινώνδα Κωνσταντακόπουλο και τη σύζυγό του Κωνσταντίνα Πανέτα – Κωνσταντακοπούλου.
Απόψε ο λωτοφάγος, γκρεμίζει την ταβέρνα, με σκουριασμένα σίδερα στο έρημο λιμάνι.
Πρέπει το πεζοδρόμιο, να βρέξει τα σημάδια, με λόγια καπνεργάτη, σε άλλο σιντριβάνι.
Απόψε η φρυκτωρία, κλειδώνει το σταθμό, για να κοιμηθεί στις ράγες ο ζητιάνος.
Στο βρώμικο βαγόνι, αποσκευές θανάτου, με χαμηλωμένα φώτα για την υποταγή.
Απόψε ο πατέρας, χαράζει το τραπέζι, για να περισσέψει στα μάτια η ορφάνια.
Όταν δίψασε η ψυχή από το πεπρωμένο, στέρεψε η πηγή από την πικροδάφνη.
Απόψε η ανάμνηση, έσπασε το γραμμόφωνο, για να τραγουδήσει ο πρόσφυγας της Θράκης.
Τότε η πλημμύρα, σε μαραμένα στάχυα, μπερδεύει με αγκάθια τα κοφτερά δρεπάνια.
Στο λίχνισμα του κεραυνού, έφηβοι θεριστές, τροχίζουνε την άγκυρα με λασπωμένα ρούχα.
Η αδειανή πλατεία, μαρτύριο Εβραίων.
Ανήλιαγο παράπηγμα για μικροπωλητές, καθώς ακούγεται η κραυγή από την ποδοβολή, και σωριάζεται στο αίμα, η ομορφιά τού αθλητή.
Τη νύχτα οι ναυτεργάτες, με ψαλίδι λαμαρίνας, κόβουνε την αλυσίδα σε μαγκάνι πηγαδιού.
Για να κρατήσει ο καπνός το τζάκι αναμμένο, πρέπει να χωνευτεί το ξύλο από τη στάχτη, και να μαρμαρώσει στα δέντρα η αιθάλη.
Στα δίχτυα η αράχνη, μαζεύει τις κουρτίνες.
Η φιλντισένια λάμπα ραγίζει το γυαλί, μάρμαρο σπασμένο από την προτομή, όταν ο καπετάνιος με χρυσά σιρίτια, διπλώνει τα πανιά σε θλιβερή σπηλιά.
Το ταξίδι μακρινό, χωρίς πολιορκία.
Mαύρο απολίθωμα το στεριανό κοχύλι, όταν η φαρέτρα σημάδευε καλύβια, στο εχθρικό στρατόπεδο με τους λιποτάχτες.
Το λερωμένο αμπέχονο, πουκάμισο φαντάρου, γυαλίζει τις αρβύλες για την ορκωμοσία, όταν ζωγραφίζει γυναίκες ο φεγγίτης.
Με σκοτάδι περασμένο το χρώμα της ντουλάπας.
Στα κρυφά συρτάρια, γράμματα ξεχασμένα διαβάζει ο ναυτίλος, για τους κολασμένους.
Τώρα η μητέρα, λυσίκομη νεράιδα, θηλάζει ορφανά παιδιά, στο ψάθινο χαγιάτι.
Αύριο η μητέρα, φυλακισμένη φόνισσα, θηλάζει τα παιδιά,
σε λεκιασμένο στρώμα.
Το αμάρτημα φρικτό για τους ημεροδείχτες.
Το κορμί εξόριστο από την αλητεία και την πρωτόπλαστη κραυγή στο ζαρωμένο στήθος.
Κρυφά η λεγεώνα, με σιδερένια χέρια, βασίλευε τον ήλιο κάτω από το κάστρο, μέχρι να στεριώσει γιοφύρια ο οικοδόμος.
Ύστερα η παλίρροια , έσωσε το καράβι, με ξύλα τρικυμίας, και πηδάλιο την πρύμνη από τη λιτανεία.
Τον Απρίλη μήνα, έκρυβε στα βάγια, μαχαίρια ο ληστής, μέχρι τον Ιούλιο, όταν ο κωπηλάτης, δίχως δαχτυλίδια, γενναία θα δικάσει τους βασανιστές,
Για το Καραμπουρνάκι, φώναξε ο βαρκάρης.
Στην πλώρη καπετάνιος ο αγγελιοφόρος, με το απομνημόνευμα για την εφημερίδα, και το αντιμόνιο για την ελευθερία.
Στο πένθιμο ρεμπέτικο, μεσάνυχτα Δευτέρας, άνοιξε ο «ΑΠΟΛΛΩΝ» θεατρική αυλαία.
Με το αναλόγιο στα λευκά πανιά και τη συλλογή στο τυπογραφείο, η σελίδα έσβηνε λερωμένα εξώφυλλα, και στην αφιέρωση από τα καμαρίνια, έδειχνε κόκκινο κρασί ο καρσιλαμάς.
Σήμερα, για μνημόσυνο, έκλεισε ο «ΑΠΟΛΛΩΝ» τη σιδερένια πόρτα, μέχρι να χτυπήσει το ρόπτρο η ραψωδία.
ΦΩΛΙΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΥ
Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Θρυμματισμένη άγκυρα βουλιάζει το καράβι
και στα λιμάνια η βροχή αχάραγη λαλιά
με αστραπή ανέγγιχτη επίγραμμα οι κάβοι
και το απομνημόνευμα θλιμμένη μυγδαλιά.
Ενθύμιο η συλλογή από το χελιδόνι
και στα ντουλάπια δάκρυα για λιγοστό ψωμί
ανυπεράσπιστα κορμιά η θαλπωρή κλειδώνει
και στο χαγιάτι άμοιρη σκιά η πληρωμή.
Τότε με ξένα γόνατα η πένθιμη πορεία
γυρεύοντας ναυάγια σε βλέφαρα κλειστά
η άρνηση για λυτρωμό άδικη εξορία
και σκουριασμένο είδωλο από κεριά σβηστά.
Η Εγνατία σκοτεινή για τη Θεσσαλονίκη
ανάβει κηροπήγια σε γειτονιά φτωχή
ασπρόμαυρο εξώφυλλο η άγραφη διαθήκη
όταν γυμνώνει λάφυρα έρωτα ενοχή.
Πύργος Ηλείας, 12 Αυγούστου 2020[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]